Για τον τρόμο που αισθανόταν να αποκαλύψει όσα έζησε στην «Κιβωτό του Κόσμου» αλλά και όλα όσα του είχε εκμυστηρευτεί, μίλησε ο θείος του 19χρονου που κατήγγειλε στις αρχές κακοποίηση και ασέλγεια από παράγοντα μέσα στη δομή.
«Ο μικρός, όταν μας το είπε, του είπαμε: ‘Τι κάθεσαι; Σήκω φύγε’. Λέει: ‘Θα διώξει τη μαμά από το σπίτι και τον (αδελφό) από τη δουλειά’. Του λέω: ‘Βρε είσαι χαζός; Δε θα βρει δουλειά;’. ‘Και η μαμά;’. Τελοσπάντων έφυγε το παιδάκι» περιέγραψε ο συγγενής του 19χρονου και στη συνέχεια περιέγραψε ότι ο συγκεκριμένος άνδρας απειλούσε τον ανήλικο τότε: «Δεν έδιωξε τη μητέρα αυτός, μόνο τους φοβέριζε, έτσι μου έχει πει το παιδί. Τον αδελφό του τον έδιωξε από τη δουλειά, όταν ο μικρός έφυγε. Στην αποθήκη, αποθηκάριος και τι του έδινε; 150 ευρώ τον μήνα».
Όπως περιέγραψε στην εκπομπή Live News, ο 19χρονος είναι τρομαγμένος και φοβάται, καθώς δέχτηκε επίθεση: «Τώρα που είχε πάει στην Αθήνα για να πάρει το χαρτί για να πάει στον στρατό, ένα από τα πρωτοπαλίκαρά του, ας το πω έτσι, τον βρήκε στον δρόμο τον μικρό και τον χτύπησε. Τον φοβάται το παιδί. Να φανταστείτε έφυγε, δεν του έδιναν την ταυτότητά του, το βιβλιάριο του γιατρού. Όταν έφυγε ο μικρός, έφυγε όπως ήταν, με το παντελόνι του και με το μπλουζάκι του και του λέω: ‘Βρε παιδί μου γιατί δεν πας να πάρεις τα ρούχα σου;’. Λέει: ‘Αποκλείεται, δε θα μου τα δώσουν, εδώ δεν μου έδωσαν την ταυτότητά μου και τον σταυρό μου τον βαφτιστικό’. Δεν ήθελε να πάει, φοβόταν. Εμείς του λέγαμε να πάει, δεν ήθελε, φοβόταν και τελικά αυτό το κοριτσάκι η (…) με τα πολλά τον έπεισε. Τον είχανε πάρει στον στρατό από την εισαγγελία και φοβόταν ο μικρός».
Στη συνέχεια ο συγγενής του 19χρονου αποκάλυψε ότι το παιδί δεχόταν ξυλοδαρμούς: «Ο καταγγελλόμενος τον είχε καλέσει στην Αθήνα, αυτός τον καλούσε συνέχεια στην Αθήνα. Τη μία είχε πρόβλημα στη μέση του, είχε κάνει ένα χειρουργείο και έπρεπε να είναι ο μικρός εκεί επί 24ωρου βάσεως. Να φανταστείτε πηγαίναμε στην Αθήνα και δε μας επέτρεπε να το βλέπουμε το παιδί, έφευγε το παιδί για μισή ώρα, σκαστός να έρθει. Ο μικρός σε ανύποπτο χρόνο μου είχε πει ότι έχει συμβεί και στον Βόλο. Τότε ακριβώς δεν ξέρω, νομίζω το 2020. Τον έβαζε τιμωρία αν δε συναινούσε, εάν δε συνεργαζόταν τους έβαζαν τιμωρία, τον μικρό συγκεκριμένα. Υπήρχε αυτό το καθεστώς, δύο τρεις ώρες σε ένα δωμάτιο, στην απομόνωση. Με πιάνει το στομάχι μου τώρα. Τον χτυπούσαν όχι, μόνο τον φοβέριζαν. Δεν ξέρω πώς, γιατί στην ηλικία των 16 φύγανε και τα δύο τα παιδιά, αυτά ήταν από 6 και ο μεγάλος 7 ετών και στην ηλικία των 16-15 φύγανε για να μείνουν με τη μητέρα και πήγανε. Έπαιζε μπάσκετ ο μικρός και τον έπεισε ότι: ‘Έλα θα σε στείλω στον Βόλο, θα σε κάνω το δεξί μου χέρι’, του έφερνε παράδειγμα κάποια άλλα παιδάκια που έχει κάνει το δεξί του χέρι. Και τον έπεισε και τον πήγε στον Βόλο. Εκείνος τον έστειλε να αναλάβει εκείνη τη δομή στην Καλαμάτα. Αλλά ποια Καλαμάτα; Κάθε Σαββατοκύριακο ήταν Αθήνα και έμενε μια εβδομάδα περιέγραψε και πρόσθεσε:
«Ξεκίνησε να του βάζει δάχτυλα στη μύτη και εν συνεχεία (…). Λέει: ‘όταν το έκανε αυτό, εγώ τον έβλεπα σαν πατέρα μου, τον έλεγα μπαμπά, πατέρα, έπαθα σοκ’, του λέω: ‘γιατί ρε δε σηκώθηκες να φύγεις, να του δώσεις ένα χαστούκι;’. Λέει: ‘εσύ στον πατέρα σου δίνεις ένα χαστούκι;’, λέω: ‘χαζός είσαι;’, ‘δεν μπορούσα’ λέει. Με είχε πάρει από τον Βόλο τηλέφωνο, τον είχαν βάλει και καθάριζε ένα χωράφι πέντε στρέμματα, ο μικρός μόνος του, με τσουγκράνες, χορτοκοπτικά και αυτά και λέει: ‘κοίτα να δεις τι κάνω’. Ήταν ενθουσιασμένος, του άρεσε».
Σύμφωνα με τον συγγενή, το παιδί άρχισε να μιλάει όταν έφυγε από τη δομή: «Όλα τα είπε τον Ιανουάριο που έφυγε. Δεν έλεγε, έλεγε μισόλογα μα φαινόταν πήγαινε πέρα δώθε στο δωμάτιο, δεν μπορούσε να κάτσει σε ένα σημείο. ”Ρε (…) μου, αγάπη μου τι έχεις πάθει παιδί μου; του λέω ” Τι έχεις πάθει παιδί μου;” Έτσι αρχίσαμε να λέμε κάτι συμβαίνει, αυτός δεν ήταν έτσι. Τι έχει πάθει; Αλλά μετά που το συζήτησα με τη μητέρα του μου λέει ” Ένα χρόνο τώρα είναι έτσι, του κάνει κακό εκεί μέσα που μένει”. Λέει η μητέρα του: ”Ναι, δεν κάθεται σαν άνθρωπος, πάει κι έρχεται”. Και από εκεί άρχισε να ανοίγεται. Του λέω: ” Εσύ δεν ήσουν έτσι, τι σου συμβαίνει; μίλα μας, έχει γίνει κάτι; και έτσι άρχισε και τα έλεγε. Ντρέπομαι ρε (…), ντρέπομαι. Του λέω ”βρε θα σου πούμε ότι είσαι (…)”. Και τι; Να με λένε αδελφή; Του λέω ” Βρε χαζός είσαι; Ποιος θα σε πει αδελφή; Του λέω μετά: ” Γιατί δεν σηκώθηκες να φύγεις”; Έλεγε: ”Αφού τόσα χρόνια σας είχα εγώ, τώρα κι εσείς θα δώσετε”. Για να τον πείσει τον μικρό, η μητέρα νοίκιαζε σπίτι και της έδινε το ενοίκιο».
Δείτε επίσης: