Το πόρισμα με το οποίο είχε αρχειοθετηθεί τον Αύγουστο του 2019 η υπόθεση πιθανής εμπλοκής του Αντώνη Σαμαρά στο σκάνδαλο Novartis όχι μόνο δεν απάντησε στα ερωτήματα που είχαν δημιουργηθεί για τον πρώην πρωθυπουργό, αλλά δημιούργησε επιπλέον ερωτήματα.
- Από τη Μαρία Παναγιώτου
Αναφερόταν, χαρακτηριστικά, σε εκείνο το πόρισμα: «Προέκυψαν ενδείξεις περί του ότι κλείστηκε ραντεβού του Κωνσταντίνου Φρουζή (σ.σ.: πρώην αντιπρόεδρος της Novartis-Hellas) με τον τότε πρωθυπουργό, μέσω της γραμματείας του πρωθυπουργικού γραφείου, ότι ο Κωνσταντίνος Φρουζής εισήλθε στο Μέγαρο Μαξίμου με το αυτοκίνητό του και ότι έφυγε από τα γραφεία της εταιρίας στη Μεταμόρφωση Αττικής, προκειμένου να μεταβεί στο ραντεβού, έχοντας τοποθετήσει μία τσάντα με χρήματα στον χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου».
Ωστόσο, οι εισαγγελείς είχαν αποφασίσει τότε πως δεν προέκυψαν αρκετές ενδείξεις για τη δίωξη του Αντώνη Σαμαρά, επειδή δεν αποδείχτηκε τι ακριβώς έγινε μέσα στο Μαξίμου, δηλαδή δεν προέκυψε η τελική τύχη των χρημάτων. Εν ολίγοις, το σε ποιον και για ποια ακριβώς αιτία παραδόθηκαν τα χρήματα.
Μειδίαμα είχε προκαλέσει και το γεγονός ότι, σύμφωνα με το πόρισμα, οι τραπεζικοί λογαριασμοί του πρώην πρωθυπουργού και συγγενικών του προσώπων είχαν ελεγχθεί για μία μόνο μέρα (!), δηλαδή από 01/04/2018 έως 02/04/2018, και από τα στοιχεία του ελέγχου «δεν προέκυψαν ασφαλή συμπεράσματα ότι τα ερευνώμενα πρόσωπα» προέβησαν εκείνο το 24ωρο σε οικονομικές συναλλαγές, «με αποτέλεσμα τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική ενέργεια». Προφανώς, το συμπέρασμα ότι, επειδή δεν βρέθηκαν συναλλαγές ένα συγκεκριμένο 24ωρο, δεν προέκυψε και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική ενέργεια κατασπαράσσει -με όλους τους τρόπους- την κοινή λογική.
Όπως ακριβώς την κατασπαράσσουν και τα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν στις πράξεις αρχειοθέτησης, που υπογράφει ο οικονομικός εισαγγελέας Παναγιώτης Καψιμάλης, για τους φακέλους που αφορούσαν την πιθανή εμπλοκή του Άδωνι Γεωργιάδη και του Δημήτρη Αβραμόπουλου στο σκάνδαλο Novartis.
Σε σχέση με τον Άδωνι Γεωργιάδη, για παράδειγμα, οι οικονομικοί εισαγγελείς ανέφεραν πως η «αυξομείωση των πιστώσεων στους λογαριασμούς των εταιριών» του «δεν αποτελούν στοιχείο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, καθώς οι πιστώσεις καλύπτονται από τα ακαθάριστα έσοδα των εταιριών». Εύλογα γεννάται το ερώτημα εάν υπήρχε περίπτωση ο Αδωνις Γεωργιάδης να λάμβανε δωροδοκία από τη Novartis και εν συνεχεία να έβαζε τα χρήματα στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εταιριών του.
