Με κυνισμό και ψυχρότητα που προκαλούν σοκ μίλησε μέσα από τις φυλακές ο σφαγέας της Νέας Ιωνίας στον Βόλο, που κατακρεούργησε τη νονά του τον Νοέμβριο του 2021 ενώ στη συνέχεια κατηγορήθηκε και για την πανομοιότυπα φρικτή δολοφονία της μητέρας του δικηγόρου του, που είχε μείνει χρόνια ανεξιχνίαστη.
Ο 40χρονος Θανάσης Μυλωνάς που έχει παραπεμφθεί σε δίκη για τη στυγερή δολοφονία της 75χρονης νονάς του Ευθυμίας Αβραμίδου – Αλεξούλη όσο και για εκείνη της 69χρονης μητέρας του πρώην δικηγόρου του Νίκης Τσιρογιάννη – Μιλήνη τον Αύγουστο του 2009, μίλησε μέσα από τις φυλακές στην εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα».
Ο ίδιος αρνείται ότι δολοφόνησε και τη μητέρα του δικηγόρου του, ενώ όπως λέει σε μερικά χρόνια θα είναι έξω και θα… συνεχίσει τη ζωή του!
«Ομολόγησα τον φόνο της νονάς μου, μου φορτώνουν άλλον έναν, πάω δικαστήριο. Εγώ είμαι ανοιχτός σε όλα. Ξέρω τι έκανα, ομολόγησα, παραδόθηκα, έχω μικρά παιδιά. Πέντε χρόνια; Δέκα; Είκοσι; Να βγω να συνεχίσω τη ζωή μου», είπε ο 40χρονος.
Ο ίδιος περιέγραψε ότι είχε καθημερινή επαφή με τη νονά του πριν την σφάξει μέσα στο ίδιο της το σπίτι: «Δεν είχε κανέναν. Είχε πεθάνει ο άνδρας της, είχε πεθάνει ο γιος της, είχε πεθάνει ο πρώην άνδρας της, εγώ πήγαινα για τα ψώνια της, την πήγαινα όπου έπρεπε να πάει. Ήμασταν σαν μάνα με γιο, απλά τους τελευταίους τρεις μήνες έμπλεξα με την κοκαΐνη και με τον τζόγο κι έκανα ανοίγματα. Όλα αυτά κρυφά από την οικογένειά μου».
Ο δράστης ζήτησε 2.00 ευρώ και η νονά του αρνήθηκε να του τα δώσει, ωστόσο υποστήριξε ότι δεν ήταν αυτός ο λόγος που τη σκότωσε: «Λογοφέραμε. Με κατηγόρησε ότι της είχα κλέψει κάποια χρήματα που είχαν λείψει από το σπίτι της κι εγώ την κατηγόρησα ότι εκείνη φταίει που πέθανε ο γιος της από ναρκωτικά, που πέθανε ο πρώην άνδρας της, που τον χαπάκωνε και τον έκλεισε σε ψυχιατρείο για να παντρευτεί τον νονό μου και που κρατούσε εσώκλειστο μέσα στο σπίτι το άλλο της παιδί που ήταν ΑμεΑ», είπε.
«Σηκώθηκα να φύγω, μπήκε μπροστά μου κι έπεσε κάτω. Άρχισε να φωνάζει και της έκλεισα το στόμα για να μην ξυπνήσει το παιδί. Δίπλα της ήταν ένα μαχαίρι, το άρπαξα κι έκανα ό,τι έκανα. Την πήγα στο υπόγειο και μάζεψα τα αίματα για να μη την δει το παιδί σε αυτό το χάλι. Έφυγα και μετά από δύο μέρες που ηρέμησα, τηλεφώνησα στην αστυνομία και ομολόγησα τι είχα κάνει» περιέγραψε ο σφαγέας του Βόλου.