Αμόκ παραλογισμού φαίνεται ότι έχει καταλάβει τον Θάνο Πλεύρη. Δεν εξηγείται διαφορετικά η εμμονή του υπουργού Υγείας στις αναστολές συμβάσεων και απολύσεις των ανεμβολίαστων υγειονομικών, την ώρα που η χώρα θρηνεί πλέον σε καθημερινή βάση 100 θανάτους.
Είναι γεγονός, μάλιστα, ότι η στάση του υπουργείου απέναντι στους ανεμβολίαστους γιατρούς και νοσηλευτές του ΕΣΥ, που βρίσκει ερείσματα στο πρωθυπουργικό περιβάλλον και το Μαξίμου, έχει γονατίσει τα νοσοκομεία. Ωστόσο, το ότι ο νόμος 4820/2021 βάζει στη μέγκενη των αναστολών και τους ιδιώτες γιατρούς είχε περάσει στα ψιλά.
Στην πραγματικότητα, στο στόχαστρο της Αριστοτέλους έχουν μπει πλέον για τα καλά και οι ιδιώτες γιατροί, οι οποίοι καλούνται να κλείσουν τα ιδιωτικά τους ιατρεία σε όλη την επικράτεια και να σταματήσουν να περιθάλπουν χιλιάδες ασθενείς, καθιστώντας έτσι ορατό τον κίνδυνο διάλυσης και της στοιχειώδους πρωτοβάθμιας φροντίδας που διαθέτει η χώρα.
Το «καπρίτσιο»
Η εξέλιξη αυτή κινδυνεύει να τινάξει στον αέρα την όποια άμυνα διαθέτουμε απέναντι στην πανδημία του κορωνοϊού, αφήνοντας χιλιάδες πολίτες έρμαια της υπερμεταδοτικής Ομικρον αλλά και της μετάλλαξης Δέλτα, η οποία συνεχίζει να στέλνει στις Εντατικές δεκάδες συνανθρώπους μας που νοσούν.
Πρακτικά, η επιλογή του υπουργείου Υγείας να βγάλει από το σύστημα τουλάχιστον 15.000 γιατρούς και νοσηλευτές (στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα) ισοδυναμεί με μια συνειδητή απόφαση της κυβέρνησης να εγκαταλείψει τους πολίτες στο έλεος του κορονοϊού, για να δείξει πως δεν θα κάνει πίσω από την ικανοποίηση ενός πολιτικού της «καπρίτσιου». Και αν αυτό το κυβερνητικό «καπρίτσιο» με την εκδίωξη των γιατρών από τα νοσοκομεία μπορούσε για πολλούς να δικαιολογηθεί στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 2021, σήμερα μοιάζει όχι μόνο ακατανόητο, αλλά και εγκληματικό, καθώς το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ότι πεθαίνουν άνθρωποι χωρίς να έχουν την απαιτούμενη φροντίδα.
Το υψηλό ποσοστό ανεμβολίαστων είναι πράγματι ένα σημαντικό πρόβλημα. Ομως, σήμερα, το μεγαλύτερο πρόβλημα, που σχετίζεται άμεσα και με την υψηλή θνησιμότητα, προέρχεται από το γεγονός πως οι ασθενείς προσέρχονται με καθυστέρηση στα νοσοκομεία και, όταν αυτό γίνεται, δεν λαμβάνουν τη δέουσα περίθαλψη από τους «γονατισμένους» γιατρούς του ΕΣΥ.
Πάνω σε αυτό το θέμα, λοιπόν, η κυβέρνηση δεν λειτουργεί ως κυματοθραύστης, αλλά ως επιταχυντής της κρίσης: πρώτον, διότι θέτει εκτός τους οικογενειακούς ιδιώτες γιατρούς οι οποίοι καλύπτουν τα κενά που δημιουργεί η απουσία της πρωτοβάθμιας φροντίδας και, δεύτερον, διότι επιτείνει την υποστελέχωση των νοσοκομείων και την απουσία έμπειρων γιατρών.
Και αν αυτό φαντάζει ως ένα ακόμα μεγάλο πρόβλημα για την Αττική, για την περιφέρεια μοιάζει με υγειονομική καταστροφή. Αραγε, έχει υπολογίσει το υπουργείο Υγείας τι θα συμβεί στα απομακρυσμένα χωριά, όπου κατά κύριο λόγο κατοικούν ηλικιωμένοι άνθρωποι, αν κλείσει το ιατρείο της περιοχής;
Ηδη, σύμφωνα με την Espreso, σε πολλές επαρχιακές πόλεις το κλείσιμο των ιδιωτικών ιατρείων των ανεμβολίαστων γιατρών έχει προκαλέσει βραχυκύκλωμα στις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες στην πραγματικότητα στερούνται αυτού που ονομάζουμε «οικογενειακό γιατρό». Ομως, ο υπουργός Υγείας θα πρέπει να εξηγήσει κάτι ακόμη: Υπάρχει άλλη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση η οποία οδηγεί τους υγειονομικούς της σε απολύσεις εξαιτίας του εμβολιασμού; Η απάντηση είναι αρνητική και γι’ αυτό, όπως μαθαίνουμε, υπάρχουν δεκάδες Ελληνες γιατροί οι οποίοι προσφέρουν ήδη τις υπηρεσίες τους σε άλλα εθνικά συστήματα υγείας στην Ευρώπη.
Η χώρα θρηνεί καθημερινά πάνω από 100 ανθρώπους, οι θάνατοι ανά εκατομμύριο πολιτών έχουν χτυπήσει κόκκινο καθιστώντας την Ελλάδα «πρωταθλήτρια» στη δυτική Ευρώπη, και μόνο τον Ιανουάριο θρηνήσαμε πάνω από 2.700 ψυχές. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση, που μπορεί να χαρακτηριστεί υγειονομικό χάος, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και προσωπικά ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης εμφανίζονται περισσότερο ως αρνητές της πραγματικότητας παρά ως πολιτικοί που προσπαθούν να λύνουν προβλήματα.