Θυμάμαι στις αρχές της δεκαετίας του ’80 -θα σας γελάσω για τη χρονιά- να επιστρέφω μαζί με δυο φίλους, φοιτητές τότε όλοι μας, από μια κυνηγετική εκδρομή στην εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας.
- Από τον Γιώργο Χαρβαλιά
Μας είχε πιάσει μια ακατάπαυστη χιονοθύελλα από το ύψος του Μαρτίνου και το ταλαιπωρημένο Citroen που μας μετέφερε, παρέα με ένα χαζούλι πόιντερ, αγκομαχούσε στην ανηφόρα του Θεολόγου, που είχε ήδη πιάσει αρκετούς πόντους χιόνι.
Η κατάσταση βελτιώθηκε λίγο μετά την Υλίκη, αλλά φθάνοντας προς Μαλακάσα ήρθαμε αντιμέτωποι με το χάος. Ατελείωτες ουρές αυτοκινήτων και… στοπ. Πλήρης ακινητοποίηση.
Παιδιά ήμασταν, το πήραμε στην πλάκα. Όσο περνούσαν όμως οι ώρες, άρχισαν να μας ζώνουν τα φίδια. Πλησίαζε το σκοτάδι και το χιόνι δεν έλεγε να σταματήσει. Οδηγοί και επιβάτες είχαν βγει από τα αυτοκίνητα προσπαθώντας να σκεφτούν τι θα κάνουν. Η Τροχαία είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά. Και τότε ως διά μαγείας… ήρθαν «τα στρατά»! Φαντάροι και αξιωματικοί με τις ίδιες στολές παραλλαγής σαν τους σημερινούς. Μόνο που δεν μας μοίρασαν κρουασάν. Μας έβαλαν στη σειρά, νέους, γέρους και παιδιά, για να μας οδηγήσουν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μαλακάσας, που ήταν λίγα χιλιόμετρα πιο εκεί.
Τους πιο ανήμπορους τους βοηθούσαν. Εμείς κι ο σκύλος δεν είχαμε ανάγκη. Περπατούσαμε με τα ντουφέκια υπό μάλης, ανταλλάσσοντας αστεία. Βλέποντας όμως εκείνη την ατελείωτη πομπή να περπατάει μέσα στο χιόνι, μου ήρθαν στον νου σκηνές από την τουρκική ταινία «Yol» («Ο δρόμος»), που παιζόταν εκείνη την περίοδο στις αθηναϊκές αίθουσες. Με ταλαίπωρους να σέρνουν τα βήματά τους στα χιονισμένα μονοπάτια του ορεινού Κουρδιστάν. «Πω-πω, Τουρκία μάς καταντήσανε» σκέφτηκα. Αλλά όταν έφτασα στον σταθμό και μπήκαμε στον συρμό, πακτωμένοι, έστω, σαν σαρδέλες, τα ξέχασα όλα. Ακόμη δεν θυμάμαι πώς φτάσαμε σπίτια μας από το κέντρο της Αθήνας όπου μας άφησε το τρένο (χωρίς εισιτήριο, εννοείται…). Νομίζω λιγότερο από όλους ταλαιπωρήθηκε ο σκύλος…
Το αυτοκίνητο το πήραμε δυο μέρες μετά, όταν είχε την καλοσύνη να μας πάει στη Μαλακάσα ένας φίλος με τζιπ και αλυσίδες. Ο δρόμος όμως είχε ήδη ανοίξει. Από «τα στρατά».
Μου ξανάρθε, όπως αντιλαμβάνεστε, στη θύμηση αυτό το περιστατικό, με τα χάλια των προηγούμενων ημερών. Ποία η διαφορά με τη δεκαετία του ’80; Απολύτως καμία. Μόνο που τότε το κυκλοφοριακό «μπλακάουτ» είχε προκύψει στη Μαλακάσα, που έχει και κάποιο υψόμετρο. Και όχι στην Αττική Οδό, ένα πολύ μεταγενέστερο οδικό σύμπλεγμα που θεωρείται από τα πιο σύγχρονα στην Ευρώπη και βρίσκεται στην καρδιά του αστικού ιστού.
Τι έκανε η τότε κυβέρνηση για να απεγκλωβίσει τον κόσμο; Εβγαλε «τα στρατά». Τι έκανε η σημερινή κυβέρνηση, σαράντα χρόνια αργότερα; Ακριβώς το ίδιο. Στο κέντρο όμως της πρωτεύουσας. Εβγαλε τα ΕΚΑΜ για να κάνουν μια δουλειά που θα μπορούσε να είχε αναλάβει και το τελευταίο σώμα προσκόπων. Και μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές οι φαντάροι μας σκούπιζαν το χιόνι σαν παραδουλεύτρες στους δρόμους μιας ιδιωτικής εταιρίας!
