Βρισκόμαστε σε ένα σημείο που η τοξικότητα του σκανδάλου των υποκλοπών «μολύνει» ολόκληρο το πολιτικό τοπίο. Δεν έχει σημασία αν κανείς είναι ψηφοφόρος της Νέας Δημοκρατίας ή όχι, το πρόβλημα αφορά τη χώρα και οι βουλευτές της Ν.Δ. έχουν υποχρέωση να κάνουν κάτι, όταν το κόμμα τους βρίσκεται μέσα σε ένα πρωτοφανές ηθικό κενό.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Σε τέτοιες καταστάσεις η σιωπή και η πειθαρχία έρχονται δεύτερες. Πρωτεύει η ανάγκη για ηθική καθαρότητα. Αν δεν το πράξουν οι ίδιοι οι βουλευτές του κόμματος, το αδιέξοδο στο εξής μόνο θα βαθαίνει. Ακόμα κι αν το Μαξίμου αισθάνεται ασφαλές επειδή, πιθανώς, ό,τι στοιχεία θα μπορούσαν να ανασυρθούν έχουν καταστραφεί ή εξαφανιστεί εδώ και μήνες, το κόμμα δεν θα μπορέσει ποτέ να αποτινάξει την αμφιβολία και τη «ρετσινιά».
Η Όλγα Κεφαλογιάννη βγήκε και μίλησε ξανά χθες με σαφήνεια, λέγοντας μια αλήθεια για το κρυφτούλι με το απόρρητο στην εξεταστική επιτροπή. Πολλοί τη γνωρίζουν αυτή την αλήθεια, αλλά εκείνη είπε τις λέξεις φωναχτά. Η Κεφαλογιάννη βοήθησε έτσι την παράταξή της αλλά και όλο το πολιτικό σκηνικό.
Από την πρώτη στιγμή που έσκασε η «βόμβα» των υποκλοπών, τα περισσότερα στελέχη της Ν.Δ. σίγησαν. Η σιωπή τους είναι εκκωφαντική και οι όποιες αντιρρήσεις τους περιορίζονται σε στενό κύκλο. Αυτή η έλλειψη θάρρους εξυπηρετεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη, αλλά βλάπτει τον πυρήνα της ιστορικής παράταξης, που δεν δείχνει τις απαραίτητες αντιστάσεις στην «αρχή του ενός».
Ολίσθηση
Οσο η κυβέρνηση ολισθαίνει στον σκοτεινό και ανεξέλεγκτο δρόμο του Κυριάκου Μητσοτάκη, υπάρχουν δυο τρεις φωνές που κρατούν αποστάσεις με τη στάση τους τόσο στις επιτροπές της Βουλής όσο και με τον δημόσιο λόγο τους. Με ισχυρότερη όλων τη φωνή της Ολγας Κεφαλογιάννη.
Προερχόμενη από μια οικογένεια με βαθιές ρίζες στη Ν.Δ., η Κεφαλογιάννη εκφράζει έντιμα τη φωνή της λογικής. Ως βουλευτής αφουγκράζεται τις ανησυχίες της κοινής γνώμης, που ένα μεγάλο κομμάτι της αποτελείται από ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας, και λειτουργώντας θεσμικά υπερασπίζεται με συνέπεια και σοβαρότητα, σχεδόν ολομόναχη, την τιμή της παράταξης.
«Το θέμα του απορρήτου δεν μπορεί κανείς πλέον να το επικαλείται, ειδικά στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας που εκ του Κανονισμού της Βουλής έχει το δικαίωμα του ελέγχου», δήλωσε χθες στο Open.
Η Ολγα Κεφαλογιάννη είναι εκτός «γραμμής» Μαξίμου, αλλά εντός των αρχών του κόμματος που υπηρετεί. Ως ισχυρή προσωπικότητα και βουλευτής που σέβεται τους θεσμούς και την ψήφο των πολιτών γνωρίζει ότι το κόστος από την απροθυμία διερεύνησης ενός τέτοιου σκανδάλου θα είναι τεράστιο. Και ότι η προσχηματική «επίκληση απορρήτου» θα αποτελεί μια διαχρονική βαριά σκιά για το κόμμα της.
Η θέση της Κεφαλογιάννη ήταν και παραμένει η ίδια από την αρχή αυτής της υπόθεσης, πολύ πριν από την αναφορά του ονόματός της στην πρώτη λίστα των παρακολουθούμενων από το «Documento».
