Λύτρωση και προσωρινή ανακούφιση αισθάνονται τα θύματα του ντράμερ Γιώργου Γιαννόπουλου μετά από την απόφαση της Ανακρίτριας να τον κρίνει προφυλακιστέο για σειρά κακουργηματικών κατηγοριών που αφορούν σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων κοριτσιών.
Ο 69χρονος μουσικός οποίος είχε συνεργαστεί με το συγκρότημα των Πυξ Λαξ που μεσουράνησε στην ελληνική σκηνή, οδηγήθηκε στη φυλακή μετά την απολογία του για τις τέσσερις νέες καταγγελίες σε βάρος του, που αφορούν το διάστημα από το 2007 – 2015.
- Από την Πωλίνα Χρήστου
Τα όσα κατήγγειλαν για τον ντράμερ οι ενήλικες σήμερα γυναίκες – πλην μιας που παραμένει ακόμη ανήλικη, προκαλούν αποτροπιασμό. Αν και ο ίδιος είχε καταδικαστεί πρωτόδικα σε 12 χρόνια κάθειρξη, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του είχε χορηγήσει τότε αναστολή στην εκτέλεση της ποινής μέχρι την έφεση. Η δίκη στο Μικτό Ορκωτό ήταν προγραμματισμένη για τις 17 Μαΐου, ωστόσο διεκόπη για τις 17 Ιουνίου λόγω κωλύματος του συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορούμενου, με τον εισαγγελέα να κάνει λόγο για εμπαιγμό του δικαστηρίου.
Η υπόθεση ήρθε στο φως της δημοσιότητας τον Φεβρουάριο του 2022, γεγονός που προκαλεί εντύπωση. Γιατί υπήρξαν τόσες καθυστερήσεις; Πώς αυτός φερόμενος κατά συρροή παιδεραστής κυκλοφορούσε ελεύθερος, θέτοντας σε κίνδυνο την ψυχική και σωματική ακεραιότητα παιδιών; Ο δικηγόρος ορισμένων εκ των θυμάτων και καθηγητής Εγκληματολογίας Παναγιώτης Παπαϊωάννου, μιλάει στο newsbreak.gr.
Γιατί καθυστέρησε να ξεκινήσει η προνακριτική διαδικασία;
«Υπήρξε μια δίκη την οποία, περιέργως, όταν διεξήχθη σε πρώτο βαθμό τον Απρίλιο του 2019 κανείς δεν το έμαθε. Συνήθως αυτές τις περιπτώσεις οι δικαστικοί ρεπόρτερ τις ανακαλύπτουν…. Ένα δεύτερο στοιχείο που συναρτάται με εκείνη τη δίκη είναι ότι, η καταγγελία που αφορά την ανήλικη και σήμερα 16χρονη, έγινε τον Ιούνιο του 2013. Δηλαδή πριν από εννέα χρόνια. Όταν γίνεται μια αναφορά περιστατικού που αποτελεί κακούργημα, ο οποιοσδήποτε κοινωνός, μέσος Έλληνας πολίτης, θα περίμενε ότι θα ξεκινήσει αμέσως η προνακριτική διαδικασία. Ωστόσο, αυτή ξεκίνησε τελικά δύο χρόνια μετά, δηλαδή τον Οκτώβριο του 2015. Ο λόγος; Τα ανακριτικά γραφεία είναι υπερφορτωμένα με υποθέσεις. Το γεγονός ότι ξεκινάει 1,5 χρόνο μετά η διαδικασία, αυτόματα σημαίνει ότι ένας άνθρωπος που κατηγορείται για ένα σοβαρότατο αδίκημα, δεν έχει καμία απολύτως επίπτωση και κυκλοφορεί ελεύθερος. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με το ότι σήμερα υπάρχουν καταγγελίες για όσα συνέβαιναν από το 2007 έως το 2015, σημαίνει ότι τα αντανακλαστικά του συστήματος όσον αφορά την αποκωδικοποίηση ενός τέτοιου αδικήματος, είναι χαμηλά και αναποτελεσματικά. Δηλαδή, αντί να κριθεί σοβαρά το το είχε συμβεί σε εκείνη την περίπτωση, είχαμε επί πολλά χρόνια ελεύθερο έναν κατηγορούμενο, ο οποίος ήταν πραγματικά επικίνδυνος. Αυτό λοιπόν, κρίθηκε εννέα χρόνια μετά. Δυστυχώς αυτό δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας».