Ενώ σε σχέση με τον πρώην επίτροπο Δημήτρη Αβραμόπουλο η πράξη αρχειοθέτησης αναφέρει πως «από την ανάλυση των οικονομικών στοιχείων του Δημήτρη Αβραμόπουλου δεν προέκυψαν πιστώσεις που να προέρχονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που να σχετίζονται με την εταιρία Νovartis». Δηλαδή ότι δεν προέκυψαν, όχι πως δεν υπάρχουν. Εύλογα, επομένως, γεννάται πάλι το ερώτημα, υπό το πρίσμα μάλιστα του πορίσματος Σαμαρά, για πόσες μέρες ακριβώς ελέγχθηκαν οι λογαριασμοί του πρώην επιτρόπου αλλά και ποιοι λογαριασμοί ελέγχθηκαν;
Και τα παραπάνω ερωτήματα προκαλούν νέα ερωτήματα για κάποιους λειτουργούς της Δικαιοσύνης, που εγκαθιστούν καθεστώς ατιμωρησίας για όλα τα μεγάλα σκάνδαλα, με το σταθερό επιχείρημα πως δεν μπορούν να βρουν ακριβώς πού βρίσκονται τα χρήματα-προϊόντα δωροδοκιών και γενικά εγκληματικών ενεργειών. Ιδίως μάλιστα από τη στιγμή που κάποιοι άλλοι λειτουργοί της Δικαιοσύνης μοιάζει να έχουν διαφορετική άποψη σε σχέση με όλες αυτές τις αποφάσεις αρχειοθέτησης και τα απαλλακτικά βουλεύματα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μία εκ των επικούρων εισαγγελέων της Οικονομικής Εισαγγελίας, η οποία, σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν κι εκείνη που ερεύνησε τις δύο αυτές τελευταίες υποθέσεις πολιτικών προσώπων και η οποία φαίνεται πως διαφώνησε με τις πράξεις αρχειοθέτησης. Στο πόρισμά της, μάλιστα, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, αναφέρει πως έπρεπε να ζητηθεί η άδεια της Βουλής και να κληθεί ο Αδωνις Γεωργιάδης σε εξηγήσεις.
Κάτι θα είδε, στα σίγουρα, η εισαγγελική λειτουργός, το οποίο αποφάσισαν να αγνοήσουν οι υπόλοιποι εισαγγελείς.
Όπως κάτι είδε και ο εισαγγελέας στο απαλλακτικό βούλευμα του Νίκου Μανιαδάκη, στο οποίο έχει ασκηθεί έφεση από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, αφού αποδεχόταν πως ο Νίκος Μανιαδάκης ζήτησε και έλαβε σε δύο περιπτώσεις χρήματα από τη φαρμακευτική εταιρία και αφού παρακράτησε το ποσοστό του, έδωσε τα υπόλοιπα στον βουλευτή του ΚΙΝ.ΑΛ. Ανδρέα Λοβέρδο, στον οποίο εξάλλου έχει ήδη ασκηθεί δίωξη. Όπως αποδεχόταν και πως ο καθηγητής έστελνε απευθείας e-mail στον τότε υπουργό Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη με προσχέδια υπουργικών αποφάσεων για την τιμολόγηση φαρμάκων που ευνοούσαν την ελβετική φαρμακοβιομηχανία.
Όπως κάτι είδε και η εισαγγελέας Πρωτοδικών Ελένη Μιχαλοπούλου, η οποία στην εισήγησή της προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο εισηγήθηκε να παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων ο Κωνσταντίνος Φρουζής, επειδή όχι μόνο επειδή «ξέπλενε» το «μαύρο» χρήμα της Novartis μέσω διαφημιστικών εταιριών, αλλά επειδή ήταν αυτός που δωροδοκούσε -μεταξύ άλλων- και πολιτικά πρόσωπα.
Όπως κάτι πιθανότατα θα δει και ο Ευρωπαίος εισαγγελέας, στον οποίο είναι βέβαιο πως θα φτάσει η υπόθεση για εξέταση. Ας μην ξεχνάμε πως η Ελλάδα είναι χώρα αναφοράς στην τιμή του φαρμάκου, που σημαίνει πως οι τιμές που ισχύουν στη χώρα μας επηρεάζουν τις τιμές σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι απίθανο να μη θελήσουν να εξετάσουν οι εισαγγελείς την υπόθεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να μάθουν τι ακριβώς συνέβη στη χώρα μας και το οποίο σίγουρα επηρέασε ολόκληρη την Ευρώπη. Ειδικά από τη στιγμή που η Novartis έχει κληθεί και θα πληρώσει 340.000.000 δολάρια στις ΗΠΑ για αθέμιτες πρακτικές ειδικά στην Ελλάδα.
Κάπως έτσι, ίσως μάθουμε κι εμείς κάποια στιγμή πως διάφορα συμπολιτευόμενα μέσα ενημέρωσης γνώριζαν ήδη από τον Σεπτέμβριο ότι η Οικονομική Εισαγγελία πρόκειται σύντομα να αρχειοθετήσει τους φακέλους των δύο πολιτικών. Αλλά και γιατί άφηναν να διαρρεύσει πως ο επικεφαλής της Οικονομικής Εισαγγελίας, Χρήστος Μπαρδάκης, έχει ζητήσει την «άμεση περαίωση της έρευνας για τον Αδωνι Γεωργιάδη και τον Δημήτρη Αβραμόπουλο», ακόμη και προτού φτάσουν οι απαντήσεις από τις δικαστικές συνδρομές που έχει ζητήσει η χώρα μας για την υπόθεση στο εξωτερικό.