Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων της κυβερνήσεως του ΣΥΡΙΖΑ για τη Συμφωνία των Πρεσπών αλλά και μετά την υπογραφή αυτής είχα δύο ζωηρότατους διαπληκτισμούς με τον τότε κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Τζανακόπουλο.
- Μανώλης Κοττάκης
Ο πρώτος έγινε στους διαδρόμους του Ραδιομεγάρου της ΕΡΤ μετά το τέλος μιας εκπομπής, όταν ο νυν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κατηγόρησε τον όμιλό μας για «εθνικισμό». Ο δεύτερος έγινε ζωντανά, στο πλαίσιο προεκλογικής εκπομπής, με συνέπεια την αποχώρησή μου από το στούντιο. Ο τότε εκπρόσωπος έκανε νεύμα αποδοκιμασίας μου προς τον παρουσιαστή, όταν επιχείρησα να εξηγήσω πώς φθάσαμε στο βέτο Καραμανλή, με συνέπεια να μου αφαιρεθεί ο λόγος. Με το επιχείρημα ότι έκανα τοποθέτηση, και όχι ερώτηση (ήταν η εποχή κατά την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ έβαλλε εναντίον του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, κάνοντας φέιγ βολάν την αλληλογραφία του με τον πρόεδρο Μπους).
Μετεκλογικώς είχα επίσης μια ενδιαφέρουσα εμπειρία σε άλλον τηλεοπτικό σταθμό, όταν μου έκλεισαν τα μικρόφωνα και αφαίρεσαν το «παράθυρό» μου από την οθόνη σε διάλογο που είχα για το θέμα με κορυφαίο υπουργό της Αριστεράς. Κατόπιν απαιτήσεώς του.
Ενοχλήθηκε ιδιαιτέρως όταν εισαγωγικώς έθεσα ζητήματα για την έλλειψη προσήλωσης των Σκοπίων στην τήρηση της συμφωνίας και έκανα αναφορά στη στάση της βουλγαρικής κυβέρνησης, η οποία δεν αναγνώριζε ούτε «μακεδονικό έθνος» ούτε «μακεδονική γλώσσα». Αυτή ήταν σταθερά η διαφωνία μου μαζί τους όλη εκείνη την εποχή.
Δεν έφθανε που τους χαρίζαμε έναν τίτλο της ιστορικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς, το όνομα «Μακεδονία», τους αναγνωρίζαμε και το ιδεολόγημα του Τίτο. Το ιδεολόγημα του Μακεδονισμού. Το ιδεολόγημα του «μακεδονικού έθνους» και της «μακεδονικής γλώσσας». Αλλά οι άνθρωποι δεν καταλάβαιναν. Προείχε γιʼ αυτούς η ικανοποίηση των συμμαχικών επιδιώξεων. Η επίλυση του ονοματολογικού δεν ήταν διμερής ελληνοσκοπιανή διαφορά, αλλά αμερικανορωσική διαφορά. Στόχος της ένταξης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ ήταν η ένταξη των αμερικανικών βάσεων στο ΝΑΤΟ. Στην πραγματικότητα, όταν συζητάμε για τα Βαλκάνια στη νέα εποχή, η Ρωσία είναι το θέμα.
Ωστόσο αυτό που ενδιαφέρει εμάς -γιʼ αυτό φωνάζαμε τότε και, δυστυχώς, έφθασε η μέρα της πικρής δικαίωσης- είναι το μακροπρόθεσμο εθνικό μας συμφέρον. Το οποίο θα ικανοποιείτο, υποτίθεται, από τον προσεταιρισμό των γειτόνων και την ακύρωση του εναγκαλισμού τους με την Τουρκία, που μας περικύκλωνε από τον Βορρά. Το οποίο υποτίθεται ότι θα ικανοποιείτο με την ακύρωση των σχεδίων για τη «Μεγάλη Αλβανία» και τη «Μεγάλη Βουλγαρία» στα βόρεια σύνορά μας.
Η ίδια η ζωή έδειξε, όμως, ότι ο υπολογισμός αυτός έπεσε έξω. Είχα πει τότε, χωρίς να διεκδικώ δάφνες προφήτου, ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών ο «μακεδονικός αλυτρωτισμός» φεύγει από την περίμετρο των συνόρων μας και εγκαθίσταται μέσα στο έδαφός μας. Η γλώσσα στη νέα εποχή είναι όχημα αλυτρωτισμού και όποιος το υποτιμά διαπράττει μέγα λάθος. Ο ΣΥΡΙΖΑ το υποτίμησε. Πού βρισκόμαστε, λοιπόν, σήμερα; Ακριβώς στο σημείο που θέλησε, σωστά, να αποφύγει ο Κοτζιάς: Στη στρατηγική της περικύκλωσής μας από Τούρκους και Σκοπιανούς, αυτή τη φορά μέσα από το έδαφός μας! Αυτό στην πραγματικότητα πετύχαμε με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αφήσαμε τον αλυτρωτισμό ανέπαφο στα σχολικά βιβλία τους, που με ευθύνη και της Ν.Δ. δεν άλλαξαν, αλλά ταυτοχρόνως με την αναγνώριση «μακεδονικού έθνους» και «μακεδονικής γλώσσας» εγκαταστήσαμε τον αλυτρωτισμό μέσα στην επικράτειά μας. Με την επίσημη αναγνώριση σωματείων «μακεδονικής γλώσσας» από την ελληνική Δικαιοσύνη! Ω, τι μεγάλη επιτυχία, για την οποία πρέπει να καμαρώνει ο Τσίπρας (απορώ τι θα πάει να τους πει στην Καστοριά αυτή την εβδομάδα) και για την οποία μένει εντελώς αδιάφορη η Ν.Δ.
Δεν είναι δική μου εκτίμηση όλα τα παραπάνω. Βασίζεται σε γεγονότα. Και τα γεγονότα, αυτά τα ξεροκέφαλα γεγονότα, μας αποκαλύπτουν το πρόβλημα. Πρώτος έθεσε ζήτημα διδασκαλίας μητρικής γλώσσας για τους μουσουλμάνους της Θράκης ο πρόεδρος Ερντογάν, μιλώντας στον Οργανισμό Ισλαμικής Συνεργασίας στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές της εβδομάδος. Δεν του φθάνει που στα μειονοτικά σχολεία διδάσκεται η τουρκική, δεν του φθάνει που στα χριστιανικά δημόσια σχολεία, όπου φοιτούν με επιλογή τους και μουσουλμάνοι, είναι μάθημα επιλογής η τουρκική γλώσσα, δεν φθάνει που προωθεί την ίδρυση συλλόγων «Δυτικής Θράκης» με αποφάσεις της Δικαιοσύνης μας, τώρα θέλει και να επεμβαίνει στα δημόσια νηπιαγωγεία, όπου γονείς και μαθητές επιλέγουν αν η μητρική τους είναι τα τουρκικά ή τα πομακικά ή η ρομανί.
Αμέσως μετά τον Ερντογάν έλαβαν τη σκυτάλη οι «φίλοι» μας Ζόραν Ζάεφ και Δημητρόφ, πρώην πρωθυπουργός ο πρώτος, αντιπρόεδρος της παρούσας κυβέρνησης των Σκοπίων ο δεύτερος. Πανηγύρισαν ξέφρενα την απόφαση του Ειρηνοδικείου Φλώρινας, το οποίο αναγνώρισε σωματείο που έχει ως σκοπό τη διάδοση της «μακεδονικής γλώσσας» και τη διδασκαλία της στα δημόσια σχολεία της Μακεδονίας! Τι να κάνουν και οι δικαστές; Οταν η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία έχει κυρωθεί από το Κοινοβούλιο, αποτελεί μέρος της εθνικής έννομης τάξης μας και αναγνωρίζει ότι η Ελλάς δέχεται την ύπαρξη «μακεδονικής γλώσσας», τι περιθώριο έχουν;
Η Ν.Δ., που δεσμεύτηκε ότι θα επαναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία και θα απαλείψει τα επίμαχα σημεία της, για τα οποία κατέθεσε έως και πρόταση μομφής στη Βουλή, δεν κάνει απλώς το κορόιδο, κάνει τον μεσάζοντα για την πώληση αμερικανικού φυσικού αερίου στα Σκόπια, μέσω κάθετου αγωγού, χωρίς ΚΑΝΕΝΑ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ. Ενώ θα μπορούσε να επιβάλει την εφαρμογή των όρων της συμφωνίας για τις πινακίδες αυτοκινήτων, για τα σχολικά βιβλία, για τα προϊόντα της αληθινής Μακεδονίας κ.λπ. Διάβολε! Μέσα σε ποια ατμόσφαιρα, λοιπόν, να εκδώσουν απόφαση και οι δικαστές; Εδώ δεν υπάρχει απλώς αδιαφορία.