Θα περίμενε κανείς να έχουν αλλάξει λίγο τα πράγματα μέσα σε τέσσερις δεκαετίες. Δυστυχώς δεν έχει αλλάξει τίποτα. Μόνο το θράσος και η ξετσιπωσιά αυξάνονται. Στο πολιτικό προσωπικό της χώρας. Και στα αγορασμένα μέσα ενημέρωσης.
Μια συγγνώμη και τελειώσαμε. Ο πρωθυπουργός, ο πιο υπερτιμημένος της Μεταπολίτευσης, «μαθαίνει ακόμη από τα λάθη». Τα δικά του, των προηγούμενων, των οπλαρχηγών του ’21 και των… αρχαίων ημών προγόνων. Εκπαιδεύεται στις… πλάτες μας. Αλλά έχει στρατιές πληρωμένων «θαυμαστών» να τον δικαιολογούν. Ακόμη και τώρα.
Φταίει ο Πατούλης, δεν φταίει ο… Κούλης, λέει το μότο. Το πιάσαμε. Αξιος ο μισθός των χειροκροτητών. Αλλά σε ποιον ανήκει, ρε παιδιά, η απόφαση αν θα σταματήσει η κυκλοφορία σε έναν δρόμο, αν θα είναι υποχρεωτική η χρήση αλυσίδων και στο τέλος τέλος αν θα κηρυχθεί η χώρα σε αργία για να απαγορευτούν οι μετακινήσεις; Στην Περιφέρεια Αττικής; Ή στους Ολλανδούς που διαχειρίζονται πλέον την Αττική Οδό; Όχι, αγαπητοί μου. Κυβερνητικές είναι αυτές οι αποφάσεις. Στην Τροχαία ανήκουν τα ήσσονος και στον ίδιο τον πρωθυπουργό τα μείζονος. Αρκετό «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» έχουμε ζήσει το τελευταίο διάστημα με την πανδημία. Τι θα πείραζε δηλαδή αν (προ)βλέποντας την επερχόμενη βαρβάτη χιονοκαταιγίδα η χώρα έμπαινε σε αργία από τη Δευτέρα; Στα σίγουρα, αφού ο κρατικός μηχανισμός δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τέτοιες καταστάσεις αλλιώς.
Δεν το έπραξε λοιπόν εγκαίρως ο κύριος Μητσοτάκης, γιατί σε αυτή την περίπτωση φοβήθηκε το πολιτικό κόστος. Μην του πουν ότι ακινητοποίησε τη χώρα για… false alarm.
Τώρα η πρωτεύουσα και οι συγκοινωνίες της νέκρωσαν για τέσσερις μέρες, όχι μία. Τα χιόνια πάγωσαν και με τα παρατημένα αυτοκίνητα δεξιά και αριστερά ο καθαρισμός των δρόμων έγινε πραγματικός βραχνάς.
Λύση επομένως υπήρχε. Ειδικά για μια κυβέρνηση που λόγω ευθυνοφοβίας έχει μεταβάλει σε δόγμα την πρόληψη: το καλοκαίρι με τις φωτιές «εκκενώσεις» και τον χειμώνα με τα χιόνια «μένουμε σπίτι»…
Το σφάλμα είναι πολιτικό λοιπόν και ανήκει εξ ολοκλήρου στον Μητσοτάκη και στους συναρμόδιους υπουργούς, πρωτίστως σε αυτόν τον ανεκδιήγητο τον Στυλιανίδη που ήρθε να σώσει την πρωτεύουσα, χωρίς να ξέρει κατά πού πέφτει η Κάντζα και πού η Πετρούπολη.
Όλες αυτές οι υπουργάρες λοιπόν, ξέροντας τα χάλια του κρατικού μηχανισμού, έπρεπε να έχουν εισηγηθεί την προληπτική απαγόρευση κυκλοφορίας. Τη Δευτέρα. Οχι εκ των υστέρων.
Βεβαίως, τζάμπα κουραζόμαστε. Δεν θα ακούσετε ποτέ στα μπουκωμένα κανάλια και δεν θα διαβάσετε ποτέ στις καθεστωτικές εφημερίδες τη φράση «φταίει ο Μητσοτάκης». Πιο πιθανό είναι να ακούσετε ότι φταίει ο Τσίπρας, ο αφιλότιμος, που δεν πρότεινε εγκαίρως να κλείσουν οι δρόμοι… Φταίει και ο Σπίρτζης που τότε με την «Αριάδνη» είχε κρατήσει τους δρόμους ανοιχτούς και ταλαιπώρησε τα μηχανήματα…