Σηματοδοτώντας μια σημαντική αλλαγή στη γερμανική αμυντική πολιτική, ο καγκελάριος της Γερμανίας Ολαφ Σολτς, με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεσμεύτηκε να ανανεώσει τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του και να δαπανήσει περισσότερο από το 2% του προϋπολογισμού για τον στρατό, 100 δισ. ευρώ φέτος σε ένα ειδικό ταμείο για τον εκσυγχρονισμό του.
Η απόφασή του, που προκάλεσε αίσθηση και επικρίσεις από κυβερνητικούς εταίρους, αποτυπώνει τη νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα χωρίς την ψευδαίσθηση, όπως αποδείχθηκε, ότι ο πόλεμος είναι μακρινό παρελθόν στην Ευρώπη. Οι δραματικές εξελίξεις στην Ουκρανία δημιούργησαν έναν ασφυκτικό κλοιό στις κυβερνήσεις, που καλούνται τώρα να επανεξετάσουν τους αμυντικούς προϋπολογισμούς τους, οδηγώντας μοιραία σε μια νέα κούρσα εξοπλισμών. Το Βερολίνο σέρνει τον χορό.
Τα σχέδια για την αγορά των F-35 είναι η πρώτη μεγάλη κίνηση για την ενίσχυση του γερμανικού στρατού. Η αντικατάσταση των παλαιών Tornado είχε προβλεφθεί και στη συμφωνία σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων – Φιλελευθέρων. Σύμφωνα με το γερμανικό υπουργείο Αμυνας, σχεδιάζεται η αγορά 35 υπερσύγχρονων μαχητικών αεροσκαφών F-35 από την αμερικανική βιομηχανία στρατιωτικών εξοπλισμών Lockheed Martin.
Στόχος είναι η βελτίωση της συνεργασίας σε στρατιωτικό επίπεδο με τους νατοϊκούς συμμάχους και άλλες χώρες της Ευρώπης, ανέφερε πρόσφατα στο Βερολίνο η σοσιαλδημοκράτης υπουργός Αμυνας Κριστίνε Λάμπρεχτ.
Οπως αναφέρει ρεπορτάζ της Deutsche Welle, ο συγκεκριμένος τύπος μαχητικού αεροσκάφους συγκεντρώνει πολλά πλεονεκτήματα, γι’ αυτό επιλέχθηκε για την αντικατάσταση των ξεπερασμένων γερμανικών Tornado της Bundeswehr.
Στο πλαίσιο της «αποτρεπτικής γραμμής» του ΝΑΤΟ τα F-35 θεωρούνται μάλιστα τα πλέον ενδεδειγμένα για την αντιμετώπιση πυρηνικής απειλής στο πλαίσιο της νατοϊκής στρατηγικής του «πυρηνικού διαμοιρασμού».
Ο αρχικός σχεδιασμός του γερμανικού στρατού προέβλεπε την αγορά αμερικανικών F-18, ωστόσο τα F-35 κρίθηκαν καταλληλότερα διότι έχουν τη δυνατότητα μεταφοράς πυρηνικών κεφαλών. Αντίθετα τα F-18 δεν έχουν λάβει ακόμη σχετική πιστοποίηση για αντίστοιχες μεταφορές.
Τα στατιστικά στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη (SIPRI) με έδρα τη Στοκχόλμη, που δόθηκαν στη δημοσιότητα και αφορούν την περίοδο 2017-2021, δείχνουν ότι στην Ευρώπη είναι σε εξέλιξη μια νέα κούρσα εξοπλισμών.
Αν και το παγκόσμιο εμπόριο όπλων μειώθηκε κατά τουλάχιστον 4,6%, οι ευρωπαϊκές χώρες αγόρασαν 19% περισσότερα όπλα, με αποτέλεσμα η ήπειρός μας να καταγράψει τη μεγαλύτερη αύξηση από όλες τις άλλες περιοχές της γης.
