Οι Κ. Μητσοτάκης και Τ. Ερντογάν θα βρεθούν μπροστά στις κάλπες, στις χώρες τους μέχρι το καλοκαίρι 2023. Οι ημερομηνίες των εκλογών και κυρίως η απόσταση μεταξύ των εκλογών στην Ελλάδα και την Τουρκία θα επηρεάσουν ιδιαιτέρως την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την αποφυγή ή μη πιθανότητας πρόκλησης «τυχαίου ατυχήματος» στο Αιγαίο ή στη Μεσόγειο.
- Της Κύρας Αδάμ
Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης δεν προσδιορίζει από τώρα τον ακριβή χρόνο των εκλογών, αλλά αναφέρεται αορίστως σε χρόνο «μέσα στην άνοιξη».
Ωστόσο, ο χρόνος και η ημερομηνία των εκλογών που θα επιλέξει η κυβέρνηση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι πριν από την ημερομηνία εκλογών που θα ανακοινώσει στην Τουρκία ο Τ. Ερντογάν. Και τούτο διότι:
Στην περίπτωση που προηγηθούν οι ελληνικές εκλογές από αυτές της Τουρκίας, η Ελλάδα θα βιώσει μια περίοδο πολιτικής αστάθειας, καθώς οι πρώτες εκλογές δεν θα βγάλουν αυτοδύναμη κυβέρνηση, οι διερευνητικές επαφές για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας δεν θα αποδώσουν -όπως παγίως γίνεται- και η χώρα θα οδηγηθεί σε δεύτερες και κατά πάσα πιθανότητα οριστικές εκλογές σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Το μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων στην Ελλάδα -καθώς ο Ερντογάν θα βαδίζει στις δίκες του εκλογές- είναι η χρυσή ευκαιρία για τον απερχόμενο Τούρκο πρόεδρο να επιδιώξει ένα «τυχαίο ατύχημα», που θα βρει την Ελλάδα πολιτικά σχεδόν ακέφαλη και τις Ενοπλες Δυνάμεις σε αναζήτηση διαταγών και εφαρμογής εντολών. Δι’ αυτού του τρόπου ο Ερντογάν μπορεί να εκμεταλλευτεί την ένταση για μια σχετικώς άνετη τελευταία επανεκλογή του.
Υπενθυμίζεται ότι στο παρελθόν η Τουρκία επέλεξε ακριβώς τη στιγμή πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα για να στραφεί στρατιωτικά εναντίον της. Η πρώτη ήταν η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, όταν η Ελλάδα προσπαθούσε να ανακτήσει τη δημοκρατία και να σχηματίσει κυβέρνηση.
Η δεύτερη φορά ήταν η τραγωδία στα Ιμια, που έγινε ακριβώς την περίοδο κατά την οποία ο Κ. Σημίτης προσπαθούσε να επιβάλει την κυβέρνησή του στους εσωκομματικούς αντιπάλους του.
Ο Τ. Ερντογάν γνωρίζει ότι μπορεί να απειλήσει στρατιωτικώς την Ελλάδα μόνο κατά τη διάρκεια πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα, όπως το μεσοδιάστημα δύο εκλογικών αναμετρήσεων, όταν η χώρα πρακτικώς στερείται κυβέρνησης.
Και τούτο διότι ανεξάρτητα από την προκλητική επιθετική και προσβλητική ρητορική της κυβέρνησης Ερντογάν απέναντι στην Ελλάδα, η Τουρκία δεν έχει τη δυνατότητα να αναλάβει στρατιωτική προσπάθεια κατά της Ελλάδας σε νησιά, νησίδες και βραχονησίδες, ούτε και στην περιοχή του Εβρου.
Ο Τ. Ερντογάν δεν γνωρίζει αν -σε οποιαδήποτε τουρκική ενέργεια, έστω και σε απομακρυσμένη ελληνική βραχονησίδα στην οποία θα «φορτώσει» μετανάστες- η Ελλάδα θα αντιδράσει με επιχειρησιακές αποστολές αντεπίθεσης, που ισοδυναμούν με γενίκευση πολέμου, πιθανό γεγονός αυτό, που θα οδηγήσει σε μεγάλο ρίσκο τον Ερντογάν, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του. Επειδή ο Ερντογάν έχει αποδείξει ότι δεν είναι πολιτικός που ρισκάρει στο κενό, η μοναδική πιθανότητα να έχουν αποτέλεσμα τουρκικές στρατιωτικές ενέργειες σε βάρος της Ελλάδας -π.χ. μετανάστες εκ Τουρκίας σε ελληνική βραχονησίδα, με τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις να προστρέχουν στη «διάσωσή τους»- μπορεί να έχουν αποτέλεσμα μόνο όταν η Ελλάδα θα βρίσκεται σε πολιτική αναστάτωση και ανασφάλεια εν μέσω δύο εκλογών, ενώ ο Ερντογάν θα βαδίζει στην τελική ευθεία προς τις τουρκικές κάλπες.
Για τους λόγους αυτούς η τελική επιλογή της ασφαλούς ημερομηνίας των εκλογών στην Ελλάδα θα είναι ημερομηνία μεταγενέστερη των εκλογών στην Τουρκία.
Προς τούτο η προηγούμενη συνεννόηση για τον χρόνο των εκλογών ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα, ανεξαρτήτως πολιτικών και ιδεολογικών διαφορών τους, θα μπορούσε να είναι επιβεβλημένη, για να αποκλειστεί διαπαντός οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια της Τουρκίας. Και παράλληλα, να συμφωνήσουν στην αποδέσμευση των κανόνων εμπλοκής των Ε.Δ. και συγκεκριμένα αρχηγού ΑΤΑ, αρχηγού Στόλου και διοικητή ΑΣΔΕΝ μέχρι να συγκροτηθεί η επόμενη ελληνική κυβέρνηση, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε καθυστέρηση στη λήψη αποφάσεων.