Η μούσα είδε τη φωτογραφία με τον Άδωνι να τρώει κι αγόρασε έναν κουβά δραμαμίνες
- Από τον Παναγιώτη Λιάκο
Εθνοσωτήρ, βαρύ το καθήκον.
Με εξώνει συχνά απ’ τον οίκον.
Πηγαίνω εδώ, τρέχω εκεί,
στα Κιούρκα, στην Ανταρκτική.
Συνέχεια στην τιβί, στα ράδια,
λόγια γεμάτα και έργα άδεια.
Αχ, μου μυρίσανε λάδια!
Λάδια φριτέζας, τηγανητά
με κοψιδάκια λαχταριστά.
Ακόρεστη τούτ’ η λιγούρα.
Οποτε τρώω, νιώθω καούρα.
Να πάω να μ’ εξετάσουν τα ούρα.
Λες ν’ αρρωστήσω;
Να μη… φτουρήσω;
Τα πάθια μου εδώ να τ’ αφήσω;
Ας μη σκέφτομαι αγχωτικά,
Να στοχάζομαι μόνο… ψητά.
Κάτσε να κάτσω,
να ξαποστάσω,
το κορμάκι μου να ξεκουράσω
Ε, κι αφού πεινάω,
λέω να φάω
κάτι θα βρω εδώ γύρω.
Ισως μια πίτα με γύρο.
Ναι, μονάχα μια πίτα.
Κοίτα πώς χόντρυνα, κοίτα!
Οι ραφές των ρούχων στενάζουν.
Οι κλωστές τεντώνουν, πλαντάζουν.
Τα σχήματα πάνω μ’ αλλάζουν.
Η ευθεία, δες, καμπυλώνει
και η καμπύλη, να, ξεχειλώνει…
Αν μου ‘μοιαζε η οικονομία…
Δεν θα μας ένοιαζε μία.
Θα ’χαμε τόσα και βάλε ακόμα.
Αυτοδύναμο θα ’ταν το κόμμα.
Αλλά τι σκέφτομαι πάλι;
Το ασυμμάζευτο χάλι;
Μάστορη, παραγγελία!
Μέχρι να φάω θα πάει μία.
Δεν προλαβαίνω να περιμένω.
Θα αργήσω, θα χάσω την πτήση.
Τον Κούλη ποιος τολμά να τον στήσει;
Λοιπόν, φέρε μου γύρο, πατάτες
και μια χωριάτικη μ’ αγγούρι ντομάτες,
χωρίς κρεμμύδι, γιατί θα μυρίζω.
Ευωδιαστά γουστάρω να βρίζω.
Δεν είμ’ ό,τι δείχνω εγώ.
Στο φως δεν συμφέρει να βγω.
Τι είπες; Μετρητοίς να πληρώσω;
Με κάρτα;
Ο,τι θες μπορώ να σου δώσω.
Απλωσε χέρι και πάρ’ τα.
Δεν βλέπεις το πορτοφόλι;
Το λιγουρεύονται όλοι.
Φίσκα στις κάρτες, στο χρήμα.
Να μην το μοστράρω είν’ κρίμα.