Σε σχόλιό μας για τις περιπτώσεις τέλεσης αδικημάτων που αφορούν πρόσωπα τα οποία απασχολούν έντονα τη δημοσιότητα, όπου παρατηρείται άμεση αντίδραση του συστήματος ο κ. Παπαϊωάννου τόνισε: «Εάν βρισκόμαστε όλοι επί τροχάδην επειδή δίνεται δημοσιότητα σε μια υπόθεση, ενώ όταν δεν υπάρχει δημοσιότητα, όλοι κινούμαστε στους συνήθεις ρυθμούς μας -οι οποίοι είναι αργοί- τότε, υπάρχει ένα συνολικότερο ερώτημα για τον ποιον τρόπο λειτουργεί το σύστημα».
Το modus operandi του ντράμερ
Υπάρχει άραγε εικόνα για το πόσα μπορεί να είναι τα θύματα του κατά συρροή παιδόφιλου; «Από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος τα τελευταία περίπου 20 χρόνια πηγαίνει σε δύο παραθεριστικούς τόπους και κάνει παρέα με τα παιδιά των παραθεριστών κάθε καλοκαίρι, έως ότου τελικά, μετά από καταγγελίες παιδιών και διαμαρτυρίες γονέων τον έδιωξαν και από τους δύο» μας απαντάει ο κ. Παπαϊωάννου και τονίζει με έμφαση ότι δεν έχει καμία απολύτως σημασία να προσδιοριστεί ο αριθμός των θυμάτων. «Όλες οι πράξεις μέχρι το 2007 είναι παραγεγραμμένες καθώς έχει παρέλθει δεκαπενταετία. Υπάρχουν όμως καταθέσεις κοριτσιών που δείχνουν το modus operandi, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ”ψάρευε” τα θύματα, αποσπούσε την εμπιστοσύνη τους και ταυτόχρονα έπειθε τους ενήλικους ότι ο ίδιος είναι “ανοιχτόκαρδος” και δοτικός με τα παιδιά. Προσφερόταν να απασχολήσει τις ανήλικες με δραστηριότητες και μαθήματα μουσικής. Είχε τον τρόπο να πείσει τους γονείς ότι τα παιδιά τους είναι ασφαλή μαζί του».
Κάπου εδώ αντιλαμβανόμαστε ότι εκμεταλλεύτηκε το όνομα του συγκροτήματος, σωστά; «Αυτό ήταν κυρίως ένα μέσο για να πείσει τους ενήλικους να τον εμπιστευτούν. Βασίστηκε στο γεγονός ότι ήταν προβεβλημένος και καλούσε τους γονείς σε συναυλίες, έτσι ώστε να μην υπάρξουν ποτέ δεύτερες σκέψεις» απαντάει ο κ. Παπαϊωάννου και σημειώνει ότι ο ακριβής αριθμός των θυμάτων δεν μπορεί να καθοριστεί ακόμη. Όπως αναφέρει, εκτός από την πρώτη πράξη που αφορά την κακοποίηση της 16χρονης, οι υποθέσεις που είναι ώριμες να του αποδοθούν στην παρούσα φάση είναι τέσσερις. Επιπλέον, υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις θυμάτων, τα αδικήματα σε βάρος των οποίων έχουν παραγραφεί και περαιτέρω που αφορούν θύματα, τα οποία μέχρι στιγμής είναι άγνωστο το πώς θα ενεργήσουν.
