Ενώ η Ουάσινγκτον του Τζο Μπάιντεν μαδά τη μαργαρίτα του πολέμου –η Ρωσία θα εισβάλει, δεν θα εισβάλει στην Ουκρανία-, η Μόσχα κερδίζει χρόνο και διασπά το ευρωπαϊκό μέτωπο, διαβουλευόμενη ανοιχτά με Ευρωπαίους ηγέτες για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης και παράλληλα διασφαλίζει τα νώτα της με λεόντειες ενεργειακές συμφωνίες με την Κίνα.
- Από την Κύρα Αδάμ
Ο ήπιος φετινός χειμώνας στην Ευρώπη, όμως, εξασθενεί το ρωσικό όπλο της διακοπής του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Το Παρίσι και το Βερολίνο αντιστέκονται στα τύμπανα πολέμου των ΗΠΑ, διότι κανένας Ευρωπαίος ηγέτης δεν θέλει να μετατραπεί επί των ημερών του το ευρωπαϊκό έδαφος σε πεδίο ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης ΗΠΑ – Ρωσίας στον 21ο αιώνα.
Ούτε και θέλουν η Ευρώπη «να πληρώσει το μάρμαρο» μιας πιθανής αμερικανικορωσικής αναμέτρησης σε ευρωπαϊκό έδαφος, με βαρύτατες επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία, στη βιομηχανία και στο βιοτικό επίπεδο των Ευρωπαίων πολιτών, λόγω των αμερικανικών οικονομικών κυρώσεων στη Μόσχα και κυρίως της ενεργειακής κρίσης που θα προκαλέσει με το κλείσιμο της στρόφιγγας του ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Ο τρέχων μήνας Φεβρουάριος είναι μήνας αναμονής εξελίξεων, καθώς η Μόσχα ασκεί την προεδρία του Σ.Α. και περιμένει τη λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων στο Πεκίνο, προτού αποφασίσει τι θα κάνει στην Ουκρανία – με την κυβέρνηση Μπάιντεν να επιθυμεί διακαώς μια ρωσική εισβολή. Όμως, η Μόσχα του Βλαντιμίρ Πούτιν δοκιμάζει -πολύ προσεκτικά- συμβιβαστικές λύσεις, οι οποίες δεν θα πλήξουν ούτε τη ρωσική εθνική ασφάλεια ούτε το γόητρό της, αλλά και δεν θα «ταπεινώσει» πλήρως τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με απολύτως αξιόπιστες διπλωματικές πηγές, κατά την τελευταία συνάντηση Μπλίνκεν – Λαβρόφ ο Ρώσος ΥΠΕΞ, επαναλαμβάνοντας τη θέση ότι η Ρωσία δεν θέλει να εισβάλει στην Ουκρανία, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο μεταφοράς ρωσικών δυνάμεων στην ανατολική Ουκρανία για την ένωση της Κριμαίας με τα ρωσικά εδάφη, με άλλα λόγια μια μικρή εισβολή στη ρωσόφιλη ανατολική Ουκρανία και «ένταξή της» στη Ρωσία. Σε «αντάλλαγμα» η Μόσχα θα άφηνε ελεύθερη την ένταξη της κουτσουρεμένης Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, με το Κίεβο, όμως, να χάνει τη διέξοδό του στη Μαύρη Θάλασσα, περικυκλωμένο αυτή τη φορά από τη Ρωσία και «πεθαμένο ενεργειακά», αφού το ρωσικό φυσικό αέριο δεν θα «ξαναπατήσει το πόδι του» στη νατοϊκή Ουκρανία.
Αυτή η εξέλιξη αποκλιμάκωσης της κρίσης ίσως προκάλεσε εκείνη τη δημόσια μικρή φράση Μπάιντεν περί μικρής εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, που έστειλε στον ψυχίατρο τη μισή αμερικανική κυβέρνηση. Αυτό το σενάριο αποκλιμάκωσης της έντασης, με ρωσική κατάληψη ολόκληρης της Κριμαίας και ένταξη της «κουτσουρεμένης» Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, επανέλαβε ο Βλαντιμίρ Πούτιν στον Μακρόν, συνομιλώντας επί πέντε ώρες σε αυτό το τεράστιο τραπέζι-τραμπάλα και αναφερόμενος σε αναγκαίο συμβιβασμό στις δημόσιες δηλώσεις του.