Λίγες μέρες μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου τον Αύγουστο, «κυκλοφόρησε» η φημολογία περί αντικατάστασής της από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, για να μην είναι παρούσα στις συνεδριάσεις για τις υποκλοπές. Αρκούσε μια δήλωσή της για να σταματήσουν απότομα τα όποια σενάρια ξεκινούσαν από παρατρεχάμενους του Μαξίμου: «Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι η συνέχιση της συμμετοχής μου στην Επιτροπή, ιδίως σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο, αποτελεί αυτονόητη υποχρέωση και επιβεβλημένο κοινοβουλευτικό μου καθήκον».
Αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται στον παράδρομο της θεσμικότητας, η Ολγα Κεφαλογιάννη φροντίζει να την επαναφέρει. Τον Σεπτέμβριο εγκάλεσε τον υπουργό Δικαιοσύνης για την προαγωγή της Παγουτέλη σε αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, υποβάλλοντας ερώτηση στη Βουλή για την επιλογή Τσιάρα να αναβαθμίσει μια δικαστικό γνωστή για τις αντισημιτικές απόψεις της.
Το απόρρητο
Η βουλευτής της Ν.Δ. ήταν αυτή που εκπροσώπησε την οικογένειά της στην εκδήλωση που έγινε για τα 10 χρόνια από τον θάνατο του Γιάννη Κεφαλογιάννη. Ηταν η ημέρα που ο Κώστας Καραμανλής έκανε την καταλυτική παρέμβασή του για το θέμα των υποκλοπών, ακυρώνοντας το επιχείρημα Μητσοτάκη περί απορρήτου. Οι παλαιότεροι γνωρίζουν ότι οι κόντρες Κωνσταντίνου Μητσοτάκη – Γιάννη Κεφαλογιάννη ήταν πολύ σκληρές.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξαρχής αντιμετώπισε με περίεργο τρόπο την Κεφαλογιάννη. Αν και φέρεται, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του Ιουλίου 2019, να έκανε λόγο προεκλογικά για ένα υπερ-υπουργείο Πολιτισμού – Τουρισμού με επικεφαλής την Κεφαλογιάννη, αμέσως μετά τις εκλογές τής πρότεινε το Υπουργείο Τουρισμού. Η βουλευτής αρνήθηκε και έτσι ο πρωθυπουργός την άφησε εκτός κυβέρνησης.
Ομως, η Κεφαλογιάννη θέλησε να ξεδιαλύνει αμέσως και δημοσίως το τοπίο αλλά και τις φήμες. Σε τηλεοπτική της συνέντευξη πήρε θέση εξηγώντας τι είχε συμβεί: «Εχω δουλέψει τα τελευταία 2,5 χρόνια στον τομέα Πολιτισμού. Εκεί ήμουν υπεύθυνη. Ημουν έτοιμη να προσφέρω τις γνώσεις και τις δυνάμεις μου σ’ αυτόν τον χώρο. Ο πρωθυπουργός μού πρότεινε το Τουρισμού. Ενα υπουργείο όπου είχα θητεύσει το 2012-2015. Εγώ εκεί είχα κάνει τον κύκλο μου και ήμουν έτοιμη για το επόμενο βήμα».
Η Ολγα Κεφαλογιάννη αναδεικνύεται σε ένα ισχυρό χαρτί για τη Ν.Δ. Διότι τα πολιτικά προφίλ δεν χτίζονται μόνο με τα «ναι». Κάποιες φορές χτίζονται και με τα «όχι».
Βιογραφικό
Γεννήθηκε το 1975 στην Αθήνα. Είναι κόρη του πρώην βουλευτή και υπουργού Ιωάννη Κεφαλογιάννη. Αποφοίτησε από το Κολλέγιο Αθηνών και σπούδασε Νομική στην Αθήνα, με μεταπτυχιακές σπουδές σε Λονδίνο και Βοστόνη. Εργάστηκε σε δικηγορικά γραφεία της Αθήνας, της Νέας Υόρκης και στη Νομική Υπηρεσία της Κομισιόν. Διετέλεσε ειδική συνεργάτις του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και εξελέγη πρώτη φορά βουλευτής το 2007. Το 2012 διορίστηκε επί Σαμαρά υπουργός Τουρισμού.