Πριν από ένα σχεδόν χρόνο, όταν ο γνωστός τηλεοπτικός ενεχυροδανειστής Ριχάρδος Δημήτριος Μυλωνάς, οδηγείτο στις φυλακές του Ναυπλίου, οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές της χώρας ετοιμάζονταν να κάτσουν στις δάφνες τους…
Θεωρούσαν ότι η υπόθεση με τους οκτώ προφυλακισμένους της φερόμενης «οργάνωσης λαθρεμπορίας χρυσού» και τους πάνω από σαράντα συγκατηγορουμένους τους που είχαν αφεθεί ελεύθεροι – οι περισσότεροι με την επιβολή περιοριστικών όρων – θα ακολουθούσε τη συνήθη δικαστική οδό, μέχρι να φτάσει στο ακροατήριο. Κανένας δεν είχε φανταστεί (ακόμα και ο ίδιος ο Ριχάρδος που όντας ελάχιστες μέρες έγκλειστος τον διαβεβαίωναν οι δικηγόροι του ότι η περιπέτεια του οσονούπω θα λήξει) ότι η παρατηρητικότητα των καλών νομικών τους παραστατών όχι μόνο θα τους έβγαζε από τη φυλακή αλλά και θα ξεφούσκωνε εντελώς την υπόθεση του δήθεν κυκλώματος, με αποτέλεσμα σήμερα όπως όλα δείχνουν να μην φτάσει ούτε καν σε δίκη έστω και για ένα αδίκημα πλημμεληματικού χαρακτήρα.
Κι αυτό με βάση των νόμων των πιθανοτήτων αν τελικά το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο υιοθετήσει την εισαγγελική πρόταση για πλήρη απαλλαγή όλων των κατηγορουμένων. Όποιο πάντως και να είναι το σκεπτικό του βουλεύματος του τριμελούς δικαστικού συμβουλίου πλημμελειοδικών, ένα είναι σίγουρο, λαθρεμπορία χρυσού δεν υφίσταται.
Ηθικό υπόβαθρο
Πως όμως έφτασαν οι Αρχές σε ένα τέτοιο φιάσκο όπου έκαναν ακόμα και τον τότε πρωθυπουργό να πιστεύει και να δηλώνει από βήματος της βουλής για την μεγάλη επιτυχία των διωκτικών αρχών, και την καλή λειτουργία των συστημάτων της πολιτείας;
Η αλήθεια είναι ότι το αρμόδιο αστυνομικό τμήμα που επιλήφθηκε από την αρχή της υπόθεσης, καταναλώνοντας δεκάδες εργατοώρες σε παρακολουθήσεις και σε τηλεφωνικές συνομιλίες, έτριβαν τα χέρια τους ότι είχαν βγάλει μεγάλο λαβράκι και οι άνδρες του έπρεπε να καρπωθούν ειδικά την μεγάλη επιτυχία με ονοματεπώνυμο και συνολικά όχι ως ΕΛΑΣ. Όλα θεμιτά και κατανοητά όσον αφορά τον ιδρώτα των ανδρών του εκάστοτε τμήματος ασφαλείας που επιλαμβάνεται μια υπόθεση.
Με μοναδική παράληψη σε αυτή τη τόσο σοβαρή περίσταση ουδείς σκέφτηκε να συμβουλευτεί τις τελωνειακές υπηρεσίες που γνωρίζουν με ακρίβεια την τελωνειακή νομοθεσία. Μετά το φιάσκο εκείνων των ημερών οι διαρροές από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη μάλιστα έλεγαν ότι η αστυνομία ενημέρωνε για όλες τις κινήσεις της τις αρμόδιες δικαστικές αρχές από τις οποίες ελάμβανε ενθάρρυνση για κάθε επόμενο βήμα και επαίνους.
