Αν και όλες οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες κορυφής βαπτίζονται, δικαίως ή αδίκως, «κρίσιμες», η επικείμενη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με τον πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν αποκτά πράγματι διαστάσεις που δικαιολογούν -ή και ξεπερνούν- τον παραδοσιακό χαρακτηρισμό.
- Από τον Αλέξανδρο Τάρκα*
Η πρώτη ιδιομορφία της συνάντησης στο περιθώριο της Γ.Σ. του ΟΗΕ (που αποτελεί και την πρώτη δοκιμασία για τον κ. Μητσοτάκη από την έναρξη της θητείας του) είναι ότι πραγματοποιείται ακριβώς στο χρονικό σημείο κορύφωσης του τριπλού σχεδίου επιθετικότητας της Άγκυρας – με τις γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, τις αεροναυτικές προκλήσεις στο Αιγαίο (που ίσως κλιμακωθούν με έρευνες υδρογονανθράκων στο Καστελόριζο) και τον «υβριδικό πόλεμο» αυξημένων μεταναστευτικών ροών.
Αντίθετα, οι σημαντικότερες παλαιές συναντήσεις δεν είχαν γίνει εν μέσω τέτοιας έντασης, αλλά σε ικανή χρονική απόσταση από σοβαρές κρίσεις, σηματοδοτώντας προσπάθειες υπέρβασής τους (το -ανενεργό αργότερα- Πρακτικό της Βέρνης του 1976, το επιτυχημένο Μνημόνιο Παπούλια – Γιλμάζ το 1988 και η ριψοκίνδυνη Συμφωνία της Μαδρίτης το 1997).
Η δεύτερη ιδιομορφία εντοπίζεται στο γεγονός ότι πρόκειται για την πρώτη συζήτηση -ίσως και άτυπη διαπραγμάτευση- μετά τη θεωρητική έξοδο από την εποχή των Μνημονίων, που -εμμέσως πλην σαφώς- σήμαινε ότι μια ακραία τουρκική ενέργεια θα κλόνιζε ολόκληρη την ευρωζώνη, προκαλώντας συσπείρωση στην Ε.Ε. Μετά την υποχώρηση του Γ. Παπανδρέου από το σχέδιο συμφωνίας στο Αιγαίο το 2010-2011, το οποίο θα είχε ως πρώτο θύμα τη διάσπαση των ενιαίων θαλάσσιων συνόρων μας από τον Έβρο ως το Καστελόριζο, η συνάντηση Σαμαρά – Ερντογάν το 2013 και οι πρώτες επαφές Τσίπρα – Ερντογάν (2015-2016) ήταν σχετικά ήρεμες, μέχρι την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης το 2017. Πολύ περισσότερο στη συνάντηση Τσίπρα – Ερντογάν του Φεβρουαρίου του 2019, η τουρκική πλευρά ήταν επιθετική και ακολούθησε ο διάλογος για τα ΜΟΕ σε προεκλογική περίοδο, δημιουργώντας τετελεσμένα για τη νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η τρίτη ιδιομορφία αφορά τη στήριξη συμμάχων και εταίρων προς την Ελλάδα, που είναι μεγαλύτερη από ποτέ, αλλά δεν περνά μια νοητή γραμμή, υπό τον φόβο ότι η απώλεια της Τουρκίας για τη Δύση το 2019 θα έχει χειρότερες συνέπειες από την απώλεια του Ιράν το 1979. Όλοι συστήνουν ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας με την Άγκυρα, αλλά επ’ αυτών ήδη υπάρχει, ευτυχώς, διακομματική συναίνεση στην Αθήνα.
Υπό αυτά τα δεδομένα, έμπειροι διπλωμάτες προβλέπουν ότι ο κ. Ερντογάν αφενός θα παραμερίσει την ορθή πρόταση του κ. Μητσοτάκη και του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια για συνολική επανεκκίνηση των διμερών σχέσεων με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο, αφετέρου θα επιχειρήσει, όπως και τον Φεβρουάριο, να θέσει ευρύτερη ατζέντα με την άσκηση μεγάλης πίεσης:
Πρώτον, ο κ. Ερντογάν ίσως επιδιώξει σύγκληση του (εκκρεμούς από το 2017) Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας μέχρι τα τέλη του 2019, για να δώσει την εντύπωση επιστροφής στην κανονικότητα με την Ελλάδα και την Ε.Ε. Η Αθήνα δεν έχει λόγο να συναινέσει όσο συνεχίζονται οι ακραίες προκλήσεις και όσο ισχύει η πολιτική κυρώσεων της Ε.Ε. κατά της Τουρκίας.
Δεύτερον, προδικάζεται ότι η Άγκυρα θα ζητήσει συνέχιση των συζητήσεων για τα ΜΟΕ, επιμένοντας σε ανέφικτα μέτρα κατά την προσέγγιση μονάδων επιφανείας στα διεθνή ύδατα (π.χ. αναστολή λειτουργίας ηλεκτρονικών και οπλικών συστημάτων). Η πρόταση είναι πρακτικά ανεφάρμοστη λόγω των μικρών αποστάσεων στο Αιγαίο και παράλογη, καθώς η ίδια η Τουρκία δεν σέβεται τα ελληνικά χωρικά ύδατα και θεωρεί μέρος αυτών διεθνή ύδατα! Ομοιάζει, μάλιστα, με την ιδέα του ΝΑΤΟ του Ιουνίου 1994, που απορρίφθηκε από τους Αν. Παπανδρέου και Κάρ. Παπούλια, περί μη οπλισμού των ελληνικών μαχητικών με πυραύλους, παρά μόνον με ένα πυροβόλο.
Τρίτον, ο κ. Ερντογάν θα επιμείνει στην Κοινή Δήλωση Ε.Ε. – Τουρκίας του Μαρτίου 2016 (περιορισμός μεταναστευτικών ροών με αντάλλαγμα οικονομική ενίσχυση και απελευθέρωση της βίζας), με τη διαφορά ότι θα απαιτήσει χρήματα, χωρίς νέες δεσμεύσεις για μείωση των αφικνουμένων στα νησιά. Η Ελλάδα έχει συμφέρον από την παράταση και βελτίωση της Κοινής Δήλωσης, αλλά ο πρωθυπουργός διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει σήμερα «λομπίστας» για περισσότερα κεφάλαια από τις Βρυξέλλες και αύριο ο Τούρκος πρόεδρος να ξεχάσει τις υποχρεώσεις του, όπως τους τελευταίους μήνες.
Τέταρτον, η τουρκική πλευρά θα προβάλει, χωρίς να δικαιούται, απαιτήσεις για τη θρησκευτική μειονότητα στη Θράκη, όπως και ζήτημα τεμενών ανά την Ελλάδα για «διευκόλυνση» των μουσουλμάνων μεταναστών. Επίσης, θα επανέλθει στα περί «χιλιάδων» γκιουλενιστών και τρομοκρατών που πρέπει να εκδοθούν. Μέχρι στιγμής, δεν είναι σαφές αν θα συζητηθεί το ενδεχόμενο διάσκεψης για το Κυπριακό, αλλά η Αθήνα διαπιστώνει ότι οι γεωτρήσεις και οι εξελίξεις στην Αμμόχωστο δεν επιτρέπουν πρόοδο.
*Εκδότης του περιοδικού «Άμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη