Ο φόβος που εξέφρασε στέλεχος της αγοράς στο newsbreak.gr
Στο καλάθι του νοικοκυριού θα συμμετέχουν αναγκαστικά όλα τα μεγάλα σουπερμάρκετ. Για την ακρίβεια, όσα καταγράφουν τζίρο άνω των 90 εκατομμύρια €.
Το καλάθι θα περιλαμβάνει 51 είδη από 20 κατηγορίες, τα οποία θεωρούνται απαραίτητα για την επιβίωση κάθε νοικοκυριού. Δεν θα διαθέτει δηλαδή είδη πολυτελείας, αλλά μόνο είδη πρώτης ανάγκης με έμφαση στα προϊόντα διατροφής.
Παρά τα όσα είχε αφήσει το υπουργείο ανάπτυξης να εννοηθούν, τα συγκεκριμένα προϊόντα δεν θα είναι «τζάμπα», κατά την καθομιλουμένη. Δεν θα είναι καν με σταθερές τιμές. Αντίθετα, θα διαχωρίζονται όχι επειδή θα είναι υποτιμημένα, αλλά επειδή οι τιμές τους θα αυξάνονται με μικρότερο ρυθμό από τα υπόλοιπα αντίστοιχα προϊόντα!
Το βασικότερο χαρακτηριστικό που προκαλεί ερωτηματικά είναι πως δεν θα υπάρχει διατίμηση στις τιμές των συγκεκριμένων προϊόντων, ακόμα και αν αποτελούν είδη πρώτης ανάγκης. Αντίθετα, το κάθε σουπερμάρκετ θα μπορεί να λανσάρει τα προϊόντα που θέλει, ακόμα κι αν οι τιμές που δίνει είναι διαφορετικές από τα αντίστοιχα προϊόντα μίας άλλης αλυσίδας.
Εδώ, σύμφωνα με έμπειρο στέλεχος της αγοράς, ελλοχεύει ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Ένας κίνδυνος που μπορεί να επηρεάσει ολόκληρη την αλυσίδα της αγοράς, χωρίς πρακτικά να προσφέρει λύσεις στον καταναλωτή.
Ο λόγος είναι ότι σε αντίθεση με την εποχή των συνεχών λοκντάουν όπου τα σουπερμάρκετ είχαν προνομιακή μεταχείριση από την κυβέρνηση λειτουργώντας μονοπωλιακά εις βάρος της υπόλοιπης αγοράς, οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια δεν θα δημιουργούσε ιδιαίτερη δυσκολία σε ολόκληρη την αλυσίδα του εμπορίου τροφίμων.
Οι τζίροι και τα κέρδη ήταν αυξημένα με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία στην επιλεκτική κερδοφορία των αλυσίδων ειδικά όταν μιλάμε για συγκεκριμένα προϊόντα. Σήμερα όμως, οι ραγδαίες ανατιμήσεις στο σύνολο των βασικών προϊόντων διαβίωσης, ξεκινώντας από το ρεύμα, τα καύσιμα, τα ενοίκια έως τις τιμές στο σύνολο των προϊόντων, καθιστούν εξαιρετικά επίφοβη την οποιαδήποτε επιβολή περιορισμών.
Ο καταναλωτής έχει ήδη περικόψει τις αγορές του σε όλα τα επίπεδα, πράγμα που φαίνεται πλέον στα αποτελέσματα σε όλο το εύρος της επισιτιστικής αλυσίδας.
Πρακτικά, το καλάθι του νοικοκυριού προβλέπεται να περιέχει προϊόντα τα οποία ήδη τα σουπερμάρκετ έβγαζαν σε τιμές προσφοράς ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μόνο που τώρα θα είναι συγκεντρωμένα σε ένα σημείο των καταστημάτων, τόσο χωροταξικά όσο και προϊοντικά.
Τα σουπερμάρκετ όμως δεν είναι παραγωγοί τροφίμων, αλλά μεταπωλητές. Θεωρείται λοιπόν βέβαιο ότι η πλειοψηφία των προϊόντων θα είναι είδη τα οποία θα αποφασίζονται από τις αλυσίδες μέσω μειοδοτικών διαγωνισμών προς τους προμηθευτές και θα πωλούνται με τις αποκλειστικές φίρμες που διαχειρίζεται το κάθε σουπερμάρκετ.
Μία μεγάλη γαλακτοβιομηχανία για παράδειγμα, θα πουλά το ίδιο προϊόν με άλλη φίρμα στο σουπερμάρκετ, σε χαμηλότερη τιμή, την οποία θα έχει προσφέρει στην συγκεκριμένη επιχείρηση για να επιλεχθεί το δικό της προϊόν. Αυτό ενδέχεται να λειτουργήσει τον πρώτο καιρό, είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο εάν θα έχει διάρκεια και επίφοβο ως προς τις γενικότερες συνέπειες που θα έχει στην αγορά.
Κρίσιμο επίσης είναι το σημείο ότι τα προϊόντα θα ανανεώνονται ανά δεκαπενθήμερο, δηλαδή κάθε 15 ημέρες θα σουπερμάρκετ θα κάνουν νέους μειοδοτικούς διαγωνισμούς προκειμένου να ανανεώνουν τους προμηθευτές για τα προϊόντα ιδιωτικής φίρμας τα οποία θα προσφέρουν.
Με απλά λόγια, ένας παραγωγός θα αναγκαστεί να πουλήσει ακόμα και κάτω του κόστους, αλλιώς δεν θα πουλήσει καθόλου και θα τεθεί εκτός αγοράς. Εάν όμως η ενέργεια αυτή διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, θα προκαλέσει τεράστιο πλήγμα ακόμα και στον παραγωγό που θα «κερδίσει» τον μειοδοτικό διαγωνισμό, καθώς τα κόστη παραγωγής συνεχίζουν να αυξάνονται, ενώ η τραπεζική χρηματοδότηση είναι ελάχιστη και πλέον με τεράστιο κόστος.
Αυτά τα στοιχεία καθιστούν το καλάθι του νοικοκυριού μία ενέργεια με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, που εάν δεν συνοδευτεί με άλλες κυβερνητικές παρεμβάσεις όπως η μείωση του ΦΠΑ στα βασικά προϊόντα, ίσως να δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που θα λύσει.