Οι τιμές του ρεύματος στην Ελλάδα έχουν πάρει την ανιούσα για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από τη διεθνή ενεργειακή κρίση και όπως όλα δείχνουν, οι παράγοντες που τις ωθούν προς τα πάνω είναι πολλοί: τα κερδοσκοπικά επεισόδια στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, ο χαρακτήρας του target model, τα δομικά προβλήματα και οι στρεβλώσεις του εγχώριου ανταγωνισμού, αλλά και κάποια εγγενή προβλήματα από την ξαφνική πρωτοκαθεδρία του φυσικού αερίου.
- Γράφει: Μιχαήλ Χριστοδουλίδης*
Σχεδόν εδώ και επτά μήνες βλέπουμε η Ελλάδα να κατέχει τις πρώτες θέσεις στην λίστα των χωρών της Ε.Ε με την ακριβότερη θερμική και ηλεκτρική MWh στην χονδρεμπορική τιμή.
Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι το αποδίδουν στην Ρώσο-Ουκρανική σύρραξη και στην αναποτελεσματική κοινή ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε. Αυτό όμως είναι η μισή αλήθεια. Η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας από εισαγωγές αερίου και υγρών καυσίμων την τελευταία τριετία αυξήθηκε σε σημαντικό ποσοστό, αφού η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη με την ανάληψη των καθηκόντων της το 2019, το πρώτο πράγμα που έσπευσε να κάνει, ήταν να προβεί στην βίαιη απολιγνιτοποίηση της χώρας, χωρίς σχέδιο ομαλής μετάβασης στην μεταλιγνιτική εποχή.
Η ακαριαία διακοπή των λιγνιτικών μονάδων με την ταυτόχρονη αντικατάσταση τους από θερμικές μονάδες αερίου για την ηλεκτροπαραγωγή, είχε σαν αποτέλεσμα την περαιτέρω εξάρτηση της χώρας από πολλαπλάσιες ποσότητες εισαγόμενου φυσικού αερίου μέσω των αγωγών, είτε από την Ρωσία, είτε από το Αζερμπαϊτζάν, αλλά και υγροποιημένου αερίου (LNG) από ΗΠΑ, Αλγερία, Κατάρ κλπ. Αυτό κάποιος καλοπροαίρετα θα πει ότι συνέβη σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ε.Ε, σωστά, αλλά γιατί ειδικά στην χώρα μας η αύξηση των τιμών της ενέργειας είχε τέτοια αυξητική πορεία;
Η απάντηση βρίσκεται στο περίφημο target model που ενεργοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2020. Το target model είναι ο νέος μηχανισμός διαμόρφωσης της ημερήσιας και μηνιαίας χονδρεμπορικής τιμής στην αγορά της MWh μέσω της διαγωνιστικής διαδικασίας που συντελείται στο λεγόμενο Χρηματιστήριο Ενέργειας. Υποτίθεται ότι δημιουργήθηκε για να λειτουργήσει ο υγιής ανταγωνισμός στην αγορά της ενέργειας μετά και την απελευθέρωση της, προκειμένου τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις να έχουν φθηνά και ευέλικτα τιμολόγια. Συνέβη αυτό; Δυστυχώς όχι, αντίθετα είδαμε μόνο αυξήσεις στα τιμολόγια ενέργειας με αποκορύφωση τον τελευταίο καιρό ένεκα και της γενικότερης ενεργειακής κρίσης.
Το ελληνικό ενεργειακό «colpo grosso» είναι πλέον πραγματικότητα. Στα πλαίσια των διαγωνιστικών διαδικασιών λήψεων προσφορών στο χρηματιστήριο ενέργειας, προβλέπεται η διαμόρφωση τιμών της Mwh μέσω της προ-ημερησίας και ενδο-ημερησίας προσφοράς, που δίνονται από τους διαφόρους πάροχους και παραγωγούς ενέργειας. Ως γνωστόν, οι υψηλότερες προσφορές αποκλείονται από την προηγούμενη μέρα, το ενεργειακό δίκτυο την επομένη μέρα ‘’κρεμάει’’ λόγω έλλειψης φορτίου, οπότε η διαδικασία προβλέπει την λήψη προσφορών και από εκείνους τους παραγωγούς που αποκλείστηκαν την προηγούμενη ημέρα. Έτσι γίνονται αποδεκτές οι προσφορές τους, αλλά με πολλαπλάσιες προσφερόμενες τιμές από αυτές που είχαν αποκλειστεί την προηγούμενη ημέρα. Τελικά, οι τιμές διαμορφώνονται στα ύψη και όλο το κόστος της χονδρεμπορικής μετακυλίεται στην λιανική, χωρίς καμία απορρόφηση του κόστους από τους πάροχους, δηλ δεν υπάρχει το λεγόμενο επιχειρηματικό ρίσκο.
Δυστυχώς για την χώρα μας, όλες οι αγοροπωλησίες ενεργειακών προϊόντων (φυσικό αέριο, υγρά καύσιμα κλπ) είναι εκτεθειμένα στο χρηματιστήριο ενέργειας σχεδόν στο 100%, ενώ απουσιάζουν τα προθεσμιακά συμβόλαια σταθερών τιμών, με αποτέλεσμα οι χρηματιστηριακές αναταράξεις να αφήνουν έκθετους τους καταναλωτές. Αντίθετα σε όλα σχεδόν τα κράτη της Ε.Ε ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Τα ενεργειακά προϊόντα είναι εκτεθειμένα στα χρηματιστήρια ενέργειας μόνο σε ποσοστά που δεν υπερβαίνουν το 30%, ενώ το υπόλοιπο 70% συνδέονται με προθεσμιακά συμβόλαια αγοράς ενέργειας σταθερών τιμών.
Εν ολίγοις, οι παραπάνω στρεβλώσεις και οι ανύπαρκτοι μηχανισμοί προστασίας από τις πλασματικές αυξήσεις των τιμών, συνθέτουν ένα ενεργειακό πλιάτσικο κερδοσκοπίας, αφού ο προσδοκώμενος ανταγωνισμός δεν λειτουργεί υπερ του καταναλωτή, αλλά μόνο για τα υπερκέρδη των παραγωγών – πάροχων ενέργειας.
Πάντως κύριε Σκρέκα με παραινέσεις και συστάσεις ή με επιδοματική στήριξη των καταναλωτών, δεν λύνεται το πρόβλημα της ενεργειακής ανακούφισης των νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Η βραχυπρόθεσμη λύση είναι η αλλαγή μοντέλου διαμόρφωσης τιμών της χονδρεμπορικής και η διαμόρφωση του ενεργειακού μείγματος της χώρας μας με περισσότερη ένταξη του φθηνού μας καύσιμου του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή.
Η μεσοπρόθεσμη λύση είναι η άμεση ενεργοποίηση των συμβάσεων εξόρυξης των ελληνικών κοιτασμάτων στα οικόπεδα του Ιονίου και Νότια της Κρήτης, καθώς και ο τριπλασιασμός των κονδυλίων για προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας του ενεργοβόρου κτηριακού αποθέματος της χώρας, όχι μόνο των κατοικιών, αλλά και των επαγγελματικών κτηρίων.
*Διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός ΑΠΘ, Ενεργειακός Επιθεωρητής