Σύμφωνα με ακριβείς διπλωματικές πηγές, ο κ. Πούτιν εξήγησε στον κ. Μακρόν ότι, αν η Ουκρανία μπει στο ΝΑΤΟ και επομένως περικυκλωθεί η Ρωσία και απειληθεί η εθνική ασφάλειά της, τότε η Μόσχα θα είναι υποχρεωμένη να καταλάβει ολόκληρη την Κριμαία και να αποκόψει την υπόλοιπη Ουκρανία από την πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα, με αποτέλεσμα το ΝΑΤΟ να έχει πρόσβαση στην Ουκρανία μόνο μέσω Ρουμανίας. Και ο Ρώσος πρόεδρος συνέχισε: «Αν ο Μπάιντεν βάλει την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ, τότε η σύγκρουση θα είναι χωρίς νικητή, αλλά αυτή που θα καταστραφεί είναι η Ευρώπη» Ο Γάλλος πρόεδρος δεν απέρριψε, ούτε δέχτηκε τίποτα, αλλά έδειξε κατανόηση στις συνομιλίες για τους φόβους περικύκλωσης της Ρωσίας από το ΝΑΤΟ και επέμεινε δημοσίως ότι δεν υπάρχει ασφάλεια για τους Ευρωπαίους, αν δεν υπάρχει ασφάλεια για τη Ρωσία.
Στις 8 Φεβρουαρίου, στο Βερολίνο, μία ημέρα μετά την επίσκεψη Μακρόν στη Μόσχα και μόλις είχε επιστρέψει ο καγκελάριος Σολτς από την αποτυχημένη συνάντησή του με τον πρόεδρο Μπάιντεν στην Ουάσινγκτον, οι ηγέτες της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Πολωνίας, κ. Σολτς, Μακρόν και Ντούντα, έστειλαν το δικό τους τελεσίγραφο, όχι στη Μόσχα, αλλά στην Ουάσινγκτον: Οι τρεις ευρωπαϊκές νατοϊκές χώρες δήλωσαν ενωμένες να αποτρέψουν τον πόλεμο «μέσω της διπλωματίας και καθαρών μηνυμάτων». Είχε προηγηθεί η αποτυχημένη συνάντηση Μπάιντεν και Σολτς στον Λευκό Οίκο, με τον Αμερικανό πρόεδρο να πιέζει τον Γερμανό καγκελάριο να δηλώσει δημοσίως ότι η Γερμανία θα καταργήσει αυτοβούλως τον αγωγό ρωσικού φυσικού αερίου Nord Stream 2 ως μέρος των κυρώσεων στη Μόσχα.
Στην πραγματικότητα, ο Μπάιντεν πίεσε τον Σολτς να στραφεί δημοσίως εναντίον των γερμανικών ενεργειακών συμφερόντων και της συνολικής γερμανικής πολιτικής που έχει συναινέσει στην κατασκευή του ρωσικού αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2. Ο Σολτς δεν του έκανε τη χάρη, δεν δήλωσε τίποτα, με αποτέλεσμα ο ίδιος ο Μπάιντεν να ανακοινώσει μόνoς του την κατάργηση αγωγού φυσικού αερίου… σε άλλο κράτος.
Η τριμερής συνάντηση στο Βερολίνο ήταν το πρώτο ηχηρό φρένο στην υπεροπτική πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στους Ευρωπαίους, που υποτίθεται ότι θα ακολουθούσαν αδιαμαρτύρητα την Ουάσινγκτον στην επαναφορά του Ψυχρού Πολέμου με τη Ρωσία στο ευρωπαϊκό έδαφος και μάλιστα με απειλή γενικευμένης σύρραξης. Ουδείς μέχρι στιγμής μπορεί να εξηγήσει πειστικά γιατί η ομάδα του Τζο Μπάιντεν επέλεξε να αναθερμάνει την αμερικανική κόντρα με τη Ρωσία, χρησιμοποιώντας το ευαίσθητο θέμα της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και γνωρίζοντας εκ των προτέρων τη θερμή αντίδραση της Ρωσίας, με τους 100.000 στρατιώτες στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα και την ανάπτυξη ρωσικών οπλικών συστημάτων -μεταξύ των οποίων και οι S-400- στα εδάφη των γειτονικών προς την Ουκρανία κρατών.
Ουδείς ακόμα μπορεί να εξηγήσει γιατί η στενή ομάδα αποφάσεων του Τζο Μπάιντεν υποβάθμισε -μέχρι σημείου περιφρόνησης και προσβολής- τις αναμενόμενες αντιδράσεις των βασικών Ευρωπαίων νατοϊκών συμμάχων, όπως το Βερολίνο, το Παρίσι και η Ρώμη, που δεν θέλουν να πληγούν οι διμερείς οικονομικές σχέσεις τους με τη Μόσχα, από τις βαριές αμερικανικές οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας και κυρίως δεν επιθυμούν μια καταστροφική ενεργειακή κρίση που θα την πληρώσει το πορτοφόλι των Ευρωπαίων και θα χρειαστούν πολλά δύσκολα χρόνια έως ότου επέλθει μια πιθανή νέα «ενεργειακή Γιάλτα» στην Ευρώπη, με υποχώρηση του ρωσικού φυσικού αερίου (καλύπτει αυτή τη στιγμή το 40% των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης) και επέλαση του αμερικανικών συμφερόντων LNG στην Ευρώπη.
Η κόκκινη αρκούδα και ο δράκος
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει επωφεληθεί τη δυσαρμονία ανάμεσα στους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους συμμάχους, και στράφηκε πολύ προσεκτικά προς την Κίνα, ενισχύοντας για 20 και πλέον έτη την ενεργειακή συνεργασία Μόσχας – Πεκίνου. Στην πρόσφατη συνάντηση Πούτιν – Σι Τζινπίνγκ στο Πεκίνο, στο μακροσκελές κοινό ανακοινωθέν δεν κατονομάζεται η Ουκρανία, αναφέρονται όμως πολλαπλώς αρνητικά οι ΗΠΑ. «Η φιλία ανάμεσα στα δύο κράτη δεν έχει όρια και δεν υπάρχουν απαγορευμένες περιοχές συνεργασίας. Η Ρωσία και η Κίνα αντιστέκονται σε προσπάθειες εξωτερικών δυνάμεων να υποβαθμίσουν την ασφάλεια και τη σταθερότητα στις κοινές γειτνιάζουσες περιοχές, σκοπεύουν να αντιμετωπίσουν την ανάμειξη εξωτερικών δυνάμεων στις εσωτερικές υποθέσεις κυρίαρχων κρατών με οποιαδήποτε πρόφαση, αντιτίθενται σε χρωματισμένες επαναστάσεις και θα αυξήσουν τη συνεργασία τους στις προαναφερθείσες περιοχές», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Η κινεζική υποστήριξη στη Ρωσία φάνηκε στην πρόσφατη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, στο οποίο η Κίνα υποστήριξε ευθέως τις νομικές ανησυχίες ασφαλείας της Ρωσίας και η αμερικανική επιχείρηση στριμώγματος της Ρωσίας πήγε στον βρόντο.
Στο κάδρο, βεβαίως, μπαίνει και η Τουρκία, με έναν αμφίβολο ρόλο επιτήδειου ουδέτερου ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Ο Ερντογάν και καλύτερα οι επόμενοι ηγέτες δεν τα έβαλαν καθόλου με την Ουάσινγκτον, που πλήττει την «αδελφή χώρα» Ρωσία, και γι’ αυτό η Άγκυρα πήρε κάποια «μικρά δωράκια», όπως η παύση των επιθέσεων στην τουρκική λίρα, το πάγωμα της δίκης της Halkbank (επικείμενο πρόστιμο 35 δισ. δολ) και την οικονομική βοήθεια από τα ΗΑΕ, με παρέμβαση των ΗΠΑ, όταν την αρνήθηκε -αυτή τη φορά- το Κατάρ.
Ο Ερντογάν έσπευσε στο Κίεβο και έφερε μια σημαντική συμφωνία πώλησης των στρατιωτικών τουρκικών UAV (drones) Bayraktar στην Ουκρανία, παρόμοια με αυτά που έδωσε η Άγκυρα στο Αζερμπαϊτζάν για να νικήσει την Αρμενία. Και μάλιστα συζητήθηκε η προοπτική κατασκευής εργοστασίου τουρκικών UAV έξω από το Κίεβο. Με μια τέτοια κίνηση η Άγκυρα γίνεται αρεστή και πάλι στις ΗΠΑ, αν και προκαλεί δυσφορία στον «φίλο» Πούτιν.
