Η επικείμενη Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ, σε συνδυασμό με δημοσιογραφικές, βάσιμες ή μη, πληροφορίες ότι οι Τούρκοι πρόκειται να θέσουν κατά τις εργασίες της το ζήτημα της αμφισβήτησης της κυριαρχίας της Ελλάδας επί του συνόλου των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, λόγω της μη τήρησης του όρου της αποστρατιωτικοποίησής τους, επαναφέρει μετ’ επιτάσεως στο προσκήνιο το σοβαρό αυτό θέμα.
- Του Θεοδώρου Κατσούφρου*
Από την δεκαετία του 1960 η Τουρκία περιλαμβάνει μονομερώς και συστηματικά στην ημερήσια διάταξη των διαφορών της με την Ελλάδα την στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νήσων. Το 2021 εκκινεί μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας ο «πόλεμος των διακοινώσεων προς τον ΟΗΕ», ακολουθούμενος από τον «πόλεμο των χαρτών», αντικείμενο των οποίων είναι πλέον η σύνδεσις της κυριαρχίας με την αποστρατιωτικοποίηση, αναγκαίος όρος από τον οποίο εξαρτάται η πρώτη, σύμφωνα με την νέα τουρκική επιχειρηματολογία.
Οι ελληνικές απαντήσεις στους παράλογους τουρκικούς ισχυρισμούς περιορίζονται, αν και ορθά τεκμηριωμένες, σε γνωστά εν πολλοίς νομικά στερεότυπα στο πλαίσιο της επιβεβαίωσης της ελληνικής κυριαρχίας, όπως αποδεικνύουν ιδίως οι επιστολές της 19ης Νοεμβρίου 2021 (έγγραφο Α/76/559) και της 2ας Μαΐου 2022 (έγγραφο Α/76/846-S/2022/432) προς τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ.
Είναι δε εντυπωσιακό ότι, ενώ γίνεται μνεία και ιστορικών λόγων προς κατάρριψη των τουρκικών αιτιάσεων (βλέπε επί παραδείγματι σημεία 9 και 12 του δευτέρου εγγράφου), η ελληνική πλευρά δεν εγκύπτει σε κρίσιμες ιστορικές πηγές, όπως είναι εν προκειμένω κατ’ εξοχήν τα «Πρακτικά της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης για τις υποθέσεις της Εγγύς Ανατολής (1922-1923)» [«Lausanne Conference on Near Eastern Affairs (1922-1923), Records of Proceedings and Draft Terms of Peace, with map, presented to Parliament by Command of his Majesty, London, His Majesty’s Stationery Office, 1923, Cmd. 1814, viii+861 σελ., στο εξής τα αναφέρω ως «Πρακτικά»], η οποία προηγήθηκε της σύναψης της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης της 24ης Ιουλίου 1923, βασικού νομικού θεμελίου της ελληνικής κυριαρχίας επί των κειμένων στην Ανατολική Μεσόγειο νησιωτικών εδαφών.
Τα Πρακτικά
Ως προς τα ζητήματα κυριαρχίας, οι αφορώσες την ελληνική κυριαρχία επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάννης είναι τόσο σαφείς, διαυγείς και αδαμάντινες, ώστε να μην χρήζουν καν ερμηνείας. Τούτου δοθέντος, η έχουσα εθιμικό χαρακτήρα Σύμβασις της Βιέννης του 1969 περί του Δικαίου των Συνθηκών μνημονεύει στο άρθρο 32 τις προπαρασκευαστικές εργασίες ως συμπληρωματικό μέσον ερμηνείας.
Με κίνητρο λοιπόν την ιστορική αναζήτηση, επικαλούμαι εκτενώς τα «Πρακτικά» για την κατάρριψη της σαθρής τουρκικής επιχειρηματολογίας περί της αποστρατιωτικοποίησης ως προϋπόθεσης για την αναγνώριση της κυριαρχίας, κάτι το οποίο είναι αφ’ εαυτού και αντιφατικό, δεδομένου ότι συγκρούεται με την μέχρι προ τινος υποστηριζόμενη «φινλανδίζουσα» θεωρία περί «φαιών ζωνών».
Ειδικώτερα, κατά την έκτη συνεδρίαση της 25ης Νοεμβρίου 1922 της αρμόδιας για τα εδαφικά και στρατιωτικά ζητήματα Επιτροπής («Territorial and Military Commission») της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης υπό την προεδρία του λόρδου Curzon, ιθύνοντα νου της Συνδιάσκεψης, ο τελευταίος καλεί τον επί κεφαλής της Τουρκικής Αντιπροσωπείας Ismet Pasha να εκθέσει τις απόψεις του επί των νήσων του Αιγαίου (σελ. 95 και επόμενες των «Πρακτικών»).
Επισημαίνοντας εκ προοιμίου ότι «οι νήσοι του Αιγαίου και της Μεσογείου» («Aegean and Mediterranean Islands»), «οι οποίες εξαρτώνται γεωγραφικώς από την Μικρά Ασία» («which depend geographically on Asia Minor»), «είναι μεγίστης σημασίας για την ειρήνη και την ασφάλεια της Ανατολίας» («of great importance for the peace and the security of Anatolia»), ο Ismet Pasha διευκρινίζει ότι «οι κείμενες εντός της τουρκικής αιγιαλίτιδας ζώνης [των τριών μιλίων] νησίδες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της χώρας [του] και θα συνιστούσαν εν δυνάμει σοβαρή απειλή για την ειρήνη στην Μικρά Ασία» («The small islands in territorial waters could seriously threaten the peace of Asia Minor and formed an integral part of that country»), αν περιέρχονταν στην κυριαρχία της Ελλάδας.
Κατά την εκτίμησή του, οι εν λόγω νησίδες «πρέπει να παραμείνουν υπό την τουρκική κυριαρχία» («must remain under Turkish sovereignty»). Χαρακτηρίζοντας περαιτέρω τις νήσους Λήμνο, Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία ως ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια της Τουρκίας και θεωρώντας ως οικονομικώς αναγκαία την ένωσή τους με την Μικρά Ασία, εξηγεί ότι αυτοί είναι οι λόγοι για την μη αποδοχή εκ μέρους της Τουρκίας της απόφασης των Μεγάλων Δυνάμεων [της 13ης Φεβρουαρίου 1914 με την οποία αναγνωρίζεται η κυριαρχία της Ελλάδας επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, πλην Ίμβρου και Τενέδου και των κειμένων εντός των τριών μιλίων από την ασιατική ακτή νήσων].
Συνεχίζει, προσθέτοντας αυθαιρέτως ότι «η τύχη των εν λόγω νήσων ανατέθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις υπό τον όρο ότι η σχετική απόφαση θα ήταν σύμφωνη με τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων μερών» («The disposal of these islands had been confided to the Great Powers on condition that the decision should be in conformity with the interests of the parties concerned») και προσάπτοντας στην Ελλάδα ότι έχει ιμπεριαλιστικές βλέψεις στην Ανατολία με πρόθεση την εκεί εγκαθίδρυση μιας ελληνικής αυτοκρατορίας!
Καταλήγει ζητώντας την πλήρη αποστρατιωτικοποίηση των ανωτέρω νήσων προς το συμφέρον της γενικής ειρήνης καθώς και την υπαγωγή τους σε καθεστώς ουδετερότητας ως ανεξάρτητης πολιτικής ύπαρξης («these islands should enjoy a neutral and independent political existence») (σελ. 96 των «Πρακτικών»).
Η αποδόμησις της τουρκικής προτάσεως
Μιλώντας εξ ονόματος τόσο του ιδίου όσο και των Συμμάχων συναδέλφων του, ο λόρδος Curzon απαντά ότι το ζήτημα «πρέπει να τεθεί κατ’ αρχάς στην ορθή νομική του βάση» («first of all to place the matter on a proper juridical basis»).
Ο λόρδος Curzon θυμίζει στον Ismet Pasha ότι η υπογραφείσα στις 30/5/1913 Συνθήκη μεταξύ Τουρκίας, Ελλάδας, Σερβίας, Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου αναφέρεται στις εν λόγω νήσους (άρθρο 5 της Συνθήκης), η τύχη των οποίων, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει ο Τούρκος εκπρόσωπος, «δεν εξαρτήθηκε από κανέναν όρο» («there were none»). Σύμφωνα με τον ίδιο, το άρθρο 5 αναθέτει απλούστατα στις Μεγάλες Δυνάμεις «το καθήκον να αποφασίσουν για την τύχη όλων των οθωμανικών νήσων στο Αιγαίο (εκτός της Κρήτης) και της χερσονήσου του Αγίου Όρους» («the duty of deciding the fate of all the Ottoman islands in the Aegean Sea (except Crete) and of the Mount Athos peninsula»).
