Οι Ηνωμένες Πολιτείες -ανεξάρτητα από τις θετικές ή αρνητικές αξιολογήσεις για παλαιότερες μεσολαβήσεις τους- καταβάλλουν, την τρέχουσα περίοδο, ειλικρινείς προσπάθειες για την αποφυγή ελληνοτουρκικής σύγκρουσης στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο.
- Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΤΑΡΚΑ *
Σε εποχή κορύφωσης του πολέμου στην Ουκρανία, ουδείς στην Ουάσινγκτον επιθυμεί ακραίες εξελίξεις στη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ και στο σταυροδρόμι πολλών ενεργειακών δρόμων.
Ωστόσο, το κύριο συμπέρασμα μέχρι στιγμής είναι ότι η ηγεσία της Τουρκίας δεν είναι δεκτική στις αμερικανικές παροτρύνσεις για την υιοθέτηση ηπιότερης γραμμής έναντι της Ελλάδας. Οι απλουστευτικές διατυπώσεις στα ημεδαπά «τηλεοπτικά παράθυρα» ότι η Ουάσινγκτον «θα δώσει εντολή» στον πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν να μην προβεί σε επίθεση ή «θα του το απαγορεύσει, όπως στη Συρία» ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας. Η Αγκυρα δεν ικανοποιείται από όποια ανταλλάγματα, θεωρώντας πως αξιοποιεί μία ιδανική συγκυρία προώθησης των νεοοθωμανικών σχεδιασμών της.
Εξίσου εκτός πραγματικότητας αποδεικνύονται οι προβλέψεις του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη κατά τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Τζ. Μπάιντεν τον Μάιο. Ο κ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε «θετική» την προσωπική του συζήτηση, άνευ πρακτικών, με τον κ. Ερντογάν στις 13 Μαρτίου, αν και είχε ήδη μεσολαβήσει ολόκληρο δίμηνο παραβιάσεων και υπερπτήσεων. Φέρεται, επίσης, ότι έδωσε (όπως και δημοσίως αργότερα) υπερβολική διάσταση στα προβλήματα της τουρκικής οικονομίας ως μη επιτρέποντα ακρότητες στον κ. Ερντογάν. Προφανώς, αν οι πρωθυπουργικές εκτιμήσεις ήταν εύστοχες, ούτε η Τουρκία θα αποτολμούσε την υπογραφή τρίτου μνημονίου με τη Λιβύη στις 3 Οκτωβρίου ούτε οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις θα βρίσκονταν σε διαρκή ετοιμότητα.
Στην παρούσα φάση ελληνοτουρκικής έντασης, που τείνει να εξελιχθεί στην πιο μακρά και επικίνδυνη κρίση από το 1974, τρεις είναι οι σημαντικότερες πτυχές της αμερικανικής διπλωματικής δραστηριότητας: Πρώτον, σύμφωνα με ελληνικές και ξένες πηγές, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Τζ. Σάλιβαν πραγματικά προσπάθησε -ανεπιτυχώς όμως- να τονίσει την ανάγκη αποκλιμάκωσης κατά την πρόσφατη συνάντηση της Κωνσταντινούπολης με τον σύμβουλο της τουρκικής προεδρίας Ιμπ. Καλίν. Ο εξ απορρήτων του κ. Ερντογάν όχι μόνον δεν ενέδωσε, αλλά ανέπτυξε τη συνήθη ρητορική ότι η Τουρκία υπερασπίζεται τα δικαιώματά της έναντι δήθεν επιθετικών ελληνικών ενεργειών. Ο κ. Σάλιβαν συνεχίζει τις προσπάθειές του.
Η δεύτερη προτεραιότητα αφορά τη διεξαγωγή επαφών μεταξύ των υπουργών Αμυνας Ν. Παναγιωτόπουλου και Χ. Ακάρ. Η προ εβδομάδος συνάντηση, κατά την υπουργική σύνοδο του ΝΑΤΟ, ήταν αποτέλεσμα σύστασης της Ουάσινγκτον κατόπιν -αβάσιμων- ισχυρισμών του κ. Ακάρ περί πολύμηνων αρνήσεων του Ελληνα ομολόγου του. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι αισιοδοξούν ότι τα ανοιχτά κανάλια επικοινωνίας θα αποτρέψουν χειρότερες εξελίξεις έπειτα από -πιθανότατο- αεροπορικό ή ναυτικό «ατύχημα».
Τρίτο σημείο των αμερικανικών πρωτοβουλιών αποτελεί η πρόταση αναβίωσης του λεγόμενου «Military De-Confliction Mechanism» που συμφωνήθηκε καταρχήν στο ΝΑΤΟ την 1η Οκτωβρίου 2020 μετά τη θερινή ένταση εκείνης της χρονιάς. Η Συμμαχία και οι ΗΠΑ επιμένουν σε προληπτικά μέτρα περιορισμού των κινήσεων των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων απορρέοντα από την ακριβή μετάφραση «Μηχανισμός Στρατιωτικής Αποκλιμάκωσης». Αντίθετα, η Αθήνα (βάσει διορθωτικών παρεμβάσεων του υπουργείου Εξωτερικών και του ΓΕΕΘΑ στο Μαξίμου) είχε διευκρινίσει πως αποδέχεται τον μηχανισμό μόνον υπό την έννοια κατευναστικών συνεννοήσεων για την αποφυγή κλιμάκωσης αεροναυτικών ή μεθοριακών επεισοδίων.
Προφανώς καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι θα πρέπει να υποβάλει, εκ των προτέρων, στο ΝΑΤΟ και να συζητά με την Τουρκία πρόγραμμα κινήσεων των τριών Οπλων σε περιόδους έντασης ή και απλών ασκήσεων. Γι’ αυτό άλλωστε ο διάλογος στο ΝΑΤΟ διακόπηκε, την άνοιξη του 2021, μετά τις τεχνικές συζητήσεις λειτουργίας 24ωρης απευθείας τηλεφωνικής γραμμής μεταξύ των κέντρων επιχειρήσεων των ΓΕΕΘΑ Ελλάδας και Τουρκίας.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη