Σήμερα υποτίθεται ότι θυμόμαστε την αποφράδα ημέρα της επετείου Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως. Της, κατά Σπανουδάκη, «Γλυκιάς Πόλης». Τη θυμόμαστε, βεβαίως, όσο θυμόμαστε κάθε χρόνο τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
- Μανώλης Κοττάκης
Όσο θυμόμαστε την επέτειο των Ιμίων. Όσο την επέτειο των Ελευθερίων της Θράκης. Όσο την Ημέρα Εθνικής Ανεξαρτησίας της Κύπρου μας. Και, βεβαίως, όσο θυμόμαστε τις εθνικές μας εορτές, της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου. Όλο και λιγότερο, δηλαδή.
Δυστυχώς, όσο περνά ο καιρός και αποχωρούν οι γενιές που έζησαν τα ιστορικά γεγονότα στην πρώτη γραμμή, οι οποίες μπορούν να μας τα διηγηθούν, εξασθενεί και η μνήμη. Και μαζί με τη μνήμη υποχωρούν και οι αντιστάσεις. Στο παρελθόν θα γινόταν πολιτική επανάσταση για τις υποτονικές αντιδράσεις με τις οποίες έγιναν δεκτές από την ελληνική πολιτειακή και πολιτική ηγεσία οι ανιστόρητες πρωτοβουλίες του προέδρου Ερντογάν για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος. Αποτολμήθηκαν, όμως, το 2021 και στην Αθήνα της παρακμής δεν άνοιξε μύτη. Αντί αυτού, αδιάφοροι αναπεπταμένοι ώμοι!
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας έκανε δηλώσεις την επομένη της αποφάσεως-πρόκληση για εκατομμύρια χριστιανούς. Στο παρελθόν θα γινόταν λαϊκό δικαστήριο, αν ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης απουσίαζαν από τη δοξολογία και από τις παρελάσεις της εθνικής μας επετείου, όπως έγινε φέτος. Απουσίασαν, όμως, και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Αυτά στις μέρες μας θεωρούνται «αγγαρεία». Στο παρελθόν θα γινόταν χαμός στη Θράκη, αν κυβέρνηση εκπροσωπούνταν σε επίπεδο γενικού γραμματέα στις εορταστικές εκδηλώσεις για την απελευθέρωση της περιοχής από τη βουλγαρική κατοχή το 1920. Συνέβη και -παραδόξως- ουδείς στην ακριτική περιοχή ένιωσε την ανάγκη να πει ένα «σιχτίρ» για την υποβάθμιση.
Και, βεβαίως, δεν υπήρχε περίπτωση στο παρελθόν αξιωματούχος των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο να αποτολμήσει τιμητική εκδήλωση υπέρ της βασίλισσας Ελισάβετ σε αρχαίο θέατρο της Κύπρου όπως φέτος (ευτυχώς, ανεπιτυχώς). Κανείς δεν πρόκειται να ξεχάσει στο νησί ότι αυτή υπέγραψε την εντολή για τον απαγχονισμό του Παλληκαρίδη.
Όλα αυτά συνέβησαν και συμβαίνουν, όμως. Η διαρκής σύληση της Αγίας Σοφίας γίνεται ανεκτή με αδιαφορία από την κυβέρνηση, μόνο κάτι χαλαρά διαβήματα γίνονται στην Unesco για τα μάτια του κόσμου. Σκέψη για μποϊκοτάζ στον τουρισμό καμία. Οι Τούρκοι απτόητοι καταστρέφουν την Πύλη του αυτοκράτορα, αφήνουν τα παπούτσια τους, καταστρέφουν τοίχους, αφοδεύουν, γενικώς αλλοιώνουν ατιμώρητοι ένα ιστορικό μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Και εμείς τσιμουδιά. Ενώ η μετατροπή της Παναγίας Σουμελά σε ντίσκο στην ίδια «επιχείρηση» κάμψης του φρονήματός μας εντάσσεται. Και η κλοπή του ελληνικού από αιώνες όρου «Αιγαίο» από τον τουρκικό οργανισμό τουρισμού το ίδιο. Όλα!
Και αφού υπάρχει σε τόσο μεγάλη έκταση παθητικότης του πολιτικού συστήματος για το χθες, μετά πάσης βεβαιότητας θα υπάρξει παθητικότης και για το αύριο. Είναι της μόδας, άλλωστε, η… παθητικότης στις μέρες μας. Δεν θα αργήσει η στιγμή, λοιπόν, που θα τεθούμε ενώπιον του διλήμματος: Αμα ξεχνάμε όλα όσα μάς έκαναν, γιατί να πούμε αύριο «όχι» στη συνεκμετάλλευση; Γιατί να μη συζητήσουμε την αποστρατιωτικοποίηση; Πόλεμο θα κάνουμε; Θα χαθεί ο κόσμος μήπως, αν δώσουμε και ένα νησάκι; Αφού το «τραβάει» ο οργανισμός μας, αγαπάμε την ήττα και τη συνθηκολόγηση. Αφού έχουμε ταυτίσει πλέον με το εθνικό έδαφος τις ιδιοκτησίες μας και τις καταθέσεις μας. Εκεί βάζουμε το σύνορο! Η κυρίαρχη ελίτ το απολαμβάνει!
Το σφυροκόπημα και η πλύση εγκεφάλου για το σημαντικό και το ασήμαντο κρίνονται επιτυχείς. Η κυρίαρχη ελίτ εκμεταλλεύεται μια παράλυτη και κατάκοπη από τις διαρκείς κρίσεις κοινωνία για να επιτύχει τους στόχους της. Ο καταναλωτισμός και ο δικαιωματισμός είναι βούτυρο στο ψωμί της! Μειώνουν την εθνική συνείδηση και κάμπτουν τις τελευταίες αντιστάσεις. Το «εγώ» αντικαθιστά πλήρως το «εμείς». Η κοινωνία σκορποχώρι «παίρνει κεφάλι» από την κοινωνία της συγκρότησης. Κανείς δεν δίνει σημασία για τα εθνικά, παρά μόνον εκείνοι που γνωρίζουν τι κίνδυνοι κρύβονται πίσω από την απάθειά μας. Οι πλειονότητες ασχολούνται με τους εαυτούς τους, ποια πατρίδα.
«Αν μου μιλήσεις, είναι παρενόχληση. Αν με φλερτάρεις, είναι #ΜeΤoo. Αν αγγίξεις τη γάτα μου, είναι κακούργημα. Αν δεν με αφήσεις να παντρευτώ άνδρα και να υιοθετήσω παιδί, είσαι οπισθοδρομικός. Αν δεν με αφήσεις να καώ στον κλίβανο, είσαι φασίστας». Ζούμε, δυστυχώς, σε μια άκυρη κοινωνία, που κομματιάζεται καθημερινά όλο και πιο πολύ. Και, μολονότι αυτή θεωρείται οργανωμένο σύνολο, στην πραγματικότητα κάνει διαρκώς αποποίηση εθνικής πολιτισμικής κληρονομιάς.
Είναι λίγο δύσκολο να προβλέψουμε πού θα μας βγάλει όλο αυτό. Οι παλαιοί, που ξέρανε να μας καθοδηγήσουν και να μας ορμηνέψουν, φεύγουν, χάνεται η συνέχεια. Όσοι ζουν γνωρίζουν τη χλεύη, ως «οι παλιόγεροι με τα σκουριασμένα μυαλά». Και εμείς, που μένουμε πίσω, έχουμε το μυαλό μας διαρκώς στη βολή μας, στην κατανάλωση, στο πλήγμα που δέχεται το εισόδημά μας από την κρίση, στην ύλη και μόνον. Κουρασμένοι, υπνωτισμένοι και κατάκοποι όπως είμαστε, θεωρούμαστε το ιδανικό θύμα για τους εθνικούς συμβιβασμούς που κυοφορούνται στα γεωπολιτικά εργαστήρια της Γης. Εκτός και αν την κρίσιμη ώρα ακούσουμε το «ξυπνητήρι». Για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι πολύ αισιόδοξος ότι θα… χτυπήσει.