Ο Νίκος Τσιφόρος ζει ανάμεσά μας. Το χρονογραφήματα, οι ιστορίες του, ακόμη και αυτές που έγραφε στα λαϊκά περιοδικά, μοιάζουν σημερινές. Τα θέματά του διαχρονικά. Αυτός είναι και ο λόγος που ακόμα και οι σημερινοί νέοι ανακαλύπτουν το χιούμορ, πικρό κάποιες φορές, της δεκαετίας του ’40, του ’50, του ’60, του ’70 μέσα από τα κείμενά του.
Η Φιλική εξυπηρέτηση είναι μια εύθυμη ιστορία που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ρομάντσο το 1957 με έντονο πασχαλινό χρώμα. Η ιστορία θα μπορούσε να συμβεί και σήμερα και… αύριο σε κάποιο από τα επόμενα Πάσχα. Ο Τσιφόρος δεν έχει… ημερομηνία λήξης.
Καλή ανάγνωση…
Φιλική εξυπηρέτηση
Τι είναι το Πάσχα; Η γιορτή της αγάπης. Και τι είναι αγάπη; Αγάπη δεν είναι μόνο οι μικροί ψεύτικοι έρωτες που προσφέρεις στις κοπέλες. Όχι. Αγάπη είναι το μεγάλο συναίσθημα που δίνεις με απλοχεριά σ’ όλο τον κόσμο και προ πάντων στους φίλους σου.
Λοιπόν, ο φίλος μου ο Λάκης είχε την ανάγκη μου. Κι εγώ δεν μπορούσα ποτέ να του χαλάσω το χατίρι, ενός Λάκη, με τον οποίο φάγαμε ψωμί και ρέγκα στο στρατό και ψωμί και τυρί στον πολιτικό μας βίο. Κι ύστερα από το ψωμοτύρι, ο Λάκης έκανε μεγάλες δουλειές, έγινε πλούσιος, παντρεύτηκε μια προίκα κι έγινε πλουσιότερος κι εγώ παρέμεινα εις τα πατροπαράδοτα κι εξακολουθώ να είμαι πατίρης και αξιοθρήνητος. Κι ευτυχώς που υπάρχει ο φίλος μου ο Λάκης και μου κάνει καμιά χρηματική ένεση που και που και τα φέρνω βόλτα, αλλιώς…
Τέλος πάντων. Στο τρομερό δωμάτιο που μένω έφθασα ασθμαίνων ο φίλος μου ο Λάκης.
-Λεωνίδα, κοιμάσαι ακόμα;
-Και να σηκωθώ να πάω που χωρίς τάλιρο;
-Στην Ολυμπία. Πασχαλινή εκδρομή. Ξέρω τι θα μου πεις. Ότι δεν έχεις λεφτά.
-Πως το μάντεψες; Καφετζού είσαι;
-Εγώ το μάντεψα. Εσύ δεν θα μαντέψεις τις θα σου πω εγώ;
-Λέγε το.
-Τα έξοδα εις βάρος μου. Και, άκου περί τίνος πρόκειται. Όπως ξέρεις εγώ είμαι παντρεμένος άνθρωπος. Αλλά επειδή είμαι παντρεμένος δεν σημαίνει ότι έβαλα τελεία και παύλα στην ερωτική μου ζωή.
-Δηλαδή, σα να λέμε…
-Μάλιστα. Σα να λέμε…
Κι αυτή η άλλη είναι παντρεμένη. Έγινε, λοιπόν, το εξής. Έπεισα εγώ τη γυναίκα μου να πάει πασχαλινή εκδρομή στα Μετέωρα. Έπεισε εκείνη τον άντρα της να πάει πασχαλινή εκδρομή στην Ύδρα. Ξανάπεισα εγώ τη γυναίκα μου να πάω μόνος μου δήθεν, για να θαυμάσω τα έργα των αρχαίων ημών προγόνων στην Ολυμπία. Ξανάπεισε αυτή τον άντρα της να πάει μόνη της, δήθεν, για να ξαναζήσει το πνεύμα των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ολυμπία. Κατάλαβες τώρα;
-Δηλαδή την κοπανάτε κι οι δύο από τα ταίρια σας και πάτε να κάνετε δικό σας σόι.
-Μπράβο, Λεωνίδα. Τώρα έρχομαι σε σένα. Η γυναίκα μου Λεωνίδα, είναι πονηρή και επικίνδυνη. Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι πιθανόν να μη το φάει το παραμύθι και ξαφνικά εκεί που τη νομίζω στα Μετέωρα να κουβαληθεί μετά φανών και λαμπάδων πασχαλινών στην Ολυμπία και να μου τα κάνει ρόιδο…
-Σωστό
-Λέω, λοιπόν, ότι σε μια τέτοια περίπτωση, θάναι σοφό και φρόνιμο, αντί να πιάσει εμένα, να πιάσει έναν άλλον.
-Ποιόν άλλον;
-Δεν μαντεύεις;
-Όχι.
-Εσένα, Λεωνίδα
-Εμένα;
-Μα, βέβαια. Εσύ είσαι ανύπαντρος. Πήγες εκδρομή με μια γυναίκα, είσαι φίλος μου, σε βρήκα εκεί, κάνουμε παρέα, είναι πολύ φυσικό. Αν έρθει της λέω «ο φίλος μου ο Λεωνίδας και η δεσποινίς Τάδε, μνηστή του». Εσύ κάνεις τον ερωτευμένο με τη φιληνάδα μου, η Κική η γυναίκα μου το πιστεύει μια χαρά γιατί είναι πολύ φυσικό ένας νέος να πάει με μια νέα για Πάσχα και μπαλώνεται μια χαρά η κατάστασις. Κι εκτός απ’ αυτό, περνάς ωραία το Πάσχα σου, τρως, πίνεις, δεν χαλάς δεκάρα και παίρνεις και δυό χιλιάρικα χαρτζιλίκι, που λέει ο λόγος.
-Προκαταβολή;
-Πάρτα κιόλας.
Μου έδωσε ο Λάκης τα δυό χιλιάρικα, μ’ άρεσε και η δουλειά, έπρεπε να του φανώ και χρήσιμος, γιατί παρακαλώ να μην πάω;
Η Ολυμπία ήταν καταπράσινη, ο Αλφειός, το Κρόνιον όρος, η αρχαία Άλτις, τα ερείπια, το Μουσείο, αξίζουνε ό,τι να πεις. Αν σ’ όλα αυτά τώρα προσθέσουμε το καλό ξενοδοχείο, το φαΐ που έτρωγα μέχρι σκασίματος, τα τσιγάρα που κάπνιζα και την πασχαλινή τεμπελιά που με κυρίευε, χαλάλι το φανάρι που κράταγα στο Λάκη και τη Λούση τη φίλη του.
Ο Λάκης με ήθελε πάντα μαζί.
-Μην απομακρύνεσαι, Λεωνίδα.
-Ναι, ρε παιδάκι μου, αλλά…
-Δεν έχει αλλά, Λεωνίδα. Από την Αθήνα μπορεί να έρθει ένα αυτοκίνητο οποιαδήποτε στιγμή. Τι θέλεις; Να είναι μέσα η γυναίκα μου και να βρίσκεσαι συ μακριά; Τι θα πω τότε; Ο μνηστήρ της δεσποινίδος πάει να μαζέψει μολόχες και μου την άφησε να τη φυλάω; Θα γίνει καταστροφή. Κι όχι τίποτε άλλο, θα μου γυρεύει την προίκα πίσω κι άντε να βρω άκρη.
Εκεί, λοιπόν, εγώ, μαντρόσκυλο των ερώτων του Λάκη! Κι ο άτιμος ο Λάκης δεν σεβόταν καθόλου την παρουσία μου. Λες και δεν ήμουν καθόλου εκεί. Φιλούσε την κοπέλα, έλεγε γλυκά λόγια, έταζε λαγούς με πετραχήλια στην κοπέλα, της έδειχνε τα αρχαία της κοπέλας και για μένα δεν έδινε δυάρα. Η μόνη του φροντίδα ήτανε να με ρωτάει:
-Έφαγες Λεωνίδα;
-Θαύμα.
-Ε, τότε σκάσε και πάμε περίπατο ερωτικό.
-Εγώ κι εσύ;
-Όχι, μωρέ. Η Λούση κι εγώ. Εσύ θα έρχεσαι σαν κλειδί ασφαλείας από κοντά.
