Πως να χαρακτηρίσει κανείς την χώρα και την εξουσία -εκτελεστική και δικαστική – όπου ενώ υπάρχουν Νόμοι δεν τηρούνται και αυτοί που τους παραβιάζουν δεν ελέγχονται και δεν τιμωρούνται;
Αυτές τις μέρες γινόμαστε πάλι μάρτυρες μιας διαφημιστικής εκστρατείας όπου μια εφημερίδα σε συνεργασία με μια επιχείρηση super market, δίνει επιταγή 5 ευρώ για αγορές στην συγκεκριμένη αλυσίδα. Και μάλιστα, με την αιγίδα του αρχιεπισκόπου, όπως αναφέρεται σαφώς στην ανακοίνωση αλλά και το προωθητικό κουπόνι. Το είδαμε κι αυτό!
Αναρωτιόμαστε, ποιος ωθεί τον αρχιεπίσκοπο τη μία να φωτογραφίζεται με τον Φουρθιώτη και από την άλλη να «ευλογεί» τα κουπόνια του Κουρτάκη…
Είμαστε αιθεροβάμονες εάν διατυπώσουμε την απορία για το εάν όλη αυτή η διαδικασία ελέγχεται από τις αρμόδιες αρχές; Υπουργείο Ανάπτυξης, Τράπεζα της Ελλάδας, Οικονομική Αστυνομία, Επιτροπή Ανταγωνισμού; Όταν μάλιστα οι μνήμες της Carrefour είναι ακόμα νωπές;
Το Σύνταγμα της χώρας και η Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 128, παρ. 2) ορίζουν με ρητό και κατηγορηματικό τρόπο το ποιος έχει το δικαίωμα έκδοσης χρήματος. Μετά την εισαγωγή του Ευρώ, το έχει η ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) και δύναται να εξουσιοδοτεί τα κράτη – μέλη μέσω των κεντρικών τραπεζών τους.
Από πού προκύπτει ότι μια εφημερίδα μπορεί να τυπώνει κουπόνια ισοδύναμα με χρήμα;
Θεωρητικά θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ότι είναι μια προωθητική ενέργεια της συμβαλλόμενης εμπορικής αλυσίδας εάν αυτή κατέθετε προηγουμένως, κατά τρόπο αναμφισβήτητο και ασφαλή, το ισόποσο της όλης καμπάνιας σε ειδικό λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδος. Όταν όμως δεν συμβαίνει αυτό και μπορεί οποιοσδήποτε να τυπώσει αναρίθμητα τέτοια κουπόνια – ακόμη και εκτός εφημερίδος αφού δεν έχουν καμία δικλείδα γνησιότητας και ασφάλειας – τότε, πέραν της προφανούς παραβίασης των κανόνων ανταγωνισμού, μιλάμε κυριολεκτικά, για υποκατάσταση της Τραπέζης της Ελλάδος στην έκδοση χαρτονομίσματος και περιμένουμε από τα αρμόδια όργανά της να πράξουν τα δέοντα και να διακόψουν πάραυτα αυτές τις πρακτικές που αν μη τι άλλο νοθεύουν τον υγιή ανταγωνισμό.
Η ύπαρξη κουπονιών που αντιστοιχούν σε χρηματική αξία δεν είναι διαφημιστικό τρικ, αλλά δημιουργία χρήματος η οποία πρέπει να ελέγχεται φορολογικά και οικονομικά. Κάθε κουπόνι ουσιαστικά είναι επιταγή χρήματος και πρέπει να ελέγχεται.
Εκτός όμως από το πιθανό αδίκημα της παράνομης έκδοσης χαρτονομίσματος , πιθανόν να υφίσταται και διαδικασία παραγωγής μαύρου χρήματος, για να πληρωθούν τι είδους άραγε συναλλαγές.
Κάλλιστα μπορεί η οποιαδήποτε εμπορική αλυσίδα να αφαιρεί χρήματα από το ταμείο της και να τα αντικαθιστά με κουπόνια. Ομοίως και η εφημερίδα ή οποιοσδήποτε τρίτος, αφού όπως προαναφέραμε δεν υπάρχει δικλείδα γνησιότητας και ασφάλειας, μπορεί να τυπώσει όσα κουπόνια θέλει και να τα προσκομίσει προς εξαργύρωση στα ταμεία των καταστημάτων. Μην ισχυριστεί κανείς ότι θα πρέπει να ψωνίζει προϊόντα μεγαλύτερης αξίας διότι αφελείς δεν είμαστε. Μια χαρά προώθηση μπορεί να γίνεται σε εμπόρους και εν γένει ενδιαφερόμενους.
Το «έργο» γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον όταν το πρακτορείο τύπου μπορεί να «καλύπτει» με «πωλήσεις» οποιοδήποτε αριθμό φύλων θέλει η όποια εκδότρια εφημερίδα.
Πόσο μάλλον αν υπάρχει μετοχική αλλά και διαχειριστική σχέση εκδότη και πρακτορείου!
Όπως θα έλεγε και ο Μαρξ, η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα…