Διαρκής είναι η ανησυχία των Ηνωμένων Πολιτειών για την πολιτική και οικονομική διείσδυση της Κίνας στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από τις πρόσφατες επαφές ανώτερης συμβούλου του προέδρου Τζο Μπάιντεν στην Αθήνα, ενώ είχε προηγηθεί επίσκεψη έκτακτης απεσταλμένης του προέδρου Σι Τζινπίνγκ.
- Από τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΤΑΡΚΑ*
Η ιδιότυπη «μάχη απεσταλμένων» στην Ελλάδα, η οποία θεωρείται ως ο αδύναμος κρίκος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., με ροπή της κυβέρνησης του Κυρ. Μητσοτάκη προς ταχεία έγκριση κινεζικών προτάσεων (κυρίως κατά το πρώτο έτος της πρωθυπουργικής θητείας του), άρχισε με την άφιξη της Κινέζας πρέσβεως Μα Τσέκτσινγκ τον Απρίλιο. Η αξιωματούχος, αν και έχει συνταξιοδοτηθεί από την κινεζική διπλωματική υπηρεσία, αναλαμβάνει ευαίσθητες αποστολές και επισκέφθηκε αρκετές βαλκανικές χώρες στο πλαίσιο μιας -κατά τον χαρακτηρισμό τού Politico.eu- «επιχείρησης γοητείας» του Πεκίνου. Ταυτόχρονα, δεύτερος Κινέζος πρέσβης επισκέφθηκε χώρες της κεντρικής Ευρώπης σε μια προσπάθεια αναζωογόνησης της πρωτοβουλίας «16+1», η οποία αποτελεί σφήνα στην οικονομική συνεργασία μεταξύ πολλών μελών της Ε.Ε. στην περιοχή.
Κατά τις επαφές της στην Αθήνα, η Μα Τσέκτσινγκ έδωσε έμφαση στην προώθηση των σχεδίων τής «16+1», μετά μάλιστα την περσινή άρνηση της κυβέρνησης να φιλοξενήσει τη διάσκεψη κορυφής της στην Ελλάδα. Η ελληνική πλευρά είχε επικαλεστεί σοβαρά οργανωτικά και οικονομικά προβλήματα, που ήταν ορατό ότι θα προκύψουν μετά την κρίση του κορονοϊού, αιφνιδιάζοντας μάλλον το Πεκίνο, που είχε εθιστεί στην αβασάνιστη αποδοχή των περισσότερων αιτημάτων του από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Το Πεκίνο, για να μη ριψοκινδυνεύσει δεύτερη απόρριψη της πρότασης οργάνωσης της διάσκεψης, ούτε την επανέφερε στην ελληνική πλευρά ούτε την υπέβαλε σε άλλη βαλκανική ή κεντροευρωπαϊκή χώρα. Γι’ αυτό και αναζητείται τώρα κάποια εναλλακτική, υπό τη μορφή ίσως -κατά τα λεγόμενα της Μα Τσέκτσινγκ– μιας έκτακτης συνάντησης των υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών των συμμετεχουσών χωρών.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η ειδική απεσταλμένη έθεσε επίσης, με τον συνήθη εμφατικό -ως και εκβιαστικό- τρόπο όλων των Κινέζων αξιωματούχων, το ζήτημα παράκαμψης της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας για την COSCO. Η απόφαση προβλέπει την ακύρωση του σχεδίου επέκτασής της στο λιμάνι του Πειραιά λόγω πλήθους τεχνικών και περιβαλλοντολογικών ζητημάτων και της μη υλοποίησης των προβλεπόμενων επενδύσεων.
Το Πεκίνο έχει υπαινιχθεί, ως αντίποινα, τη μεταφορά μεγάλου μέρους της δραστηριότητας και των εμπορικών φορτίων της COSCO από τον Πειραιά σε άλλα ανταγωνιστικά λιμάνια της Μεσογείου.
Ωστόσο, παρόμοιες απειλές κρίνονται ανεδαφικές, επειδή οι εναλλακτικές επιλογές δεν διαθέτουν το πλεονέκτημα της ευθείας χερσαίας διασύνδεσης με τις βαλκανικές και κεντροευρωπαϊκές χώρες που είναι απαραίτητη για την προώθηση των συμφερόντων των «16+1» και Belt and Road Initiative. Άλλωστε, η υποβάθμιση του λιμανιού του Πειραιά θα σήμαινε μείζονα στρατηγική ήττα της Κίνας, η οποία συνδέει τις επενδυτικές πρωτοβουλίες της με στρατηγικές -ή και στρατιωτικές- μακροπρόθεσμες επιδιώξεις της. Σημειώνεται ότι, μετά την επίσκεψη της Μα Τσέκτσινγκ, πραγματοποιήθηκε στα μέσα Μαΐου (όπως είχε προαναγγελθεί σε συνεδρίαση της Βουλής) τηλεφωνική συνδιάλεξη του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια με τον Κινέζο ομόλογό του Γουάνγκ Γι.
Πάντως, αν και οι συνεχείς παρεμβάσεις της κινεζικής πλευράς δεν έχουν προς το παρόν αποτέλεσμα και ο πρωθυπουργός δεν έχει επιστρέψει στην ακραία φιλική λογική του προς το Πεκίνο, η Ουάσινγκτον εξακολουθεί να προβληματίζεται. Στο πλαίσιο αυτό επισκέφθηκε την Αθήνα (ταυτόχρονα με την ανάληψη των καθηκόντων νέου πρεσβευτή από τον Τζ. Τσούνη) η Λόρα Ρόζενμπεργκερ, προσωπική σύμβουλος του προέδρου Μπάιντεν και ανώτερη διευθύντρια του Λευκού Οίκου για θέματα Κίνας. Η κυρία Ρόζενμπεργκερ έχει μεγάλη πείρα λόγω των προηγούμενων θητειών της, επί προεδρίας Ομπάμα, στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας και ως διευθύντρια του τότε υφυπουργού και νυν υπουργού Εξωτερικών Αντ. Μπλίνκεν.
Η Αμερικανίδα αξιωματούχος εξέφρασε ανησυχία για την COSCO, καλώντας τους συνομιλητές της (μεταξύ των οποίων και ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του πρωθυπουργού Θάνος Ντόκος, τον οποίο είχε ξανασυναντήσει στην Ουάσινγκτον πέρυσι τον Οκτώβριο) να εστιάσουν την προσοχή τους και σε άλλα οικονομικά σχέδια της Κίνας στην Ελλάδα και, γενικότερα, στα Βαλκάνια και στη ΝΑ Μεσόγειο. Ασφαλώς, η πιο προσεκτική στάση της κυβέρνησης ως προς την πρωτοβουλία «16+1» και τη γενικότερη ταύτιση συμφερόντων Κίνας και Ρωσίας, βόρεια των ελληνικών συνόρων, έχει αρχίσει να εκτιμάται από την αμερικανική πλευρά. Αντίθετα, η κυρία Ρόζενμπεργκερ και αρμόδιοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τη θετική στάση της Ελλάδας έναντι της Κίνας σε πολλούς διεθνείς οργανισμούς, κρίνοντας ότι υπερβαίνει ακόμα και τη -γενικώς ηπιότερη- ενιαία πολιτική της Ε.Ε.
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη Ν.Α. Ευρώπη