Ελλάδα – Ρωσία για πρώτη φορά σε αντίπαλα στρατόπεδα
Στις 18 Φεβρουαρίου ο Έλληνας ΥΠΕΞ Νίκος Δένδιας εκλήθη από τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ στη Μόσχα σε μια έκτακτη συνάντηση με θέμα την ουκρανική κρίση. Πρόκειται για μια συνάντηση το περιεχόμενο της οποίας είναι ήδη γνωστό από πριν: Η μεγάλη ενόχληση της Ρωσίας για την ενεργοποίηση των αμερικανικών εγκαταστάσεων στη βάση στην Αλεξανδρούπολη και στο Στεφανοβίκι, με την αερομεταφερόμενη αμερικανική ταξιαρχία, εναντίον της Ρωσίας, σε περίπτωση αμερικανορωσικής κρίσης για την Ουκρανία.
Σύμφωνα μάλιστα με τις υπάρχουσες διπλωματικές πληροφορίες , η Μόσχα αναμένεται να απαιτήσει ΕΓΓΡΑΦΗ ΔΕΣΜΕΥΣΗ από την ελληνική κυβέρνηση και από τις ΗΠΑ ότι οι αμερικανικές βάσεις σε ελληνικό έδαφος δεν θα χρησιμοποιηθούν εναντίον της Ρωσίας. Σε διαφορετική περίπτωση, η Μόσχα σκοπεύει στο εξής να μην μεσολαβήσει υπέρ της Αθήνας σε διμερές επίπεδο, αλλά ούτε και να εξακολουθήσει να στηρίζει την Ελλάδα στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη γνωρίζει από πρώτο χέρι (υπήρξε συνάντηση Μητσοτάκη και Πούτιν στη Μόσχα πριν από δύο μήνες) τον θυμό της Ρωσίας. Όπως είναι γνωστό, ο κ. Πούτιν επισήμανε στον κ. Μητσοτάκη ότι η Μόσχα θεωρεί εχθρική ενέργεια σε βάρος της εθνικής ασφαλείας της Ρωσίας τη μεταφορά αμερικανικών δυνάμεων από ελληνικό έδαφος εναντίον της Ρωσίας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε σπεύσει να μειώσει στο ελάχιστο αυτή την έντονη ρωσική αντίδραση και να υποτιμήσει την ευθεία ρωσική απειλή σε βάρος της χώρας, η οποία δύναται να εκδηλωθεί σε οικονομικό, ενεργειακό και πολιτικό επίπεδο (σ.σ.: η Ρωσία είναι μόνιμο μέλος του Σ.Α. και μέχρι σήμερα «αρωγός» σε πολλές ανοιχτές ελληνικές υποθέσεις).
Ο κ. Λαβρόφ όμως (όπως πράττει και με μικρότερους φιλοαμερικανούς «παίκτες» στην περιοχή, π.χ. Βουλγαρία) είναι έτοιμος «να εκβιάσει» και την Αθήνα να δεσμευτεί ότι δεν θα χρησιμοποιηθεί το ελληνικό έδαφος, και συγκεκριμένα οι αμερικανικές εγκαταστάσεις σε Αλεξανδρούπολη και Στεφανοβίκι, σε επιχειρήσεις εναντίον της Ρωσίας. Διαφορετικά η Ελλάδα θα καταταχθεί στον κατάλογο των εχθρικών χωρών απέναντι στη Ρωσία.
Η ελληνική διπλωματία βρίσκεται μπροστά σε έναν γόρδιο δεσμό που η ίδια δημιούργησε και που πρέπει να κόψει ή να λύσει. Πώς θα συμβιβάσει, δηλαδή, την άκρατη και απεριόριστη δέσμευση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο άρμα της αμερικανικής κυβέρνησης με βάση και τη νέα ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία, με την οποία παραχωρούνται, αν χρειαστεί, όλες οι ελληνικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις προς χρήση των Αμερικανών και από την άλλη δεν θα ενταχθεί στον κατάλογο των εχθρικών χωρών προς την εθνική ασφάλεια της Ρωσίας.
Η πολυπόθητη και πολλαπλώς προδιαφημιζόμενη επίσκεψη Μητσοτάκη στην Ουάσινγκτον το επόμενο διάστημα, εν μέσω της ουκρανικής κρίσης, δεν είναι προάγγελος βελτίωσης των ήδη βαθιά διαταραγμένων σχέσεων με τη Ρωσία, η οποία εκτός των άλλων παρέχει το 40% των αναγκών της χώρας σε φυσικό αέριο.