Στην Τουρκία, από ιδρύσεώς της το 1923, είναι εμπεδωμένη η άποψη ότι η χώρα είναι ανεξάρτητη, αντιιμπεριαλιστική και χωρίς εξαρτήσεις από καμία δύναμη στην εξωτερική της πολιτική.
- Σάββας Καλεντερίδης
Μάλιστα, στην Ιστορία, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ο αγώνας που έκανε ο Μουσταφά Κεμάλ αποκλειστικά εναντίον των Ελλήνων, από το 1919 μέχρι το 1922, παρουσιάζεται ως απελευθερωτικός αγώνας της Τουρκίας εναντίον των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που είχαν καταλάβει τη χώρα.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μουσταφά Κεμάλ, αφού πήρε βίζα από την αγγλική διοίκηση, αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη στις 16 Μαΐου και αποβιβάστηκε στην Αμισό στις 19 Μαΐου 1919, όπου συναντήθηκε με Αγγλους αξιωματικούς. Από τη μαρτυρική Αμισό ξεκίνησε ο «αντιιμπεριαλιστικός» αγώνας του Κεμάλ, ο οποίος ήταν τουλάχιστον εν γνώσει των Αγγλων.
Όσον αφορά τους Γάλλους, που είχαν καταλάβει μεγάλη έκταση από τη Μερσίνα μέχρι την αλεξανδρινή Εδεσσα (Ούρφα), οι Τούρκοι δεν έριξαν ούτε μία σφαίρα εναντίον τους. Μετά τη συνάντηση που είχε ο πρώην υψηλός κομισάριος της Γαλλίας στη Συρία, ο περίφημος Georges Picot, στις 7 Δεκεμβρίου 1919, με τον Μουσταφά Κεμάλ, στη Σεβάστεια, οι Γάλλοι άρχισαν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από όσες περιοχές είχαν καταλάβει, παραχωρώντας μάλιστα δωρεάν πολύτιμο στρατιωτικό υλικό στον στρατό του Μουσταφά Κεμάλ. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε με τη Συμφωνία της Αγκυρας, που υπογράφηκε μεταξύ κεμαλικής κυβέρνησης και Γαλλίας στις 20 Οκτωβρίου 1921. Μετά την υπογραφή της συνθήκης, η Γαλλία ανελάμβανε την υποχρέωση να αντιμετωπίσει τις ανάγκες σε όπλα και πυρομαχικά της κυβέρνησης του Κεμάλ, ενώ η αποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων από το Νότιο Μέτωπο έδινε τη δυνατότητα στον Κεμάλ να μεταφέρει δυνάμεις στα μέτωπα της Ελληνικής Στρατιάς της Μικράς Ασίας.
Και οι Ιταλοί αποσύρθηκαν από τις περιοχές της Παμφυλίας, της Λυκίας και της Καρίας, που είχαν καταλάβει, μέχρι τον ρου του Μαιάνδρου ποταμού, χωρίς να έλθουν σε συμπλοκή με τα κεμαλικά στρατεύματα.
Όσον αφορά τους Ρώσους, αποσύρθηκαν από την Τραπεζούντα και τις περιοχές που κατείχαν, το 1918, μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων, οι οποίοι βοήθησαν με χρυσές λίρες και όπλα τους κεμαλικούς, προσδοκώντας σε καλές σχέσεις με τον νότιο γείτονά τους.
Αρα, οι μόνοι με τους οποίους πολέμησαν οι κεμαλικοί ήταν οι Ελληνες, ενώ το ίδιο διάστημα, εκμεταλλευόμενοι τη στήριξη Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Σοβιετικών, συνέχισαν το αποτρόπαιο έργο της Γενοκτονίας των Ελλήνων και των Αρμενίων.
Πάνω σ’ αυτό το ψέμα στηρίχτηκε η «ιδεολογία» της ανεξάρτητης αντιιμπεριαλιστικής Τουρκίας, στην οποία σε μεγάλο βαθμό οφείλεται ο αντιδυτικισμός που χαρακτηρίζει πλατιά στρώματα της τουρκικής κοινωνίας και μεγάλο μέρος του πολιτικού και στρατιωτικού προσωπικού.