Έτσι όλοι έπεσαν σε μια παγίδα άνευ προηγουμένου, σε μία υπόθεση (που μπορεί να έχει μία γενικότερη ηθική απαξία για το ρόλο των ενεχυροδανειστηρίων που ξεφύτρωσαν σαν τα στραγάλια την εποχή της ελληνικής κρίσης αποψιλώνοντας σε ότι πολύτιμο διέθεταν οι χειμαζόμενοι Έλληνες), αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχαμε να κάνουμε με παράνομες συμπεριφορές και βαριά ποινικά αδικήματα. Αυτό προκύπτει από την εισήγηση της εισαγγελέως κυρίας Τσιρώνη προς το δικαστικό συμβούλιο, αν και εισηγήθηκε την αποφυλάκιση των κατηγορουμένων, δεν υιοθετεί την άποψη της ΑΑΔΕ, λέγοντας χαρακτηριστικά πως:
«Γίνεται αντιληπτό ότι στις ημέρες της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων που βιώνει η Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία, βρήκαν ευχερές πεδίο δράσεως άνθρωποι οι οποίοι δεν διαθέτουν το ηθικό έρεισμα και υπόβαθρο και, χαρακτηριζόμενοι από πλεονεξία και διάθεση ευκαιριακού πλουτισμού μέσω παράνομων τεχνασμάτων και ενεργειών και υπό την προνομιακή θέση που κατέχουν, αναζητούν τρόπους εκμετάλλευσης των συνανθρώπων μας».
Το έγγραφο
Η αντίστροφή μέτρηση στην υπόθεση ξεκίνησε όταν οι δικηγόροι των κατηγορουμένων (Αλέξης Κούγιας, Επαμεινώνδας Παπαδέας, Δημήτρης Κακόγιαννος, Παναγιώτης και Γιώργος Μιχαλόλιας, Μιχάλης Δημητρακόπουλος) επικαλέστηκαν στην ανακρίτρια κατά της διαφθοράς Σταυρούλα Μπελδέκα που χειριζόταν την υπόθεση την τελωνειακή νομοθεσία. Η δικαστική λειτουργός απευθύνεται πάραυτα στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) με σχετικό ερώτημα το οποίο και θα κατεύθυνε την περαιτέρω δικανική της κρίση.
Η αρχή απαντά άμεσα στην ανακρίτρια μέσω fax το οποίο στέλνει στο ανακριτικό γραφείο ότι:
«Ο χρυσός δεν υπόκειται κατά την εξαγωγή του ούτε σε δασμούς και φόρους ούτε σε οποιονδήποτε περιορισμό» και ότι «η εξαγωγή χρυσού από τη χώρα μας χωρίς να τηρηθούν οι οριζόμενες από τον νόμο διατυπώσεις δεν στοιχειοθετούν λαθρεμπορία αλλά απλή τελωνειακή παράβαση του άρθρου 147 παρ. 5 το νόμου 2960/2001 και μόνο εφόσον πρόκειται για εμπορικό χρυσό».
Η Σταυρούλα Μπελδέκα ετοιμάζεται για ανάκληση των ενταλμάτων κράτησης που είχε η ίδια εκδώσει μετά τις απολογίες των κατηγορουμένων, αλλά η αρμόδια εισαγγελέας προφυλακίσεων επιμένει στο θέμα της προφυλάκισης, καθώς αστυνομία εισαγγελία είναι εκτεθειμένοι σε μία πλημμελή ποινική αντιμετώπιση μίας τόσο σοβαρής υπόθεσης. Η διαφωνία αίρεται με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο ναι μεν διατάσσει την αποφυλάκιση των κατηγορουμένων, γιατί «δεν ήταν στο παρελθόν φυγόποινοι ή φυγόδικοι ούτε έχουν καταδικασθεί αμετάκλητα για παρόμοιες πράξεις», με τις ενδείξεις ενοχής να παραμένουν.
Το τριμελές δικαστικό συμβούλιο επέβαλε στον ενεχυροδανειστή και στον φερόμενο ως υπαρχηγό του κυκλώματος Τουρκικής καταγωγής εγγυοδοσία 200.000 ευρώ και τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της εμφάνισης μία φορά τον μήνα στο αστυνομικό τμήμα. Στους υπόλοιπους 6 επιβλήθηκαν μόνο περιοριστικοί όροι.