Υπενθυμίζει περαιτέρω ότι η Συνδιάσκεψη των Πρέσβεων των Μεγάλων Δυνάμεων με αντικείμενο την τύχη των νήσων απηύθυνε στις 14/2/1914 έγγραφο στην Τουρκία κοινοποιώντας της την απόφασή της, σύμφωνα με την οποία «όλες οι υπό την κατοχή της Ελλάδας νήσοι θα έπρεπε να εκχωρηθούν στην χώρα αυτή, εξαιρουμένων των τριών νήσων» («the decision that all the islands then in the occupation of Greece should be ceded to that country with the exception of the three islands [Ίμβρου, Τενέδου και Καστελλορίζου]».
Και παραθέτει ως εξής την πρόταση του Ismet Pasha, προκειμένου να την αποδομήσει πλήρως: πρώτον, οι νήσοι Ίμβρος και Τένεδος, αλλά και η Σαμοθράκη, θα πρέπει να αποδοθούν στην Τουρκία, και, δεύτερον, όλες οι υπόλοιπες νήσοι, ιδίως δε οι Λήμνος, Λέσβος, Χίος και Ικαρία, οι οποίες είχαν δοθεί στην Ελλάδα το 1913, θα πρέπει να της αφαιρεθούν και να τεθούν υπό ειδικό καθεστώς. Ο λόρδος Curzon καταλήγει εκτιμώντας ότι παρόμοια λύσις ενέχει μεγάλες δυσχέρειες από απόψεως δικαίου, δικαιωμάτων και «δυνατότητας εφαρμογής της στην πράξη» («practicability»), «δοθέντος ότι οι ανωτέρω νήσοι αποτελούν νόμιμη ελληνική κτήση βάσει διεθνούς συνθήκης» («The islands in question were a lawful Greek possession by treaty»), ενώ ο πληθυσμός τους είναι αμιγώς ελληνικός («their populations were entirely Greek in character») (σελ. 97 και 98 των «Πρακτικών»).
Όπως συνάγεται αβίαστα από την αντιπαράθεση των δυο ανδρών, το ζήτημα της εκχώρησης της κυριαρχίας των νήσων στην Ελλάδα δεν εξαρτήθηκε τελικώς από κανέναν όρο ή κάποια προϋπόθεση. Σήμερα, όπως και τότε, οι φαντασιώσεις της Τουρκίας προβάλλονται από την ίδια ως συλλογικές αποφάσεις.
Όσον αφορά στην αποστρατιωτικοποίησή τους, ο μεν λόρδος Curzon προτείνει, ο δε Ismet Pasha αποδέχεται το συγκεκριμένο ζήτημα να ανατεθεί και να συζητηθεί από υποεπιτροπή. Αναφερόμενος ειδικώτερα στο θέμα των Στενών, ο λόρδος Curzon αποσαφηνίζει με κατηγορηματικό τρόπο ότι η κυριαρχία επί των νήσων Ίμβρου, Τενέδου και Σαμοθράκης, την οποία ο Ismet Pasha σπεύδει να προεξοφλήσει ως δεδομένη για την χώρα του, θα αποτελέσει αντικείμενο χωριστής συζήτησης από εκείνη στο πλαίσιο της αρμόδιας για την αποστρατιωτικοποίηση υποεπιτροπής, εννοώντας προφανώς ότι πρόκειται για δυο εντελώς αυτοτελή ζητήματα (σελ. 99 των «Πρακτικών»).
Κατά την έβδομη συνεδρίαση της Επιτροπής της 29ης Νοεμβρίου 1922, προβαίνοντας στον απολογισμό των εργασιών της συσταθείσας υποεπιτροπής με αντικείμενο την αποστρατιωτικοποίηση και το καθεστώς των Στενών, ο λόρδος Curzon αναφέρεται στον διαφορετικό βαθμό αποστρατιωτικοποίησης, όπως εισηγείται η υποεπιτροπή, για τις κείμενες εγγύς των Στενών τέσσερεις νήσους (Λήμνο, Σαμοθράκη, Ίμβρο και Τένεδο) έναντι της σχετικής αποστρατιωτικοποίησης των νήσων Λέσβου, Χίου, Σάμου και Ικαρίας.
Παρεμβαίνοντας, ο Ismet Pasha δηλώνει ότι ουδέποτε η Τουρκία αναγνώρισε επισήμως την κυριαρχία της Ελλάδας επί των τεσσάρων νήσων. Επαναλαμβάνει την τουρκική θέση ότι η αποστρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης πρέπει να εμπίπτει στο ίδιο νομικό καθεστώς με αυτό των Στενών (σελ. 104 των «Πρακτικών»). Ο λόρδος Curzon υπενθυμίζει ότι «ο βαθμός αποστρατιωτικοποίησης των τεσσάρων νήσων ανατέθηκε στην υποεπιτροπή, η οποία εισηγήθηκε την διαφορετική μεταχείρισή τους από την αφορώσα τις νήσους των Στενών με στόχο την προστασία της Ανατολίας από τυχόν επίθεση προερχόμενη από τα συγκεκριμένα νησιωτικά εδάφη, αναγνωρίζοντας παράλληλα στην Ελληνική Κυβέρνηση την αναγκαία για την άμυνά τους εξουσία και την διατήρηση της δημόσιας τάξης» («the sub-commission had recommended a modified form of demilitarisation which was designed to protect the Turks in Anatolia against an attack based on these islands, while leaving the Greek Government the necessary power to defend the islands and preserve order there»).
Αντιθέτως, η τουρκική πλευρά ζητεί περισσότερο ολοκληρωμένη μορφή αποστρατιωτικοποίησης (σελ. 105 των «Πρακτικών»). Ο λόρδος Curzon υπογραμμίζει με έμφαση ότι «στο αίτημα της Τουρκικής Αντιπροσωπείας η κυριαρχία και η αποστρατιωτικοποίηση της Λήμνου να παραπεμφθούν από κοινού στην αρμόδια για τα Στενά Επιτροπή, η επιβαλλόμενη απάντηση είναι, με όλο τον σεβασμό προς το πρόσωπο του Τούρκου επί κεφαλής, ότι η αξίωση αυτή στερείται ερείσματος. Η μεν κυριαρχία είναι πολιτικό ζήτημα, τα δε συζητούμενα στο πλαίσιο της Επιτροπής για την ελευθερία των Στενών θέματα είναι ναυτικής και στρατιωτικής φύσεως. Η κυριαρχία είναι ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα και πρέπει να συζητηθεί αποκλειστικά από την Πρώτη Επιτροπή και όχι από την Επιτροπή των Στενών» (σελ. 106 και 107 των «Πρακτικών»).
Η κυριαρχία είναι η μείζων έννοια
Τέλος, θίγοντας το ζήτημα του καθεστώτος αυτονομίας των Ελληνικών νήσων στο οποίο αναφέρθηκε ο Ismet Pasha κατά την συνεδρίαση της 25ης Νοεμβρίου 1922, ο λόρδος Curzon παρατηρεί ότι «ὅ,τι είναι καλό για τους Έλληνες πρέπει να είναι και για τους Τούρκους. Την προταθείσα αυτονομία των διεκδικουμένων από τους Τούρκους νήσων θα αποδέχονταν οι ίδιοι και στην περίπτωση της ηπειρωτικής Ανατολίας της οποίας οι νήσοι αποτελούν τμήμα; Το σημείο αυτό απαιτείται να αποσαφηνιστεί το συντομώτερο. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί αν οι επίδικες νήσοι πρέπει ή όχι να θεωρηθούν ως νήσοι. Πρέπει να γίνουν τουρκικές επειδή δεν είναι νήσοι ή μήπως πρέπει να θεωρηθούν ως νήσοι και να τους δοθεί ως εκ τούτου αυτονομία;»
Από τον ανωτέρω διάλογο καθίσταται σαφές ότι η μεν κυριαρχία είναι η μείζων έννοια, ενώ η αποστρατιωτικοποίηση η ελάσσων. Συνεπώς, είναι αδιανόητο, τόσο σε επίπεδο κοινής λογικής όσο και σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, να υποστηρίζεται ότι, με όχημα την αντιστροφή του ρόλου των δυο εννοιών, ο μη σεβασμός της ελάσσονος επάγεται την «ακύρωση» της μείζονος πρότασης.
Κοντολογίς, οι Τούρκοι προσπαθούν να πείσουν τους πάντες ότι το «άροτρο μπαίνει πριν από το άλογο» ή, ακόμη χειρότερα, ότι «ο γάιδαρος πετάει». Εν τέλει, η Τουρκική Αντιπροσωπεία αποδέχεται, διά στόματος του Ismet Pasha, την συνολική ρύθμιση όλων των θεμάτων, όπως προκύπτει από το τουρκικό έγγραφο της 4ης Φεβρουαρίου 1923 προς τους επί κεφαλής των Αντιπροσωπειών της Μεγάλης Βρεταννίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας (memorandum of 4th February 1923, document number 54, σελ. 837 έως 841 των «Πρακτικών») και το επιβεβαιωτικό της επελθούσας συμφωνίας επεξηγηματικό σημείωμα του Προεδρείου (document number 55, σελ. 842 των «Πρακτικών»).
*Διεθνολόγος, πρώην στέλεχος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, Senior Fellow στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Αριστείας Jean Monnet του ΕΚΠΑ, μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων