Επειτα από πολλές εβδομάδες καθυστερήσεων, άρχισε στο Τορόντο η δίκη που θα κρίνει αν ο μεγιστάνας της μόδας Πίτερ Νάιγκαρντ θα αποφυλακιστεί με εγγύηση λόγω προβλημάτων υγείας και θα τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό, μέχρι να δικαστεί αρχικά στον Καναδά και εν συνεχεία στις ΗΠΑ, για υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης δεκάδων γυναικών και ανήλικων κοριτσιών.
Γεννημένος στη Φινλανδία και μεγαλωμένος στη Μανιτόμπα, όπου δημιούργησε την εταιρία μόδας του και έγινε ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον Καναδά, ο Νάιγκαρντ συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 2020 στη Μανιτόμπα κατόπιν αιτήματος των αμερικανικών Αρχών, κατηγορούμενος για δεκαετίες εγκληματικής συμπεριφοράς. Τον περασμένο Οκτώβριο μεταφέρθηκε από τη Μανιτόμπα στο Τορόντο για να δικαστεί για σεξουαλικές επιθέσεις και για παράνομη κράτηση γυναικών σε διαφορετικά περιστατικά που συνέβησαν στο Τορόντο από το 1987 έως το 2006.
Ο ίδιος έχει αρνηθεί όλες τις κατηγορίες και οι δικηγόροι του έχουν καταθέσει αίτημα αποφυλάκισης με εγγύηση για λόγους υγείας. Η εκδίκασή του έχει αναβληθεί δύο φορές για άγνωστους λόγους. Στην ακροαματική διαδικασία, που ξεκίνησε χτες, ο Νάιγκαρντ εμφανίστηκε μέσω zoom φορώντας πορτοκαλιά στολή κρατουμένου και μάσκα.
Λεπτομέρειες της διαδικασίας δεν θα δοθούν ωστόσο στη δημοσιότητα, καθώς έχει εκδοθεί σχετική απαγόρευση από το δικαστήριο του Καναδά. Νομικοί κύκλοι εκτιμούν ότι το αίτημά του θα απορριφθεί, καθώς θεωρούν ότι, αφενός, έχει τα μέσα να διαφύγει και, αφετέρου, οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει στις ΗΠΑ είναι πολύ σοβαρές για να επιτρέψουν την αποφυλάκισή του με εγγύηση.
Την ίδια στιγμή αναμένεται και η απόφαση του γενικού εισαγγελέα του Καναδά αναφορικά με την έκδοσή του στις ΗΠΑ, όπου κατηγορείται πως από το 1995 έως το 2020 χρησιμοποιούσε τον επώνυμο οίκο μόδας του για να επιτίθεται σε ευάλωτες γυναίκες και ανήλικα κορίτσια. «Ο Νάιγκαρντ έκανε επιθέσεις σεξουαλικά διά της βίας σε κάποια από τα θύματά του. Αλλα θύματα δέχονταν επιθέσεις από τους συνεργάτες τους ή ναρκώνονταν για να διασφαλιστεί η συναίνεσή τους στις σεξουαλικές απαιτήσεις του» αναφέρει η ανακοίνωση του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης.