Tα ξημερώματα του Σαββάτου 1 Οκτωβρίου, έφυγε από τη ζωή ο Σταμάτης Κόκοτας σε ηλικία 85 ετών και μετά από μακροχρόνια νοσηλεία στο νοσοκομείο Ασκληπιείο Βούλας.
Ο θάνατός του ήρθε να προστεθεί στις αρκετές απώλειες Ελλήνων καλλιτεχνών που έφυγαν από τη ζωή τον τελευταίο καιρό και σκόρπισε θλίψη στον καλλιτεχνικό χώρο και στους fans.
O Σταμάτης Κόκοτας, μεσουράνησε στις δεκαετίες 1960 και 1970 και συνεργάστηκε με κορυφαία ονόματα της μουσικής όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Ζαμπέτας. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια του είναι το «Γιε μου».
Το συγκεκριμένο κομμάτι των Απόστολου Καλδάρα και Λευτέρη Παπαδόπουλου κυκλοφόρησε το 1977 και αρκετοί νόμιζαν ότι γράφτηκε για το θάνατο του Αλέξανδρου Ωνάση, αφ ενός επειδή χρονικά έπεται του ατυχήματος που του κόστισε τη ζωή, αφ’ετέρου επειδή τον Σταμάτη Κόκοτα τον συνέδεε φιλία με τον Αριστοτέλη Ωνάση. Παρόλα αυτά ο τραγουδιστής διέψευσε αυτή τη φήμη αποκαλύπτοντας την πραγματική ιστορία σε παλαιότερη συνέντευξή του:
«Το τραγούδι γράφτηκε για ένα πατέρα με ναρκομανή γιο. Τότε, τέλη δεκαετίας ’70, άρχισε να μπαίνει η πρέζα στη ζωή μας. Και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος τα λέει όλα εδώ… Είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς… Γιε μου, είν’ οι άνθρωποι απάνθρωποι καλέ μου, οι αρχόντοι είν’ εμπόροι του πολέμου και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά. Ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου που ’χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά».
«Σε τουρνέ μου στην Αμερική, που έλεγα το “Γιε μου” και πήγε κάποιος ν’ ανάψει το τσιγάρο του -από πόνο, επειδή είχε χάσει το παιδί του- με αποτέλεσμα να πάρουν τα μαλλιά μου φωτιά και ο μπουζουξής να τραβάει το τραπεζομάντιλο για να τη σβήσει» είχε προσθέσει.
Οι στίχοι του «Γιε μου»
Γιε μου, είν’ ο πόνος μου αβάσταχτος καλέ μου
που σε βλέπω σαν ξερόφυλλο του ανέμου
στη ζωή κυνηγημένος να γυρνάς
Γιε μου, δεν τον άκουσες τον δόλιο σου πατέρα
παρασύρθηκες και μέρα με τη μέρα
είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς
Γιε μου, τι περιμένεις, πε μου
σ’ έναν δρόμο λασπωμένο
θα ’σαι πάντα σαν δεντρί ξεριζωμένο
δίχως μοίρα, δίχως ήλιο κι ουρανό
Γιε μου, τον καημό μου συλλογίσου
γύρνα σπίτι να γλυκάνω την πληγή σου
γιε μου, γιε μου, πώς πονώ
Γιε μου, είν’ οι άνθρωποι απάνθρωποι καλέ μου
οι αρχόντοι είν’ εμπόροι του πολέμου
και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά
Γιε μου, μην πιστεύεις σε κανέναν ακριβέ μου
ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου
που ‘χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά