Πριν από πολλά χρόνια οι διάφοροι «οικολογούντες» αντιδρούσαν στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση του περιφερειακού της Θεσσαλονίκης, διότι θα καταστρεφόταν ένα σημαντικό τμήμα του περιαστικού δάσους.
- Από τον Γιάννη Χ. Κουριαννίδη*
Στο ερώτημα, βεβαίως, τι θα γινόταν με τον τεράστιο όγκο των οχημάτων που διέρχονταν μέσα από την πόλη και επιβάρυναν την ατμόσφαιρα και την υγεία των κατοίκων της με τα καυσαέρια που εξέπεμπαν, κανείς από αυτούς δεν έμπαινε στον κόπο να απαντήσει. Η δημιουργία του περιφερειακού που, εκτός από την αποσυμφόρηση του κέντρου της πόλης, ουσιαστικά προστάτευσε και το περιαστικό δάσος από τη σταδιακή καταπάτησή του, αφού το οριοθέτησε και το απέκοψε από τη γειτνίασή του με τον οικιστικό ιστό, δεν στάθηκε ικανή να οδηγήσει σε μια αυτοκριτική τους «οικολογούντες» για όσες ανοησίες είχαν διατυπώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, που μάλιστα καθυστέρησαν επί μακρόν την εκτέλεση του έργου. Το σκηνικό δείχνει να ξαναστήνεται με το μετρό της Θεσσαλονίκης. Ένα έργο το οποίο μπορεί να μη λύσει το συγκοινωνιακό πρόβλημα της πόλης, αλλά σίγουρα θα ανακουφίσει σημαντικά τους πολίτες στην καθημερινότητά τους.
Το έργο αυτό, δυστυχώς, έχει γίνει ανέκδοτο εδώ και πολλά χρόνια, όχι μόνο λόγω των εγγενών δυσκολιών στην κατασκευή του, αλλά κυρίως λόγω της πολιτικής εκμετάλλευσης και της εξυπηρέτησης συγκεκριμένων εργολαβικών συμφερόντων από ασυνείδητους τοπικούς παράγοντες. Η κορύφωση της πολύπλευρης και επί σειράν ετών αντιπαράθεσης αποτυπώνεται στις μέρες μας στον σταθμό της οδού Βενιζέλου, με αφορμή τις αρχαιότητες που βρέθηκαν εκεί. Αναμφίβολα, το ιστορικό αποτύπωμά τους είναι πολύ σημαντικό, αφού στο σημείο αυτό τεκμηριώνεται η διαχρονικότητα του Ελληνισμού στην πόλη και δίνονται συντριπτικές απαντήσεις σε ανιστόρητους ισχυρισμούς και επιβουλές βόρειων και ανατολικών γειτόνων.
Κι όμως, μπροστά σε αυτή τη μεγάλη στιγμή για την ιστορία της πόλης, κάποιοι επέλεξαν μια ανεύθυνη στάση μέσω μιας διελκυστίνδας επιχειρημάτων περί του αν τα αρχαία θα πρέπει να μείνουν στη θέση τους κατά την κατασκευή του σταθμού ή θα πρέπει να μεταφερθούν για λόγους ασφαλείας και διευκόλυνσης των εργασιών και να επανατοποθετηθούν! Μελέτες ορατές και… αόρατες, ισχυρισμοί εκατέρωθεν χωρίς ουσιαστική τεκμηρίωση (από «ειδήμονες» και μη), αποφάσεις του ΚΑΣ που αναιρούν η μία την άλλη, όλα έχουν τη θέση τους στο θέατρο αυτό του παραλόγου.
Αν εξετάσει κανείς όλα όσα διαδραματίζονται, βγάζει εύκολα τα εξής συμπεράσματα:
• Και οι δύο πλευρές συγκλίνουν στον τελικό χρόνο παράδοσης του έργου, περί το τέλος του 2023.
• Κάθε πλευρά ισχυρίζεται ότι υπάρχει επικινδυνότητα για τη διάσωση των αρχαιοτήτων αν προτιμηθεί η λύση που επικαλείται η άλλη πλευρά, ενώ η δική τους πρόταση τα προστατεύει.
• Και οι δύο πλευρές συγκλίνουν σε ένα ποσοστό γύρω στο 85%-90% για την ανάδειξη των αρχαιοτήτων.
• Και με τις δύο επιλογές (είτε με την παραμονή είτε με την απόσπαση και την επανατοποθέτησή τους) οι αρχαιότητες θα παραμείνουν στη θέση τους.
Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κάποιος ότι όλη αυτή η αντιπαράθεση γίνεται απλώς επειδή κάποιοι επιδιώκουν την εξυπηρέτηση είτε πολιτικών είτε εργολαβικών συμφερόντων. Η πρόσφατη εξαγγελία του Κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ για τη μεταφορά και την επανατοποθέτηση των αρχαιοτήτων, μέσω μιας πρακτικής «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», μπορεί να προσβάλλει τους Θεσσαλονικείς, αφού αυτή είναι το πιθανότερο να αποφασίστηκε «εν πτήσει» προς την πόλη και χωρίς διαβούλευση με το σύνολο των ενδιαφερομένων, δίνει όμως μια λύση αντάξια της συμπεριφοράς των «ιθαγενών», που ενώ από τη μια ψέγονται τον αθηνοκεντρισμό του ελλαδικού κράτους, από την άλλη με τις πρακτικές τους ενισχύουν την επιβολή των βουλήσεών του τις οποίες αναγκάζονται τελικά να αποδεχτούν.
*Δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης «Θεσσαλονίκη Πόλη Ελληνική» [email protected]