Υπέροχη μια λιακάδα το Πάσχα το πρωί, έφαγα τον σκασμό άναψα το τσιγάρο μου και κάθισα στη βεράντα να ξεκουραστώ. Η Λούση κατέβηκε πρώτη, μου είπε «Χριστός Ανέστη», λες και μου έλεγε κάτι καινούργιο, σε λίγο νάσου φρέσκος και ευτυχής ο Λάκης. Εκεί λοιπόν που σχεδιάζαμε να πάμε στο Κατάκολο να δούμε και λίγη θάλασσα, βλέπω τη Λούση να χλομιαίνει;
-Τι είναι; Ρώτησε ο Λάκης ανήσυχος.
-Αμάν! Ο άντρας μου.
Δεν κατάλαβα καλά – καλά τι λέει, νάσου ένας άγριος μαντράχαλος πηδηχτός στη βεράντα. Με κοίταξε, ξαπλωμένος, είδε το Λάκη που είχε προλάβει να πάει πιο κει, κοίταξε και τη γυναίκα του και φώναξε με φωνή τελάλη:
-Λούση!
Έκανε να χαμογελάσει η Λούση, έκανα να χαμογελάσω εγώ, αλλά αισθάνθηκα τον μαντράχαλο να με πιάνει από το γιακά.
-Μ’ αυτόν τον χαμένο είσαι εδώ; τη ρώτησε.
Η γυναίκα κατάπιε τη γλώσσα της. Ο σύζυγος όμως άρχισε να με ταρακουνάει.
-Αμ’ μου το είπανε πως ήρθε με κάποιον στην Ολυμπία, αλλά περίμενα να την πιάσω την άτιμη. Ώστε, συ είσαι, λοιπόν;
-Πήγα να διαμαρτυρηθώ. Ο Λάκης τότε ήρθε κοντά.
-Κύριε, μου έδειξε τη Λούση, δεν λέτε στη σύζυγό σας να πάμε να κάνουμε έναν περίπατο, Είναι ωραία μέρα.
-Στη σύζυγό του; ούρλιαξε ο σύζυγος.
-Μα βέβαια, είπε ο Λάκης. Έτσι παρουσιάζονται. Και είναι ταιριαστό αντρόγυνο, σας βεβαιώ. Όλοι εμείς εδώ, οι ένοικοι του ξενοδοχείου τους καμαρώνουμε.
Δεν ξέρω τι καμαρώνανε οι ένοικοι του ξενοδοχείου, αλλά ο μαντράχαλος δεν καμάρωσε καθόλου. Κι αν έχετε δει τι αποτελέσματα έχει να τσουγκρίσεις ένα ξύλινο αυγό του μανταρίσματος με ένα αληθινό, το ίδιο θα βλέπατε το κεφάλι μου με την κουτουλιά που μου ντρεσάρισε.
Τον άτιμο τον Λάκη! Δεν φτάνει που με χρησιμοποίησε για ασπίδα στις βρομοδουλειές του, δεν φτάνει που του κράτησα το φανάρι σαν τον ηλιθιοδέστερο των ηλιθίων, δεν φτάνει που με εξευτέλισε στο γένος των ανδρών, υποχρεώνοντας με να του κάνω τον μαντρόσκυλο των ερώτων του, θέλησε να βγει και λάδι από πάνω.
Δεν με άφηνε, τουλάχιστον, μόνο να τα ξεμπλέξω. Θα έλεγα πως ήμουν ένας πληρωμένος μαντρόσκυλος ερωτικών διαχύσεων και κάτι θα γλίτωνα από το τόσο ξύλο που έφαγα. Γιατί, όσο να είναι, ο δυστυχής σύζυγος, ελλείψει αποδείξεων σαφών και βλέποντας την κακομοιριά μου, κάθε θα πίστευε από τα λόγια μου…
Αλλά να πει πως η φιλενάδα του ήταν… γυναίκα μου και να μου φορτώσει εμένα το ξύλο που θα έτρωγε αυτός ήταν πολύ άτιμο…
Όμως, γιατί να το κρύψω, ήτανε και πολύ έξυπνο.
Βρε τον άτιμο, που την κατέβασε το μυαλό του στη στιγμή την δικαιολογία. Φαίνεται πως όλοι οι αφιλότιμοι είναι και εξυπνάκηδες…
Και πως δικαιολογημένα το έφαγα εγώ το ξύλο:
Δεν γινόταν αλλιώς.