Η τουρκική λίρα είναι σε ελεύθερη πτώση, έχοντας χάσει μέχρι το απόγευμα της 17ης Δεκεμβρίου το 58% της αξίας της από την 1η/1/2021, κερδίζοντας το πρωτάθλημα της υποτίμησης, με δεύτερο το πέσος της Αργεντινής, που μετρά απώλειες της τάξης του 17% το ίδιο διάστημα.
- Από τον Σάββα Καλεντερίδη
Σημειωτέον, η κατάρρευση της αξίας της λίρας συνεχίζεται παρότι η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας «έριξε» στις αγορές δισεκατομμύρια δολάρια από τα αποθέματά της. Αυτό σημαίνει ότι στην Τουρκία δεν υπάρχει συναλλαγματική, αλλά μια πολύ σοβαρή πολιτική κρίση, σε βαθμό που κάποιοι αναλυτές σκέφτονται και πάλι τον ρόλο του στρατού. Ενας τέτοιος είναι ο Hakan Şahin, ο οποίος έγραψε σχετικό άρθρο στην ιστοσελίδα «Ελευθερία» (serbestiyet), το οποίο ακολουθεί μεταφρασμένο: Τα φυσικά όρια του διλήμματος των αποστράτων.
Οι στρατιωτικοί στην Τουρκία βρίσκονται σε ένα δίλημμα: Να κάνουν κάτι και να αντιμετωπίσουν αύριο τις συνέπειες των παράνομων πράξεών τους ή να υπακούσουν στο αίσθημα της αποστολής, που τους λέει να κάνουν τη ρήξη.
Η περίοδος που ένιωσαν καλύτερα αυτή την ένταση ήταν η περίοδος των δικών των στρατηγών για τις υποθέσεις Βαριοπούλα/Ergenekon. Παρότι τότε οι υψηλόβαθμοι διοικητές δεν φρόντισαν να τους καλύψουν και τους είχαν αφήσει «στη μέση», η κατάσταση που αντιμετωπίζει η χώρα τούς οδηγεί προς τη ρήξη με τους πολιτικούς. Κατέληξα δηλώνοντας ότι αυτό που διαμόρφωσε την πολιτική και κοινωνική στάση των απόστρατων αξιωματικών μετά το 2014 ήταν αυτή η διάθεση της ρήξης.
Ο διάσημος δικηγόρος Jacques Verges μιλά για δύο βασικές στρατηγικές άμυνας στο βιβλίο του «Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση». Η μία από αυτές είναι η υπεράσπιση του καθεστώτος, που βασίζεται στον σεβασμό της καθεστηκυίας τάξης, και το άλλο είναι η υπεράσπιση της ρήξης, που έχει στόχο να οδηγήσει σε μια νέα πραγματικότητα. Αυτό που έκαναν πολλοί από τους στρατηγούς που δικάστηκαν για τις υποθέσεις Βαριοπούλα/Ergenekon ήταν η υπεράσπιση της ρήξης, της σύγκρουσης με την καθεστηκυία τάξη.
Όσοι δίκαζαν θα δικάζονταν και όσοι δικάστηκαν θα διεκδικούσαν το δίκιο τους στο μέλλον. Για τους απόστρατους στρατηγούς που μπήκαν στη φυλακή στην ακμή της σταδιοδρομίας τους, αυτή η εμπειρία ενίσχυσε τη διάθεση της ρήξης.
Για πολλούς η φυλακή έπαιξε σοβαρό και μεταμορφωτικό ρόλο στην κοινωνικοπολιτική τους θέση μετά το 2014. Η φυλακή έγινε ένας χωροχρόνος που τους επέτρεψε, σύμφωνα με τα λόγια του Verges, να συνθέσουν τις ιδεολογίες τους, «τις οποίες κατάφεραν να βγάλουν από την αίθουσα του δικαστηρίου» και να ενισχύσουν το ψυχικό τους σθένος.
