Πριν από περίπου μία τετραετία ουδείς -τόσο στην Ιταλία όσο κυρίως όμως στην Ε.Ε.– φανταζόταν πως τα πράγματα θα φτάσουν έως εδώ. Κανείς δεν περίμενε πως το ακροδεξιό κόμμα «Αδελφοί της Ιταλίας» της Τζόρτζια Μελόνι, το κόμμα το οποίο στις τελευταίες εκλογές είχε συγκεντρώσει ένα ποσοστό της τάξης του 4%, θα ερχόταν να διαταράξει τις παραδοσιακές πολιτικές ισορροπίες στη γειτονική χώρα.
Τα αποτελέσματα από το exit poll που έδωσε η RΑΙ χθες στις 12 τα μεσάνυχτα ήταν αποκαλυπτικό: ο συνασπισμός της Ακροδεξιάς-Δεξιάς συγκέντρωνε ποσοστό 41%-45%, την ώρα που το αντίπαλον δέος, το μπλοκ της Κεντροαριστεράς, ασφυκτιούσε στο 22%-25%. Η πολυαναμενόμενη εκλογική διαδικασία στην Ιταλία προχώρησε χωρίς προβλήματα, με τα εκλογικά κέντρα να υποδέχονται από νωρίς το πρωί εκατομμύρια πολίτες Ιταλούς για την ανάδειξη της νέας κυβέρνησης – αν και το νέο εκλογικό σύστημα περιπλέκει τα της επόμενης μέρας. Εντούτοις η συμμετοχή κυμάνθηκε σε χαμηλά επίπεδα (51%), χαμηλότερα από εκείνα του 2018.
Οπως και να ‘χει, με βάση τα πρώτα αποτελέσματα η Ιταλία φαίνεται πως αποκτά την πιο δεξιά κυβέρνηση (με κυρίαρχο συστατικό στοιχείο την Ακροδεξιά) που είχε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, ενώ ταυτόχρονα θα αποκτήσει και την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό, με κυβερνητικούς της εταίρους την επίσης ακροδεξιά Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι και τη δεξιά Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Οι ηττημένοι δεν είναι άλλοι βέβαια από τον Ενρίκο Λέτα και το PD, που, παρά την υποστήριξη κάποιων μικρότερων αριστερών, φιλοευρωπαϊκών και πράσινων κομμάτων, δεν μπόρεσαν να υψώσουν φωνή εκλογικής «αντίστασης». Οσο για το Κίνημα των 5 Αστέρων; Παραμένει εκλογικά αυτόνομο, με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντε.
Η απογοήτευση των Ιταλών από τις προηγούμενες κυβερνήσεις λογίζεται ως δεδομένη. «Πολλοί άνθρωποι είναι κάπως απογοητευμένοι. Η Μελόνι μπόρεσε να εκμεταλλευτεί αυτή την απογοήτευση», αναλύει ο Λορέντζο ντε Σίο, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο LUISS της Ρώμης, στην «DW». «Τα Αδέλφια της Ιταλίας ήταν το μόνο κόμμα που δεν συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό των τελευταίων 18 μηνών. Η Μελόνι μπόρεσε λοιπόν “να πουλήσει πολιτικά” τις ιδέες της, δίχως, σε αντίθεση με άλλες δυνάμεις, να χρειαστεί να υπερασπιστεί τις αποφάσεις αυτού του μεγάλου συνασπισμού».
«Ο προεκλογικός αγώνας περιστράφηκε κυρίως γύρω από το εισόδημα και τα μέτρα στήριξης του πληθυσμού εν μέσω ενεργειακής κρίσης. Είναι διάχυτος ο φόβος ενδεχόμενης διολίσθησης στη φτώχεια», δήλωνε από την πλευρά του κι ο Λουτς Κλινκχάμερ, από το Γερμανικό Ιστορικό Ινστιτούτο στη Ρώμη. Οι τιμές στην ενέργεια λοιπόν, ο πληθωρισμός και οι επιπτώσεις της πανδημίας ήταν κυρίαρχα ζητήματα στον προεκλογικό αγώνα και τις πολιτικές συζητήσεις – προβλήματα τα οποία η Μελόνι φάνηκε πως αφουγκράστηκε καλύτερα, αν και μένει τώρα να αποδείξει πως μπορεί να τα λύσει.
Φασιστικές ρίζες και αντιρωσική πολιτική
Ηγέτιδα πια της ιταλικής Ακροδεξιάς-Δεξιάς, η Μελόνι έχει δηλώσει πως είναι έτοιμη για την επόμενη μέρα. Αν και το κόμμα της αποτελεί τη συνέχεια, την ιστορική μετεξέλιξη του Ιταλικού Κοινωνικού Κινήματος (MSI) του Τζόρτζιο Αλμιράντε που ιδρύθηκε το 1946 από φίλους του φασίστα Μπενίτο Μουσολίνι, που αργότερα μετονομάστηκε σε Εθνική Συμμαχία, του Τζιανφράνκο Φίνι, η ίδια λέει πως δεν είναι φασίστρια, είναι μια μετριοπαθής πολιτικός και δεν συνιστά κίνδυνο για την Ιταλική Δημοκρατία.
Τα περί αποχώρησης από την Ε.Ε. τα απορρίπτει ακόμη και σε επίπεδο ρητορικής, αν και δεν διστάζει να πει πως αυτό που επιδιώκει είναι «να βάλει την Ε.Ε. στη θέση της». Ταυτόχρονα, σε αντίθεση με άλλες ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, καταδικάζει τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και παράλληλα στηρίζει τις κυρώσεις στη Ρωσία και την αποστολή στρατιωτικού οπλισμού στην Ουκρανία.
Το πώς θα πορευτεί σε σχέση με αυτά τα ζητήματα μένει να αποδειχθεί. Αυτό που πιστώνεται όμως είναι πως κατάφερε να ακούσει («αλλά και να ξεγελάσει», λένε πολλοί αναλυτές) τους συμπολίτες της.
Για την 68η μεταπολεμική κυβέρνηση ετοιμάζονται οι Ιταλοί
«Οι εκλογές στην Ιταλία δεν είναι είδηση, αλλά… συνήθεια», σχολίαζε δηκτικά πολιτικός αναλυτής το Σαββατοκύριακο που πέρασε. Και πώς να μην είναι, όταν από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ίδρυση της Ιταλικής Δημοκρατίας συνολικά έχουν σχηματιστεί 67 κυβερνήσεις – με την επόμενη, βέβαια, αυτή που θα προκύψει από τις χθεσινές εκλογές, να εγγράφεται στα πολιτικά μητρώα ως η 68η.
Οσο για τις συνεργασίες; Αν σκεφτεί κάποιος πως ο Ρομάνο Πρόντι το 2006 μετρούσε… 14 κόμματα στον κυβερνητικό του συνασπισμό, αριθμώντας ισχνή πλειοψηφία δύο εδρών στη Γερουσία, τότε καταλαβαίνει πως ο σχηματισμός νέου σχήματος δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση.
Τούτη τη φορά μπαίνει στην εξίσωση ακόμη ένα δεδομένο: Οι έδρες είναι σημαντικά μειωμένες σε σύγκριση με τις αντίστοιχες που «μοιράστηκαν» το 2018, με βάση τη μεταρρύθμιση που ψηφίστηκε έναν χρόνο αργότερα. Ετσι, στη νέα Βουλή θα είναι πλέον 400 έναντι των 630 της απερχόμενης, ενώ στη Γερουσία θα είναι 200 αντί για 315.
Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει και η ψήφος των νέων, καθώς μετά το 2021 δικαίωμα ψήφου για τη Γερουσία έχουν πια όλοι όσοι έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους – αντί για το 25ο που ίσχυε έως τώρα. Κι αν σε αυτό προσθέσει κανείς και τον παράγοντα της κατανομής, τότε ο γρίφος γίνεται ακόμη πιο δύσκολος, καθώς οι έδρες δεν μοιράζονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά στη βάση ενός μεικτού συστήματος, που δίνει σημαντικό μπόνους στον ισχυρότερο συνασπισμό.