«Γονείς και θύματα δάκρυσαν με ανακούφιση»
Ο γνωστός ποινικολόγος περιγράφει ότι τα θύματα του ντράμερ με θάρρος και αποφασιστικότητα θέλησαν να μιλήσουν και να δώσουν τέλος στην αρρωστημένη δράση του: «Εξεπλάγην από την σοβαρότητα και την αποφασιστικότητα των θυμάτων και των οικογενειών τους. Ακόμα και οι κοπέλες που ενημερώθηκαν ότι τα καταγγελλόμενα σε βάρος τους αδικήματα έχουν παραγραφεί, επέμειναν να καταθέσουν τονίζοντας ότι πρέπει να γίνουν γνωστές οι πράξεις του. Μου είπαν χαρακτηριστικά ”αυτός ο άνθρωπος κυκλοφορεί ελεύθερος, πρέπει να ακουστούν όσα έχει κάνει σε εμάς όσο ήμασταν μικρές, για να προστατευθούν άλλα ανήλικα κορίτσια”» αναφέρει ο κ. Παπαϊωάννου και προσθέτει ότι τα θύματα και οι οικογένειές τους ικανοποιήθηκαν με την απόφαση της προφυλάκισης αλλά και με τον τρόπο που ο ίδιος χειρίστηκε την υπόθεση: «Συγκινήθηκαν, λυτρώθηκαν. Ορισμένοι γονείς αλλά και θύματα δάκρυσαν με ανακούφιση και εξέφρασαν τις ευχαριστίες τους, για τον τρόπο που τις εκπροσώπησα, αποθαρρύνοντας περαιτέρω διαρροές για τα συμβάντα και την ταυτότητά τους. Σεβόμαστε το τεκμήριο της αθωότητας αλλά και τα θύματα έχουν δικαίωμα να εκφράζουν το αίτημά τους για απόδοση δικαιοσύνης. Ως συνήγορος αισθάνθηκα περήφανος που με εμπιστεύτηκαν αυτές οι οικογένειες. Τα θύματα είναι από τις πιο θαρραλέες γυναίκες που έχω συναντήσει» τονίζει ο κ. Παπαϊωάννου και εξηγεί: «Δεν υπήρχε τίποτα απτό να στηριχθούν οι αρχές. Στην κρίση περί προσωρινής κράτησης οδήγησαν οι εμπεριστατωμένες αναφορές που υπέβαλαν αυτές οι γυναίκες». Όπως σημειώνει, η ανακούφιση και η λύτρωση είναι προσωρινά συναισθήματα, καθώς το αποτέλεσμα δεν είναι τελικό και τα θύματα αναμένουν να ξεκινήσει η δίκη.
«Οι καθυστερήσεις οδηγούν με βασανιστικό τρόπο τα θύματα ακόμη και στην παραίτηση»
Πόσο εύκολο είναι άραγε να φτάσουν τα θύματα στη δικαίωση; «Αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν με εφιάλτες, κάποια είχαν πρόβλημα με τις οικογένειές τους. Υπήρχαν γονείς που δίσταζαν ακόμη και τώρα να τις στηρίξουν στην συντεταγμένη προς τις αρχές καταγγελία. Άλλοι που ομολογούσαν ότι “ό,τι έγινε – έγινε, το έχουμε διαχειριστεί επιτυχώς, δε θέλουμε να μπλέξουμε”. Ωστόσο, την ιστορία γράφουν πάντα όσοι έχουν το ηθικό ανάστημα και το ψυχικό σθένος. Η στάση όλων όσων αποφάσισαν να μιλήσουν ανοιχτά έχει μεγάλη σημασία για την ελληνική κοινωνία. Όταν η αλήθεια μπορεί να αποτυπωθεί με συντεταγμένο τρόπο νομικά, θα φέρει αποτέλεσμα. Τα αδικήματα αυτά παρουσιάζουν κωλύματα στην απόδειξη για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί δεν λαμβάνονται σωστά οι καταθέσεις των ανηλίκων αλλά και των ενηλίκων που τους συνοδεύουν και δεύτερον γιατί η όλη διαδικασία πραγματοποιείται με αργό ρυθμό. Αυτό οδηγεί με βασανιστικό τρόπο τα θύματα ακόμη και στην παραίτηση. Αυτό που αναζητούν είναι μια δικαίωση ηθική, δεν αναζητούν κάποιο οικονομικό όφελος. Έχει στιγματιστεί η ανηλικότητά τους, έχει διαταραχθεί η οικογενειακή τους γαλήνη, βγαίνουν να μιλήσουν προκειμένου να κάνουν το ελάχιστο κοινωνικά ωφέλιμα για τις ίδιες, αλλά και για να βοηθήσουν στο να υπάρξει κάθαρση από το τόσο νοσηρό και ατιμωτικό αδίκημα. Όταν όμως το σύστημά μας δεν είναι τόσο ευαισθητοποιημένο όπως στην προκειμένη περίπτωση, απαιτεί πολύ κόπο για να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στα θύματα».
Ο κ. Παπαϊωάννου εξηγεί ότι ο τρόπος με τον οποίο καταθέτουν τα παιδιά έχει αλλάξει μετά την τροποποίηση του νόμου: «Η καθηγήτρια Εγκληματολογικής Ψυχολογίας κα Όλγα Θεμελή έχει γράψει ένα πολύ σημαντικό βιβλίο για την διαδικασία κατάθεσης ανηλίκων, με τίτλο ”Τα παιδία καταθέτει”, των εκδόσεων ”Τόπος”. Σε αυτό, αναφέρεται ότι το σύστημα της ελληνικής δικαιοσύνης είναι εχθρικό προς τους ανήλικους, κάτι το οποίο ελπίζουμε να αποκατασταθεί με την τροποποίηση του νόμου που πλέον ορίζει ότι οι ανήλικοι θα καταθέτουν κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Πλέον η κατάθεσή τους βιντεοσκοπείται, γίνεται η εκτίμηση της ψυχικής τους κατάσταση με βάση ένα πρωτόκολλο. Υπάρχουν ορισμένες ”περιοχές” οι οποίες ερευνώνται από τον εξειδικευμένο παιδοψυχολόγο, ο οποίος συντάσσει την έκθεση για την αντιληπτική ικανότητα του ανηλίκου αλλά και τις ανάγκες του, όπως για παράδειγμα, αν χρειάζεται ψυχολογική υποστήριξη με συγκεκριμένο επιστημονικά δομημένο πρωτόκολλο. Είναι ολόπλευρη η αντιμετώπιση του νόμου και πλέον υπάρχουν εξιδεικευμένοι άνθρωποι που βοηθούν τους ανήλικους». Ο δικηγόρος των θυμάτων σημειώνει ότι ο νόμος έχει θεσπιστεί από το 2017, αλλά η υπουργική απόφαση για το πώς θα εφαρμοστεί εκδόθηκε το 2019. Πλέον οι ανήλικοι δεν καταθέτουν στην αστυνομία, αλλά στο “Σπίτι του Παιδιού”, με τους προανακριτικούς υπαλλήλους να βρίσκονται πίσω από ένα αδιαφανές πλαίσιο.
«Η επικινδυνότητα ορισμένων κατηγορουμένων πρέπει να αποτιμάται πιο έγκαιρα»
Πώς μπορεί το ελληνικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης να προστατεύσει αποτελεσματικά τα παιδιά; Ο κ. Παπαϊωάννου επισημαίνει ότι είναι απαραίτητη η ταχύτητα και η εξειδίκευση: «Υπήρξε μια ανακουφιστική κρίση για το αυτονόητο. Η επικινδυνότητα ορισμένων κατηγορουμένων πρέπει να αποτιμάται πιο έγκαιρα, ως ένα στοιχείο αποτρεπτικό για την περαιτέρω δράση. Εάν υπήρχε πιο έγκαιρος χειρισμός, θα είχαν γλιτώσει παιδιά τα οποία έπεσαν θύματα στη συνέχεια, αυτό προκύπτει από τη δικογραφία. Το συμπέρασμα είναι ότι, το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, το οποίο καλείται να προστατεύσει τα παιδιά, πρέπει να γίνει πιο εξιδεικευμένο και πιο γρήγορο. Δεν είναι δύσκολο να οργανωθούν ειδικά τμήματα, με εξιδεικευμένους ανακριτές και εισαγγελείς που θα λαμβάνουν αποφάσεις έχοντας τη θεσμική βοήθεια ενός think tank από ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι θα τους τροφοδοτούν με επιστημονικά δεδομένα. Είναι μείζονος σημασίας η εξειδίκευση και η ταχύτητα. Η εξειδίκευση έχει ήδη αρχίσει να εισάγεται στο σύστημα, ωστόσο απαιτούνται κάποιες περαιτέρω θεσμικές παρεμβάσεις και συνολική αλλαγή νοοτροπίας στο πώς ο νόμος εφαρμόζεται» καταλήγει.