Τους κάνουμε και πλάτη να μην εφαρμόζουν τη συμφωνία. Το πρόβλημα που έχουν οι ηγεσίες μας, όμως, το είχε και ο Αλέξης Τσίπρας, το είχε και η παρούσα ηγεσία, είναι διπλό και αξεπέραστο: Διεκδικούν, πρώτον, προσωπικά πολιτικά ανταλλάγματα για μεγάλες εθνικές παραχωρήσεις, όχι εθνικά. Ο Τσίπρας ονειρευόταν το Νόμπελ Ειρήνης και περιορίστηκε σε ένα βραβείο που του απονεμήθηκε στη Σλοβενία την ημέρα που ξέσπασε η πυρκαγιά στο Μάτι. Και, αν δεν τον παρακινούσε να γυρίσει στην Αθήνα κορυφαίος πολιτειακός παράγων, ακόμη εκεί θα ήταν, να απολαμβάνει τα «μπράβο» των ξένων. Το ίδιο ακριβώς γίνεται και σήμερα. Το αντάλλαγμα για την Αλεξανδρούπολη ήταν η πολιτικώς αποδοτική -γιατί κόβει εισιτήρια- ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο. Υποτιμούν, δεύτερον, ότι ο ιστορικός χρόνος δεν μετράται σε τετραετίες. Είναι αμείλικτος και παρών.
Τέσσερα χρόνια μετά την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών ο κ. Τσίπρας είναι παρών, αλλά σιωπών στο άκουσμα της είδησης πως η ελληνική Δικαιοσύνη αναγνώρισε ελέω της συμφωνίας του σωματείο διάδοσης της «μακεδονικής γλώσσας» στη Φλώρινα. Πού να καταλάβει τι κόστος εισπράττουν οι ντόπιοι. Οπως οι φίλοι μου στην ταβέρνα Πρέσπα στη Φλώρινα, οι οποίοι αρνούνταν με κόστος προσωπικό και οικονομικό να δεχθούν να μιλήσουν στο ιδίωμα το καλοκαίρι σε πελάτες που επιχειρούσαν να επιβάλουν τη «μακεδονική» ως γλώσσα συνεννόησης. «Εδώ ομιλείται η ελληνική και η αγγλική» απαντούσαν ευγενικώς. Διότι ο απλός λαός έχει συναίσθηση Ιστορίας. Διακρίνει τους κινδύνους από «μελλοντικούς συνδυασμούς δυνάμεων», που έλεγε και ο Εθνάρχης.
Μπορεί για την αθηναϊκή ελίτ ο κόσμος εκεί να είναι σε απόλυτους αριθμούς αμελητέο εθνικό μέγεθος και να μη βρίσκεται στο οπτικό πεδίο της. Μπορεί. Αλλά για εμάς, που πάμε, ξαναπάμε και ξαναπάμε, για να ασβεστώνεται και να χαράσσεται πάλι η λευκή γραμμή στα σύνορα είναι σαφές ότι αυτοί οι λίγοι Ελληνες εκεί πάνω, σε τόπους που ερημώνουν, είναι ιστορικά μεγάλο μέγεθος. Οποιος το κατάλαβε, το κατάλαβε. Βαρεθήκαμε να εξηγούμε στα «βουτυρόπαιδα» της Αριστεράς και στα «χαρβάρντια» της Δεξιάς τη σημασία της ύπαρξής τους εκεί.