Είναι επικίνδυνο να φοβάσαι τον αντίπαλο κι ακόμα πιο επικίνδυνο να τον υποτιμάς ή να υπερεκτιμάς τη θέση σου. Αυτό ισχύει απόλυτα για τις σχέσεις μας με τον προαιώνιο εχθρό, τους Τούρκους.
Εδώ και καιρό παρακολουθούμε τις αρνητικές εξελίξεις που αφορούν την τουρκική οικονομία και την άγουσα που έχει πάρει η γειτονική χώρα για δανεισμό από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ή από άλλον φορέα ή κράτος, που θα συμπεριφερθεί στον έχοντα ανάγκη όπως οι νικητές στους ηττημένους.
Η περίοδος Ερντογάν είχε τα θετικά της για τη χώρα που στήθηκε πάνω στα πτώματα των λαών που κατεσφάγησαν για να δημιουργηθεί η φενάκη του «τουρκισμού», αλλά είχε -και έχει ακόμα- και τα αρνητικά της. Ένα από αυτά είναι το άνοιγμα πολλών μετώπων με διάφορα κέντρα διεθνούς ισχύος. Η Ιστορία έχει αποδείξει ότι η παράλληλη διεξαγωγή πολλαπλών πολεμικών επιχειρήσεων οδηγεί σε βέβαιη ήττα – κι ο πρόεδρος της Τουρκίας, παρασυρμένος από την υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων του, κάνει αυτό το ολέθριο για εκείνον και το κράτος-συμμορία που διοικεί, λάθος. Τα βάζει με όλους και είναι πεπεισμένος ότι θα νικήσει τους πάντες ή έστω θα αποφύγει, την τελευταία στιγμή, τα χειρότερα από εκείνους που δεν μπορεί να «καταφέρει».
Τα προαναφερθέντα ισχύουν μεν σε απόλυτο βαθμό, αλλά είναι αφελές και επικίνδυνο να θεωρείται η Τουρκία «τελειωμένη» υπόθεση∙ μια χώρα που βρίσκεται σε ανίσχυρη θέση και γι’ αυτό εύκολα αντιμετωπίσιμη. Ούτε ο πληθυσμός της έχει μειωθεί ούτε οι παραγωγικές της δυνατότητες ούτε η αμυντική βιομηχανία της έχει υποστεί στρατηγικό πλήγμα ούτε έχουν επιβάλει οι μεγάλες δυνάμεις κάποια κύρωση σε βάρος της. Οι παγκόσμιοι παίκτες της συμπεριφέρονται λες και είναι κανονική χώρα και όχι ο μαφιόζος της μεσογειακής γειτονιάς, ακριβώς λόγω του μεγέθους και της θέσεώς της.
Ετι δε, δεν είναι απίθανο η Τουρκία ευρισκόμενη σε δύσκολη θέση να προσπαθήσει να εξέλθει της οικονομικής κρίσεως ακολουθώντας την πεπατημένη του πολέμου – κάτι που συνηθίζεται σε τέτοιας φύσεως κρατικά μορφώματα.
Γι’ αυτό ας προσέχουμε και ας προετοιμαζόμαστε…