Πιο πολύ «βιτρίνα» παρά ουσία είναι όλες οι υποσχέσεις του κυβερνητικού επιτελείου προς τους συνταξιούχους. Από το νέο έτος αναμένεται να γίνει «διαχωρισμός» και αυξήσεις να λάβουν μόνο οι παλαιοί συνταξιούχοι, και ειδικότερα όσοι υποβάλουν αίτηση έως τις 31 Δεκεμβρίου του 2022.
Ο λόγος είναι ότι, όπως είναι σήμερα διατυπωμένη η σχετική διάταξη στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας, δεν γίνεται διαμοιρασμός της αύξησης και στο σκέλος της εθνικής και στο σκέλος της ανταποδοτικής σύνταξης. Αυτό θα σημαίνει ότι δύο συνταξιούχοι με τους ίδιους όρους ασφάλισης θα λαμβάνουν εντελώς διαφορετικά ποσά. Στο σχέδιο νόμου που αναμένεται να κατατεθεί στις αρχές της επόμενης εβδομάδας στη Βουλή (η δημόσια διαβούλευση έληξε στις 20 Οκτωβρίου) περιλαμβάνεται η διάταξη που ορίζει ότι «το συνολικό ποσό της σύνταξης αυξάνεται από την 1/1/2023 κατ’ έτος, με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με βάση συντελεστή που προκύπτει από το άθροισμα του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του ΑΕΠ συν το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους διαιρούμενου διά του δύο (2) και δεν υπερβαίνει το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή». Από αυτά τα δεδομένα προκύπτει ότι, αφενός μεν, το ποσοστό της αύξησης, όπως έχουν πει εξάλλου δημόσια και οι αρμόδιοι υπουργοί, θα διαμορφωθεί στο 7%, αφετέρου δε, ότι οι αυξήσεις θα δοθούν το νωρίτερο στα τέλη Μαρτίου.
Η εθνική σύνταξη είναι καθηλωμένη τα τελευταία χρόνια στα 345 ευρώ για 15 έτη ασφάλισης και 384 για 20 έτη ασφάλισης και είναι ουσιαστικά η κρατική συμμετοχή, ενώ η ανταποδοτική σύνταξη εξαρτάται από τις εισφορές που έχει καταβάλει κάθε ασφαλισμένος. Επομένως, εάν δεν αυξηθεί η εθνική σύνταξη, δηλαδή δεν ανέβει στα 411 ευρώ, εφόσον η αύξηση είναι 7%, τότε οι νέοι συνταξιούχοι θα λαμβάνουν σημαντικά μικρότερα ποσά. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, αυτή η κατάφωρη αδικία ωθεί χιλιάδες συνταξιούχους να σπεύσουν να υποβάλουν άμεσα τις αιτήσεις τους, δηλαδή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2023, ώστε να λάβουν τις αυξημένες συντάξεις, καθώς λαμβάνεται υπόψη όχι η ημερομηνία έκδοσης της συνταξιοδοτικής απόφασης αλλά η ημερομηνία υποβολής της αίτησής της. Αξίζει να σημειωθεί ότι τυχόν αύξηση της εθνικής σύνταξης θα απαιτεί ναι γίνει για τρίτη φορά επανυπολογισμός όλων των συντάξεων, διαδικασία που είναι εξαιρετικά χρονοβόρα και εγκυμονεί κινδύνους. Υπενθυμίζεται ότι μόλις την περασμένη εβδομάδα ο ΕΦΚΑ παραδέχτηκε ενώπιον της Δικαιοσύνης ότι υπάρχουν σοβαρά λάθη και παραλείψεις στον επανυπολογισμό των παλαιών (προ του 2016) συντάξεων με παράλληλη ασφάλιση, οι οποίες υπολογίζονται σε περισσότερες από 500.000.