Μετά το «Κόκκινο Ποτάμι» και την τεράστια επιτυχία του, την ταινία με πρωταγωνιστή τον Άρη Σερβετάλη, «Ο άνθρωπος του Θεού», για τον βίο του αγίου Νεκταρίου, που έσπασε ταμεία, η νέα τηλεοπτική σειρά για τον άγιο Παΐσιο χτυπά πρωτιά θεαματικότητας και προκαλεί απανωτά εγκεφαλικά στην αριστερή ιντελιγκέντσια, μια παρασιτική λοξή και αποκλίνουσα φάλαγγα από ταλαίπωρους μηδενιστές, που δεκαετίες τώρα κακοποιούν την τέχνη συνήθως με κρατικό χρήμα.
- Από τον ΦΑΗΛΟ Μ. ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗ*
Μερικοί έχουν σεληνιαστεί, σαν μαρξιστικοί βρικόλακες που η επιτυχία τέτοιων έργων με θεματολογία από την Ιστορία μας και την Ορθοδοξία τούς ρίχνει αγιασμό και παραληρούν με σπασμούς όλο μίσος από το σοκ. Δεν είναι λίγο να διαπιστώνεις πως 104 χρόνια προπαγάνδας από την ίδρυση του πρώτου καρκινώματος στο σώμα του Έθνους, του ΣΕΚΕ έχουν πάει στον κουβά.
Ο συνεχής πόλεμος κατά της ιστορικής συνέχειας του Έθνους , της Ορθοδοξίας, της εθνικής ταυτότητας και του ίδιου του Έθνους από τους αριστερόστροφους φασίστες ιντελιγκέντσηδες -που, θυμίζω, κατά Μίκη απέχουν από τον αληθινό λαϊκό πολιτισμό όσο μια γάτα από ένα λιοντάρι-, έκανε μια τρύπα στο νερό. Γενιές πλυμένων και άπλυτων πάσης αποχρώσεως της Αριστερίλας βαρέσανε τα κεφάλια τους και τις γροθίτσες τους πάνω στο κυκλώπειο τείχος που μας διαφύλαξε από τον πλήρη εξισλαμισμό και την τουρκοποίηση, από τον ολικό αφανισμό.
Πιστοί εργάτες του εθνισμού μας, ανώνυμοι παπάδες σε χωριά και πόλεις, ακάματοι ιεράρχες που έζησαν, αγωνίστηκαν, πολέμησαν και μαρτύρησαν μαζί με το ποίμνιό τους. Δίπλα σε κάθε διεφθαρμένο κληρικό, που με αυτοκαταστροφική ηδονή προβάλλουν οι Απόστολοι του Μαρασμού, υπάρχει μια στρατιά πιστών υπηρετών του Έθνους και της πίστης του, που διαφύλαξαν και με το αίμα τους την Κιβωτό του Εθνισμού μας.
Η τηλεόραση και ειδικά ο νέος ελληνικός κινηματογράφος είναι μια πολύ πονεμένη ιστορία. Έχω πελάτες του χώρου – η πρώτη μου αστική υπόθεση πριν από 31 χρόνια ήταν για την ασφαλιστική αποζημίωση μιας πανάκριβης σπασμένης κινηματογραφικής κάμερας. Πριν από λίγα χρόνια, αυτός ο πρώτος μου πελάτης, αριστερών καταβολών αλλά υγιής ψυχικά και σοβαρός άνθρωπος, με συνάντησε στην Ευελπίδων και, με αφορμή τον σάλο από καυστική μου παρατήρηση για δημόσια καμώματα ακτιβισμού παραδείσιων πτηνών, μου είπε τον καημό και την οργή του, πως τους έκοβαν προτάσεις παραγωγής με υποψία εθνικής θεματολογίας και πως τους υπεδείκνυαν από το Κέντρο Κινηματογράφου, δηλαδή με τα λεφτά σου, φορολογούμενε συμπατριώτη, και τα κανάλια να προσθέτουν στα σενάρια gay ζευγάρια, με παιδιά, υιοθετημένα τάχα κ.λπ.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, ο λεγόμενος Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος έχει ένα ρεκόρ που καταντά κωμικό, με το να χρηματοδοτεί απίστευτα φέσια με θεματολογία από την οποία απουσίαζαν επιλεγμένα και προσεκτικά η Ιστορία μας και η πίστη μας. Μόνη εξαίρεση, το ξέπλυμα της χωριστικής κομμουνιστικής ανταρσίας, με αγιογραφίες, όπως για τον προδότη σταλινικό Μπελογιάννη, και ταινίες, όπως έλεγε σπαρταριστά ο Τζίμης Πανούσης στον «Δράκουλα των Εξαρχείων» του Νίκου Ζερβού, όπου έβλεπες αντάρτες, αντάρτες, αντάρτες και πάλι αντάρτες.
Κατά τα λοιπά, η θεματολογία μετά τη Μεταπολίτευση ουδέποτε αγκάλιασε την πιο μεγάλη πηγή τρομερών αληθινών σεναρίων, την Ιστορία μας. Ενας κουλτουριάρης σκηνοθέτης δεν βρέθηκε να γυρίσει μια ταινία, π.χ., για το Μεσολόγγι. Θα σας πω μια εμβληματική περίπτωση. Αγαπώ τον κινηματογράφο και υποστηρίζω οτιδήποτε ελληνικό, από όταν παιδάκι είδα αργά το βράδυ τις «Μικρές Αφροδίτες» του αείμνηστου φίλου μου Νίκου Κούνδουρου και κατάλαβα από τη μαγική αίσθηση που μου άφησε αυτός ο ιδιόρρυθμος παλιός αριστερός, αλλά τόσο πατριώτης, που γύρισε αργότερα το τρομερό και απαγορευμένο «1922», πως υπάρχει και ένας άλλος κινηματογράφος. Κάπου εκεί, το 2007 ή το 2008 νομίζω, διάβασα για μια ταινία με θέμα στην Τουρκοκρατία. Πήγαμε να τη δούμε – ούτε τον τίτλο δεν θυμάμαι, τον απώθησε η μνήμη μου. Ηταν ο έρωτας ανάμεσα σε έναν γενίτσαρο και μια… τρανς καλόγρια. Ναι, σωστά διαβάσατε, η καλόγρια ήταν ένας τρυφερούλης τύπος που, για να αποφύγει το παιδομάζωμα, κρύφτηκε σε γυναικείο μοναστήρι. Ητο πολύ τσαχπίνης – ο πατήρ του ακόμη έκλαιγε το ρεγάλο στη μαμή, που του έδωσε τα συχαρίκια για τον γιο. ΛΟΑΤΚΙ εποχής, δηλαδή, και μετά του γενιτσάρου, που ήτο μερακλής, ανεπτύχθη σφοδρό αίσθημα, το οποίο ολοκληρώθηκε μπροστά μας, πάνω στις δροσιές και στα χορτάρια.
Στο σκοτάδι, τα επιφωνήματα και τα σχόλια ήταν σπαρταριστά, στο διάλειμμα οι περίπου 10 θεατές κοιταζόμασταν με θυμηδία και μερικοί διάλεξαν την αποχώρηση. Εμείς μείναμε ως το τέλος αυτού του πράγματος, βλέποντάς το πλέον μόνο με σκωπτική διάθεση και κλαίγοντας από τα γέλια, που ήταν και άτεχνο και τόσο ξεκάρφωτο ώστε καταντούσε cult. Δεν ξέρω αν έγινε αντιληπτό, αλλά, αδέρφια, θυμάστε το παλιό σπαρταριστό ανέκδοτο με τον Μήτσο, που κάνει την καλόγρια και τον φορτηγατζή; Ε, κάποιος το έκανε ταινία! Απλά, στη θέση του φορτηγατζή έβαλε γενίτσαρο, προσπάθησε να το κάνει… ρομαντικό και βρήκε και χρηματοδότηση.
Πέραν του γκροτέσκου του πράγματος, εκτός από την κάθαρση και την επανελλήνιση της Παιδείας, η ίδια ανάγκη υφίσταται για την Τέχνη. Δεν μπορούν τα δέκατα του πυρετού της παρακμής να μας επιβάλλουν τα ράκη των ιδεοληψιών τους και να τους πληρώνουμε κιόλας και να λοιδορούν με φανατικό μίσος ό,τι ξεφεύγει από την παρακμιακή θεματολογία, την οποία κοπρίζουν στις οθόνες, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές, τόσα χρόνια. Βέβαια, τώρα που μυρίστηκαν χρήμα μπορεί να το ρίξουν μερικοί από αυτούς στο Έθνος και στην Ορθοδοξία. Κάτι είναι και αυτό – μπορεί η βαθιά τους τσέπη να τους φέρει πίσω στις αγκάλες του Έθνους .
*Δικηγόρος, πρόεδρος της ΝΕΑΣ ΔΕΞΙΑΣ, εταίρου του συνασπισμού ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, www.neadexia.gr