Με μελανά χρώματα περιγράφει η Citi, σε ανάλυσή της για τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, τη θέση της χώρας μας. Η Ελλάδα μαζί με την Ολλανδία και την Ιταλία αποτελούν τις χώρες που είναι πιο ευάλωτες -τόσο στο δημοσιονομικό μέτωπο όσο και στο ενεργειακό- και θα επωφεληθούν το λιγότερο από τα μέτρα στήριξης της Ε.Ε. για την αγορά ενέργειας, που αναμένεται να ανακοινωθούν στις 14 Σεπτεμβρίου.
Για πιθανές λύσεις οι οικονομολόγοι της Citi βλέπουν τέσσερις βασικές επιλογές:
1) Ιταλική πρόταση: Η Ε.Ε. να ενημερώσει τους πωλητές φυσικού αερίου ότι υπάρχει ένα ανώτατο όριο που είναι διατεθειμένη να πληρώσει. «Αυτό φαίνεται εξαιρετικά απίθανο, γιατί θα απαιτούσε η Ρωσία να είναι ανοιχτή σε ένα τέτοιο σενάριο και θα εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό από τους Ασιάτες αγοραστές υγροποιημένου φυσικού αερίου, που είναι πρόθυμοι να πληρώσουν υψηλότερες τιμές στην ελεύθερη αγορά».
2) Η πρόταση της Ελλάδας: Η Ελλάδα πρότεινε τον διαχωρισμό των τιμολογίων μεταξύ των ορυκτών καυσίμων και των πράσινων πηγών ενέργειας. Αυτό είναι δύσκολο να εφαρμοστεί χωρίς ποσοτικά ανώτατα όρια και τεράστια διαρθρωτική αναδιαμόρφωση του ισχύοντος μηχανισμού οριακής τιμολόγησης.
3) Η εξαίρεση της Ιβηρικής: Η Ισπανία και η Πορτογαλία ουσιαστικά υποβαθμίζουν τα ανώτατα όρια ισχύος του φυσικού αερίου στην εγχώρια αγορά σε επίπεδο δημοπρασίας, χρησιμοποιώντας τα κέρδη από τον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
4) Φορολογικά: Για όσους δεν διαθέτουν μεγάλους μη ορυκτούς τομείς, η επιβάρυνση θα μπορούσε στη συνέχεια να πέσει είτε σε μεμονωμένα κράτη για να καλύψουν το κενό είτε σε αναπροσαρμογές των κεφαλαίων του προγράμματος NGEU.
H Citi πιστεύει ότι ένας συνδυασμός των δύο τελευταίων επιλογών είναι πιθανός σε κάποια μορφή. Επομένως, οι χώρες που θα ωφεληθούν θα είναι, θεωρητικά, αυτές που έχουν χαμηλή εξάρτηση της ηλεκτρικής ενέργειας από το φυσικό αέριο σε σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την πυρηνική ενέργεια, με χαμηλό πληθωρισμό ενέργειας και δημοσιονομικό χώρο για δαπάνες για τα πλαφόν.