Οι δικαστές, τότε, αν και άναψαν το πράσινο φως για την αποφυλάκιση των κατηγορουμένων, δεν υιοθετούν στο βούλευμά τους τη νομική εκτίμηση που αναφέρει στο έγγραφό της η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), δηλαδή ότι δεν οφείλονται δασμοί και φόροι για την εξαγωγή χρυσού στην Τουρκία, που οδηγεί στην πτώση του βασικού αδικήματος της λαθρεμπορίας, συμπαρασύροντας ακολούθως και τα αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης και του ξεπλύματος.
Μιλάει για σοβαρές ενδείξεις ενοχής, αλλά παρ’ όλα αυτά κάνει δεκτές όλες τις προσφυγές και διατάσσει αποφυλακίσεις με περιοριστικούς όρους.
Μέρος του σκεπτικού του βουλεύματος βλέπει το φως της δημοσιότητας όπου οι δικαστές αναφέρουν μεταξύ άλλων ότι με βάση τα πραγματικά περιστατικά:
«Και υπό το πρίσμα των νομικών διατάξεων και παραδοχών […] προκύπτει ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των προσφευγόντων για τις κακουργηματικές πράξεις που τους αποδίδονται με το κατηγορητήριο αφού, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς τους, συντρέχει υψηλός βαθμός πιθανολόγησης ότι έχουν τελέσει τις διωκόμενες αυτές κακουργηματικές πράξεις ιδίως ενόψει του ότι οι κατασχεθείσες ποσότητες χρυσού, αργυρού, κοσμημάτων, ρολογιών και λοιπών τιμαλφών που βρέθηκαν στο πλαίσιο των ερευνών που διενεργήθηκαν κατά την αστυνομική προανάκριση σε οικίες, καταστήματα και οχήματα καθώς και στο πλαίσιο σωματικών ερευνών κατελήφθησαν στην κατοχή των κατηγορούμενων και προορίζονταν για εξαγωγή στην Τουρκία, όπως το τελευταίο συνάγεται από προηγούμενη όμοια εξακολουθητική δράση τους, χωρίς να προκύπτει γι’ αυτά η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευσή τους και την επ’ αυτών επιμέτρηση φόρων, δηλαδή ΦΠΑ και ενδεχομένως ειδικού φόρου πολυτελείας, με αποτέλεσμα να νοούνται ως λαθρεμπορεύματα.
Παράλληλα, στο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου γινόταν λόγος για ποσότητα χρυσού που εντοπίστηκε σε έναν από τους κατηγορούμενους, ο οποίος πραγματοποιούσε καθημερινά με τουριστικό λεωφορείο δρομολόγιο από Αθήνα σε Κωνσταντινούπολη και αντίστροφα. Όπως αναφερόταν χαρακτηριστικά, οι προσφεύγοντες αποπειράθηκαν να εξαγάγουν λάθρα τις ράβδους χρυσού προς την Τουρκία μέσω του τουριστικού λεωφορείου «χωρίς την υποβολή της αναγκαίας διασάφησης εξαγωγής», όπως προβλέπεται από τον ενωσιακό τελωνειακό κώδικα, και «χωρίς να διαθέτουν φορολογικά παραστατικά σχετικά με την προέλευσή τους και την επ’ αυτών επιμέτρηση ΦΠΑ».
Ακόμα, στο βούλευμα τους οι δικαστές αναφέρονταν στις ποσότητες αργυρού και χρυσού που κατασχέθηκαν από τις Αρχές στο κεντρικό κατάστημα του Ριχάρδου Μυλωνά, σημειώνοντας ότι:
«Ήταν έτοιμες προς εξαγωγή στην Τουρκία ενόψει και του ότι οι πλάκες αργυρού ανευρέθησαν επιμελώς συσκευασμένες σε κουτιά εξαγωγής με αναγραφόμενους ως παραλήπτες εταιρείες της Τουρκίας». Και για αυτές τις πλάκες, «χωρίς να προκύπτει και σε αυτή την περίπτωση η ύπαρξη φορολογικών παραστατικών σχετικά με την προέλευσή τους και την επ’ αυτών επιμέτρηση ΦΠΑ». Τέτοια δε παραστατικά «δεν αποτελούν τα δελτία αποστολής των μη τιμολογηθέντων αποθεμάτων εκδόσεως της εταιρείας “Ελληνικά Ενεχυροδανειστήρια Εργαστήρια Χυτήρια Μον. Α.Ε.” με παραλήπτη τον Ριχάρδο Μυλωνά», τα οποία είχε προσκομίσει στην ανακρίτρια προκειμένου να δικαιολογήσει την προέλευσή τους.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο βούλευμα, «η κρίση του παρόντος Συμβουλίου περί της ύπαρξης σοβαρών ενδείξεων ενοχής σε βάρος των προσφευγόντων δεν αναιρείται από κανένα αποδεικτικό μέσο, ούτε από τα έγγραφα που στο πλαίσιο της ανάκρισης διαβιβάστηκαν από την ΑΑΔΕ. Και τούτο διότι η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων με τα έγγραφα αυτά δεν αναφέρεται στην εξαγωγή λαθρεμπορευμάτων από τη χώρα, που αποτελεί και το κρινόμενο ζήτημα. Επίσης, ακόμη και αν δεν έχει υπολογιστεί η αξία των κατασχεθέντων εμπορευμάτων, δεν αναιρεί την κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για τις ενδείξεις ενοχής σε βάρος των κατηγορούμενων».
Για την ιστορία
Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το διαβιβαστικό της Ασφάλειας, με το οποίο είχαν οδηγηθεί στον εισαγγελέα, οι εμπλεκόμενοι φέρονταν να χρησιμοποιούσαν ως στρατηγείο-χυτήριο το κεντρικό κατάστημα της εταιρείας στην οδό Πατησίων, απέναντι από το Πολυτεχνείο, μέσα στο οποίο καθημερινά έλιωναν δεκάδες κιλά χρυσού, προκειμένου να μην μπορούν να το παρακολουθούν οι αστυνομικοί, λόγω «της ιδιαιτερότητας του σημείου».
Τα εμπλεκόμενα μέλη χρησιμοποιούσαν αργκό προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί. Χαρακτηριστικά, αποκαλούσαν «ζάχαρη» ή «κίτρινο» τον χρυσό, «στρογγυλό» ή «κορίτσια» τις χρυσές λίρες Αγγλίας, «γραμμές» τις χιλιάδες ευρώ και «χαρτιά» τα χρήματα. Επιπλέον, αντί ονομάτων χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα. Ενδεικτικά: «Χοντρός» ήταν το αρχηγικό μέλος της σπείρας, ο Δημήτριος Ριχάρδος Μυλωνάς, «Μουράτ» ήταν ο επιχειρησιακός αρχηγός Ismail Albouzan κ.λπ.
Σύμφωνα πάντα με το διαβιβαστικό:
«Ο Ριχάρδος θεωρούνταν αυθεντία στο αντικείμενο του χρυσού και διατηρούσε διεθνείς επαφές. Μάλιστα απευθύνονταν σε αυτόν μέσω τρίτων προσώπων για διάφορες εξυπηρετήσεις ακόμα και άτομα με υψηλές θέσεις στη χώρα τους, όπως ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, που λόγω της πτώσης της λίρας στην Τουρκία τού στέλνει χρηματικό ποσό 130.000 χωρίς να προκύπτει η περαιτέρω διαχείριση αυτών των χρημάτων».
Σχεδίαζε, δε, να επεκτείνει τις δραστηριότητές του μέχρι το Λας Βέγκας, ενώ ετοιμαζόταν να μπει δυναμικά και στον χώρο της εμπορίας επώνυμων ρολογιών, συμμετέχοντας με 20% σε μια ανώνυμη εταιρεία που θα λειτουργούσε εντός του νέου Αστέρα Βουλιαγμένης με βασικό μέτοχο πασίγνωστο Αθηναίο κοσμηματοπώλη και κεφάλαιο 500.000 ευρώ. Μάλιστα από τα στοιχεία της δικογραφίας προέκυπτε ότι ο Ριχάρδος διέθετε χιλιάδες ευρώ για γνωστές τηλεοπτικές διαφημίσεις, όπως «Ριχάρδος τώρα και στην γειτονιά σας, Καβάλα, Θεσσαλονίκη κλπ».
ΠΗΓΗ: dikastiko.gr