Διάβασα -υπό τύπον ερωτήματος- στα σαββατιάτικα φύλλα το ερώτημα αν, στο πλαίσιο της περιστολής δαπανών για την ενεργειακή κρίση, πρέπει τον χειμώνα να σβήνουν τη νύχτα και τα φώτα της Ακρόπολης.
- Από τον Μανώλη Κοττάκη
Θεωρώ το ερώτημα εξ ορισμού βλάσφημο. Διότι η Ακρόπολη είναι η ταυτότητα της πρωτεύουσάς μας. Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε την Αθήνα χωρίς Ακρόπολη. Χωρίς τον εμβληματικό ναό που στέκεται εκεί, στον Ιερό Βράχο, αγέρωχος για αιώνες, προκειμένου να θυμίζει στην οικουμένη και στους εαυτούς μας για πόσο ωραία πράγματα είναι ικανός ο άνθρωπος.
Και να το αντιδιαστέλλει με το πόσο άσχημα πράγματα μπορεί να κάνει υπό συνθήκες ο άνθρωπος, όπως φάνηκε από την ενέργεια που σπατάλησαν πρόσφατα οι κουκουλοφόροι του πλανήτη μας για να ανατινάξουν δημόσιες υποδομές, όπως η γέφυρα στην Κριμαία ή οι υποθαλάσσιοι αγωγοί Nord Stream που τροφοδοτούσαν με φυσικό αέριο τις χώρες της Σκανδιναβίας. Οποιος πιστεύει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε την οικονομία που απαιτείται, κάθε Ελληνας χωριστά και όλοι μαζί, προκειμένου τα φώτα της Ακρόπολης να λάμπουν και να φωτίζουν τον περικαλλή ναό προφανώς δεν επισκέφτηκε τελευταία τον χώρο.
Δεν είδε και δεν διαπίστωσε πόσο επιβλητικά δεσπόζει ο Παρθενώνας με τα εξαιρετικά φώτα της Ντεκώ μέσα στο τοπίο τη νύχτα. Βασιλιάς. Και πόσο αυτό γοητεύει τους χιλιάδες επισκέπτες του μνημείου από όλο τον κόσμο, οι οποίοι έχουν καταστήσει πλέον την πρωτεύουσά μας τουριστικό προορισμό ζωής για κάθε εποχή του χρόνου και όχι μόνο για το καλοκαίρι. Οποιος δεν επισκέφτηκε πρόσφατα το μνημείο προφανώς δεν κατανοεί τις σκέψεις ανθρώπων σαν κι εμάς, που πιστεύουν ότι οι Ελληνες όχι απλώς δεν είμαστε ισότιμοι πολιτισμικά με τους Τούρκους, αλλά είμαστε ανώτερος λαός. Πολύ ανώτερος λαός. Γιατί, ακόμη και μέσα στην παρακμή μας και τη διαφθορά μας, έχουμε την κουλτούρα να διαχειριστούμε την κληρονομιά που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας και να τη μεταδώσουμε στις επόμενες γενιές.
Τα ‘φερε ο Θεός έτσι ώστε την προηγούμενη εβδομάδα να παρακολουθήσω τρεις εκδηλώσεις στο Ηρώδειο: τη συγκινητική συναυλία του Σταμάτη Σπανουδάκη για τη Σμύρνη, την παράσταση του Τζον Μάλκοβιτς, με την οποία σατιρίζονται οι κριτικοί μουσικής, και, τέλος, την αφιερωμένη στον μελαγχολικό Γιάννη Σπανό συναυλία με την Τάνια Τσανακλίδου, τη Λιζέτα Καλημέρη και τέσσερα νέα παιδιά, άξιους συνεχιστές τους στο ελληνικό τραγούδι. Η αίσθηση και από τα ορεινά του κάτω διαζώματος και τα πολύ ορεινά του άνω διαζώματος ήταν κυριολεκτικά συγκλονιστική. Χιλιάδες άνθρωποι κρεμασμένοι σαν τσαμπιά στο επικλινές αρχαίο ωδείο μας, έχοντας στην πλάτη τους τον περικαλλή ναό, μπροστά τους διακεκριμένους μουσικούς και καλλιτέχνες και πάνω απ’ τα κεφάλια τους ένα υπέροχο φεγγάρι και έναν υπέροχο αττικό ουρανό, έδειξαν εμπράκτως πως οι Ελληνες είμαστε με όλες τις αμαρτίες και τα ελαττώματά μας ένα εκπαιδευμένο κοινό να μπορεί να διαχειρίζεται τόσο συγκλονιστικά περιουσιακά στοιχεία.
Και, για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει όλοι οι πρωταγωνιστές τέτοιων παραστάσεων να μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις τους. Οι συνθέτες και οι μουσικοί, οι πρωταγωνιστές του μικροφώνου και, βεβαίως, οι πολίτες. Οι θεατές. Ο λαός. Μας παρατηρούσα από ψηλά και καμάρωνα. Οι πρωταγωνιστές δίνουν εξετάσεις, γιατί το Ηρώδειο με φόντο τον Ναό της Ακρόπολης είναι ένα δύσκολο βήμα. Οποιος στέκεται μπροστά στο μικρόφωνο και κάνει το λάθος να κοιτάξει ψηλά θα δει από πάνω του τον Παρθενώνα αλλά και χιλιάδες θεατές έτοιμους να πέσουν πάνω του είτε για να τον γκρεμίσουν είτε για να τον σηκώσουν στα χέρια και να τον αποθεώσουν. Η Τάνια Τσανακλίδου, μάλιστα, μου έλεγε μετά την παράσταση ότι, για να εμψυχώσει τα δύο νέα κορίτσια που ερμήνευσαν τραγούδια του Γιάννη Σπανού, τους υποσχέθηκε -και το υλοποίησε- ότι θα είναι δίπλα τους, αγκαλιά τους, πάνω στη σκηνή του Ηρωδείου.
Οι μουσικοί, Ελληνες και ξένοι, οι οποίοι ανεβαίνουν επίσης στη σκηνή, δείχνουν να έχουν απόλυτη συναίσθηση του τι σημαίνει να παίζεις νότες κάτω από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης. Οι ταξιθέτες επίσης μετέχουν ενεργά στην παράσταση με έμπρακτο σεβασμό στα μάρμαρα και στον ιερό χώρο, που εκ πρώτης όψεως μοιάζει με αρένα, αλλά τελικά είναι ιερό του πολιτισμού. Και, βεβαίως, το κοινό μεγάλης ηλικίας, άνθρωποι αλλά και δεκάδες νέα παιδιά, το οποίο γνωρίζει ανάλογα με την παράσταση πού να σιωπήσει, πού να χειροκροτήσει, πού να γελάσει, πού να αποθεώσει.
Είναι σε τέλειο συγχρονισμό με τη σκηνή. Στην παράσταση του Μάλκοβιτς, που στην πραγματικότητα ήταν ένας ύμνος στην ελευθερία του λόγου, έστω κι αν αυτός είναι ενοχλητικός, τα νέα παιδιά με το γέλιο τους, το βροντερό χειροκρότημά τους και τις σιωπές τους γνώριζαν άριστα πώς να είναι συμπρωταγωνιστές με τον διάσημο Αμερικανό ηθοποιό. Οι Ελληνες τελικά -με όλα τα κουσούρια μας- είμαστε έμπειρος λαός. Και, χωρίς καμία διάθεση ρατσισμού και υπερβολής, πιστεύω ότι δεν είμαστε ισότιμοι με τον τουρκικό λαό. Είμαστε ανώτεροι.
Κάνω αυτήν την αντιπαραβολή για να απαντήσω με έναν τρόπο στους χαρακτηρισμούς του προέδρου Ερντογάν, ο οποίος μεταχειρίζεται ακριβώς αυτές τις λέξεις για να πλήξει το γόητρό μας. Διακηρύσσοντας ότι η χώρα του, διπλωματικά και στρατιωτικά, δεν είναι ισότιμη με την Ελλάδα. Και γι’ αυτό απαξιοί να ασχολείται μαζί μας, να μας απευθύνεται κατά τρόπο ισότιμο. Γι’ αυτό δεν σηκώθηκε εκείνος όρθιος για να απαντήσει στον δικό μας πρωθυπουργό στην Πράγα. Αλλά τα μεγαλεία δεν τα κάνουμε οι στρατοί.
Τα μεγαλεία τα κάνουν οι πολιτισμοί. Τα μεγαλεία δεν τα κάνει η δύναμη, τα μεγαλεία τα κάνει το πνεύμα. Η σκέψη. Η δύναμη πεθαίνει. Η σκέψη ζει. Το φως της Ακρόπολης δείχνει ότι τα πνευματικά μας σύνορα και η ακτινοβολία του πολιτισμού μας, έστω κι αν ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας μας και του πολιτικού μας συστήματος σαπίζει κάθε μέρα, ακτινοβολούν μέχρι τα πέρατα της οικουμένης. Κάθε ξένος επισκέπτης φεύγει για την πατρίδα του με μια Ελλάδα μέσα του. Την οποία δεν μπορεί να διαγράψει κανένα συκοφαντικό δημοσίευμα, καμία ιαχή πολεμοχαρούς ηγέτη, καμία επικίνδυνη στροφή της Ιστορίας. Δεν υπάρχει κανένας λόγος λοιπόν να σβήσουν τα φώτα του Παρθενώνα, ό,τι κι αν μας συμβεί μέσα στον χειμώνα.
Στο σκοτάδι να χρειαστεί να κατακλυστεί η πόλη, ο Παρθενώνας πρέπει να είναι φωτεινός και να στέκεται εκεί αγέρωχος και υπερήφανος. Για να θυμίζει στην οικουμένη όχι απλώς για ποιο πράγμα είμαστε ικανοί εμείς οι Ελληνες, αλλά για ποια αριστουργήματα είναι ικανός ο άνθρωπος σε καιρούς ειρήνης.