Σε αυτό το υπόστρωμα ο Ερντογάν οικοδόμησε το δόγμα της «ανεξάρτητης» Τουρκίας, κυρίως μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016. Ο Ερντογάν, «παίζοντας» με τα συναισθήματα των πολιτών, στοχοποίησε τη Δύση ως υπεύθυνη για το πραξικόπημα και άρχισε τη μεθοδική απονατοποίηση του στρατεύματος, ενώ ξήλωσε από τη διπλωματική υπηρεσία όλους τους δυτικότροπους και δυτικόφιλους διπλωμάτες.
Με έναν καθαρά «εθνικό» στρατό, μια διπλωματική υπηρεσία ορκισμένη στον Ερντογάν, στο Ισλάμ και το τουρκικό έθνος, και με ένα κράτος που έχει αλωθεί σε μεγάλο βαθμό από στελέχη του συγκυβερνώντος κόμματος των Γκρίζων Λύκων, η Τουρκία άρχισε να διεκδικεί αυτόνομο ρόλο στην περιοχή. Αυτή η Τουρκία απείλησε τις ΗΠΑ, επί Ντόναλντ Τραμπ, ότι, αν δεν αποσύρουν τα αμερικανικά στρατεύματα από την περιοχή Σερεκάνιγιε – Γκίρε Σπι, τα τουρκικά στρατεύματα θα τους χτυπούσαν, με αποτέλεσμα την αποχώρηση των στρατευμάτων των ΗΠΑ, που χαρακτηρίστηκε ως η «μεγάλη προδοσία» από Αμερικανούς στρατηγούς και διπλωμάτες.
Το ίδιο διάστημα, και επειδή οι ΗΠΑ δεν άλλαζαν την πολιτική τους στο Κουρδικό, στη ΒΑ Συρία – Ροζάβα, η Τουρκία στράφηκε στη Ρωσία, στην Κίνα και στο Ιράν.
Από το 2016 αρχίζουν οι ταλαντώσεις της Τουρκίας μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον, με στόχο σε κάθε ταλάντωση η Τουρκία να ανοίγει «χώρο» για να ασκεί τη δική της, ανεξάρτητη πολιτική. Δεν ήταν δε λίγες οι φορές που η Τουρκία αψήφησε υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ, ακόμα και ψηφίσματα του ΟΗΕ, για εμπάργκο στη Λιβύη, και εφήρμοσε τη δική της πολιτική, όπως απαιτούσε το εθνικό της συμφέρον. Με τον τρόπο αυτόν η Τουρκία προσπάθησε να κατοχυρώσει τον ρόλο της ανεξάρτητης δύναμης, που έχει το δικαίωμα να ασκεί τη δική της εξωτερική πολιτική, ακόμα και εισβολές σε ξένες χώρες, αδιαφορώντας για τις συμμαχικές της υποχρεώσεις.
«Πρώτα τα εθνικά συμφέροντα και μετά οι νατοϊκές και λοιπές υποχρεώσεις» είναι το δόγμα της πολιτικής αυτής, η οποία εκφράστηκε ανάγλυφα στην περίπτωση των κυρώσεων στη Ρωσία, αφού η Τουρκία όχι μόνο αρνήθηκε να επιβάλει κυρώσεις και να κλείσει τον εναέριο χώρο της στα ρωσικά αεροσκάφη, αλλά επωφελήθηκε απ’ αυτές, καλώντας μάλιστα τους Ρώσους ολιγάρχες να εγκατασταθούν στην Τουρκία. Οσο δε για το σουρεάλ της υπόθεσης, η Τουρκία, που έχει εισβάλει και κατέχει εδάφη στο Ιράκ, στη Συρία και στην Κύπρο από το 1974, φιλοξενεί διαπραγματεύσεις για να τερματιστεί η ρωσική κατοχή στα εδάφη της Ουκρανίας. Όμως, επειδή είναι ορατός ο κίνδυνος η Τουρκία να επιβάλει αυτόν τον ρόλο στους δυτικούς, σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε., αυτό υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει την Κύπρο και την Ελλάδα στα δόντια της μυλόπετρας.
Ας το έχουν υπ’ όψιν τους αυτό όσοι επαναπαύονται με την αίσθηση ότι είμαστε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Και το 1955 και το 1964 και το 1974 στη σωστή πλευρά της Ιστορίας ήμασταν, αλλά οι πληγές στο σώμα του Ελληνισμού είναι ακόμα ανοιχτές.