Σύμφωνα με τον Ιαν Αντονι, επικεφαλής του τμήματος ευρωπαϊκής ασφάλειας στο Ινστιτούτο SIPRI και εμπειρογνώμονα για τη Ρωσία, τα τελευταία στοιχεία περιέχουν ήδη την απάντηση του ΝΑΤΟ «στη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και την επιθετικότητα στο Ντονμπάς. Εκείνο που προκαλεί ενδιαφέρον σε σχέση με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι ορισμένες σημαντικές αλλαγές μεταξύ μεμονωμένων εξαγωγέων όπλων. Κατά παράδοξο τρόπο, οι πωλήσεις όπλων από τη Ρωσία, τη νούμερο δύο χώρα στον κόσμο σε αυτόν τον τομέα μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν μειωθεί κατά 26%».
Η Ινδία
Αυτό οφείλεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στους περιορισμούς των παραγγελιών από δύο χώρες, την Ινδία και το Βιετνάμ. Μάλιστα η Ινδία αναμένεται να ξαναρχίσει μεγάλες αγορές όπλων από τη Ρωσία τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με την έκθεση του SIPRI.
Η μείωση των κινεζικών πωλήσεων ήταν ακόμη μεγαλύτερη και έφτασε στο 31%. Η Γερμανία, ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας όπλων, πούλησε επίσης λιγότερο οπλισμό, η πτώση ήταν της τάξης του 19%.
Αντίθετα οι εξαγωγές όπλων από τις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 14% σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο της έρευνας και η Γαλλία, νούμερο τρία της παγκόσμιας κατάταξης, κατέγραψε αύξηση που έφτασε το 59%. Ακόμα κι αν τα στοιχεία του SIPRI καλύπτουν την περίοδο ως το τέλος του περασμένου έτους, η κλιμακούμενη ρωσοουκρανική σύγκρουση προδιαγραφόταν ήδη.
Πωλήσεις μισό τρισ. ευρώ τη διετία 2020-21
Οι συμφωνίες για αγορά όπλων έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις διατλαντικές σχέσεις στον τομέα της ασφάλειας. Οι ΗΠΑ ήταν μακράν ο κύριος προμηθευτής των Ευρωπαίων, ιδιαίτερα στα πολεμικά αεροσκάφη. Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Νορβηγία και η Ολλανδία παρήγγειλαν μαζί 71 αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη F-35.
Το 2020-21 ήρθαν νέες παραγγελίες από χώρες που αισθάνονται ότι απειλούνται ιδιαίτερα από τη Ρωσία, όπως η Φινλανδία και η Πολωνία.
Ο κύκλος εργασιών των 100 μεγαλύτερων ομίλων στον τομέα των εξοπλισμών έφτασε το 2020 στα 531 δισ. δολάρια (470 δισ. ευρώ). Ο τζίρος αυτός βρίσκεται σε συνεχή άνοδο από το 2015 (το πρώτο έτος που συμπεριλήφθηκαν στοιχεία από κινεζικές επιχειρήσεις) και αθροιστικά η άνοδος έχει φτάσει στο 17%.
Από το 2018 οι πέντε κορυφαίες σε τζίρο πολεμικές βιομηχανίες του κόσμου εδρεύουν στις ΗΠΑ. Πέντε αμερικανικοί κολοσσοί μονοπωλούν τις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης:
- Η Lockheed Martin των μαχητικών F-35 εδραιώθηκε στην πρώτη θέση, με πωλήσεις 58,2 δισ. δολαρίων, μπροστά από τη Raytheon, την Boeing, τη Northrop Grumman και την General Dynamics.
- Η βρετανική BAE Systems βρίσκεται στην υψηλότερη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών ομίλων (6η), ακολουθούμενη από την ευρωπαϊκή πολυεθνική Airbus (11η).
- Οι κινεζικές Norinco (7η), AVIC (8η) και CETC (9η) και η αμερικανική L3 Harris (10η) συμπληρώνουν την πρώτη δεκάδα. Οι 41 αμερικανικές επιχειρήσεις της κορυφαίας εκατοντάδας είχαν το 2020 μερίδιο αγοράς 54%.