Για τους στρατηγούς , ο καθορισμός των φίλων και των εχθρών έγινε με πιο έντονο και ξεκάθαρο τρόπο, σε σχέση με αυτόν που κάνουν οι πολίτες και οι πολιτικοί. Ο Hannah Arendt έγραψε: «Βρίσκουμε στον στρατό ένα είδος δεσμού ομαδικότητας και φιλίας που γίνεται αισθητός πολύ πιο έντονα και αποδεικνύεται πολύ ισχυρότερος από τις μορφές φιλίας στον πολιτικό τομέα». Από αυτή την άποψη, ένα άλλο πράγμα που έγινε πιο ισχυρό στη φυλακή ήταν ο ομαδικός δεσμός και η συνείδηση της φιλίας μεταξύ των στρατηγών. Στην εν λόγω περίοδο πνευματικής συγκέντρωσης, οι απόστρατοι στρατηγοί έκαναν μια ακριβή ανάγνωση της τρέχουσας πολιτικής κατάστασης και συνειδητοποίησαν ότι ο στρατός δεν μπορούσε πλέον να ενεργεί μόνος του ή ως κινητήριος δύναμη, όπως στην περίοδο μεταξύ 1960 και 1997, όταν πραγματοποιήθηκαν τέσσερις στρατιωτικές επεμβάσεις.
Έτσι, προσπάθησαν και έκαναν κάτι που δεν είχαν κάνει ποτέ σε αυτόν τον βαθμό και με αυτόν τον τρόπο μέχρι σήμερα. Ηλθαν σε επαφή και συνήψαν σχέσεις με διάφορους κοινωνικούς/πολιτικούς/γραφειοκρατικούς τομείς.
Επαναπροσδιόρισαν τις σχέσεις τους, δημιούργησαν νέες σχέσεις.
Δημιούργησαν οριζόντιες σχέσεις με πολλά διαφορετικά τμήματα και ομάδες, από εκδοτικούς οίκους μέχρι ακαδημαϊκούς, από δημοσιογράφους μέχρι επιχειρηματίες, από τον κόσμο του αθλητισμού μέχρι καταξιωμένους θεολόγους. Πολλοί από αυτούς έγιναν μέλη ή συνδέθηκαν με διάφορα πολιτικά κόμματα με την πάροδο του χρόνου.
Το μόνο κόμμα με το οποίο δεν προτιμούσαν μια ορατή οργανική σχέση ήταν το AKP. Αν και οι απόστρατοι στρατηγοί ήταν μέλη πολιτικών κομμάτων στο παρελθόν, στα οποία ανέλαβαν ακόμη και διευθυντικές θέσεις, αυτή τη φορά η στάση τους ήταν λίγο διαφορετική από το παρελθόν. Αυτή τη φορά έγιναν «ελεύθερα ηλεκτρόνια» μέσα στα κόμματα στα οποία βρίσκονταν, ικανά να δράσουν εν μέρει ανεξάρτητα από το πρόγραμμα του κόμματος. Το κύριο πράγμα που καθόρισε τη στάση τους δεν ήταν το πρόγραμμα του κόμματος που ανήκαν, αλλά το ήθος και η συναδελφική αλληλεγγύη μεταξύ των αποστράτων. Αυτή η διαδικασία ανάκαμψης και πνευματικής εδραίωσης ήταν επιτυχής, λόγω της πολιτικής συγκυρίας.
Η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, που ξεκίνησε από τη Συρία και υποστηριζόταν από στρατιωτικές δραστηριότητες που εκτείνονταν στο Ιράκ, τη Λιβύη, το Αζερμπαϊτζάν, το Κατάρ και την Ανατολική Μεσόγειο, χρειαζόταν ερμηνευτική υποστήριξη στις τηλεοπτικές οθόνες.
Λόγω της στρατιωτικής τους εμπειρίας, οι απόστρατοι ήταν αυτοί που ανέλαβαν πρώτοι αυτήν την «αποστολή». Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, πολλοί από αυτούς δεν αρκέστηκαν σε αξιολογήσεις των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην τηλεόραση, αλλά άρχισαν να σχολιάζουν και θέματα εξωτερικής αλλά και εσωτερικής πολιτικής, αποκτώντας μια πολιτική φυσιογνωμία. Οι απόστρατοι άρχισαν να εκφράζουν απόψεις σε ένα ευρύ φάσμα εθνικών θεμάτων, που κυμαίνονται από την οικονομία έως τα δικαιώματα των γυναικών.
Αυτό σήμαινε επίσης την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των στρατιωτικών και των μέσων ενημέρωσης, οι οποίες ήταν ισχυρές στο παρελθόν, αλλά επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια των δικών Βαριοπούλα/Ergenekon τη δεκαετία του 2010.
Οι απόστρατοι δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να απολογηθούν για την αρνητική τους στάση στην κυβέρνηση κατά το παρελθόν, ούτε ένιωσαν την ανάγκη να δώσουν εξηγήσεις για τη νέα κατάσταση.
Οι απόστρατοι, από την άλλη, λειτούργησαν ως ένα είδος προστατευτικού μηχανισμού για την αποκατάσταση της φήμης του στρατού, που είχε πληγεί, μετά τις 15 Ιουλίου, στα μάτια της κοινωνίας. Αυτός ο «μηχανισμός επιρροής» των αποστράτων βοήθησε την κυβέρνηση και απέκτησε νομιμοποίηση, αφού υποστήριξε την εθνική αμυντική βιομηχανία, τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στο εσωτερικό και το εξωτερικό, και τις προσπάθειες της κυβέρνησης να καταστεί η Τουρκία περιφερειακή δύναμη και «να διαρρήξει την ιμπεριαλιστική πολιορκία».
Σ’ αυτήν τη σχέση «καζάν-καζάν» μεταξύ αποστράτων και κυβέρνησης ΑΚΡ-ΜΗΡ έπαιξε ρόλο η εθνικιστική πολιτική και πολιτική εθνικής ασφάλειας της συμμαχίας Ερντογάν – Μπαχτσελί.
Ωστόσο, να τονίσουμε ξανά ότι οι στρατηγοί δυσκολεύονται να βρουν τη θέση τους σε ένα σύστημα δούναι και λαβείν, όπως είναι αυτό των πολιτικών. Μάλιστα, όταν οι απόστρατοι στρατηγοί -μπροστά στην αδυναμία να το κάνουν αυτό οι εν ενεργεία- άρχισαν να υψώνουν τις φωνές τους εναντίον της επέκτασης κάποιων πρακτικών της κυβέρνησης σε θεσμούς όπως οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, που μπορεί να ερμηνευτούν ως απομάκρυνση από την παραδοσιακή κοσμική/κεμαλιστική γραμμή, που είναι ζωτικής σημασίας για τους στρατιωτικούς, ήλθαν στην επιφάνεια οι παλιές αναμνήσεις των επεμβάσεων του στρατού στην πολιτική. Για τον Ερντογάν, οι απόστρατοι στρατηγοί ήταν οι τελευταίοι στον κατάλογο εκείνων που έπρεπε να κάνει φίλους του, επειδή ήταν απέναντί τους πολύ καχύποπτος. Ο Ερντογάν δεν ήταν ο μόνος που ήταν δύσπιστος απέναντί τους.
Ο Ακάρ, αναφερόμενος στην ανοικτή επιστολή των αποστράτων ναυάρχων, εξέφρασε τις αμφιβολίες του για τις προθέσεις τους ως εξής: «Προσπαθούμε να καταλάβουμε πώς προέκυψε αυτός ο μηχανισμός. Τι κρύβεται πίσω από αυτό; Θα μπορούσαν να υπάρχουν άλλα πράγματα».
Αυτή τη στιγμή, 14 απόστρατοι στρατηγοί, μεταξύ των οποίων οι πρώην αρχηγοί κλάδων, Çetin Doğan, Çevik Bir, Ahmet Çörekçi, βρίσκονται στη φυλακή με ισόβια κάθειρξη. Σε βάρος των απόστρατων στρατιωτικών που υπέγραψαν τη Διακήρυξη των Ναυάρχων, η μηνυτήρια αναφορά απαιτεί 12 χρόνια φυλάκιση.
Αυτές οι δύο εξελίξεις καθορίζουν σε γενικές γραμμές τα φυσικά όρια των εξισώσεων που καθιέρωσαν οι απόστρατοι μετά το 2014. Πιθανώς, οι απόστρατοι θα συνεχίσουν να επιχειρούν εντός αυτών των ορίων. Το δίδυμο Ερντογάν – Ακάρ έχει το πάνω χέρι στις νέες μορφές που μπορεί να πάρει αυτή η εξίσωση στο μέλλον.