Όταν προ ημερών ο Εμανουέλ Μακρόν επανέφερε στο τραπέζι των εταίρων την ανάγκη μιας νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας όπου η Δύση θα κληθεί να εξετάσει πώς θα αντιμετωπίσει την ανάγκη της Ρωσίας για εγγυήσεις για την ασφάλειά της, αν τελικά ο Βλαντιμίρ Πούτιν συμφωνήσει σε διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, προκάλεσε την οργή του Κιέβου και όχι μόνο.
Πολλοί, ανάμεσά τους οι Γερμανοί εταίροι στο Βερολίνο, έσπευσαν να απορρίψουν τις δηλώσεις του, σημειώνοντας ότι αυτή που πρέπει να εγγυηθεί την ασφάλεια των άλλων είναι η Ρωσία. Ο Μακρόν, όμως, δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να επαναλάβει αυτά που έλεγε ήδη από το 2019, ότι η Ευρώπη πρέπει να προετοιμάσει τη μελλοντική της αρχιτεκτονική ασφαλείας.
«Αυτό σημαίνει ότι ένα από τα βασικά σημεία που πρέπει να εξετάσουμε -όπως λέει πάντα ο πρόεδρος Πούτιν- είναι η ανησυχία του ότι το ΝΑΤΟ φτάνει στην πόρτα του και η ανάπτυξη όπλων τα οποία θα μπορούσαν να απειλήσουν τη Ρωσία», εξήγησε ο Γάλλος πρόεδρος. «Το θέμα αυτό θα είναι ένας από τους παράγοντες για την ειρήνη και κατά συνέπεια πρέπει να το προετοιμάσουμε: τι είμαστε έτοιμοι να κάνουμε, πώς θα προστατεύσουμε τους συμμάχους μας και τις χώρες-μέλη προσφέροντας παράλληλα εγγυήσεις στη Ρωσία για τη δική της ασφάλεια, την ημέρα που θα έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων», πρόσθεσε ο Μακρόν.
Στις 8 Φεβρουαρίου, λίγες εβδομάδες πριν από την εισβολή της Ρωσίας, ο Πούτιν σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Μακρόν στη Μόσχα δήλωσε ότι η Ρωσία θα συνεχίσει να προσπαθεί να λάβει απαντήσεις από τη Δύση στα τρία αιτήματά της για την ασφάλεια: όχι σε περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ, στην ανάπτυξη πυραύλων κοντά στα σύνορά της και στην ανάγκη μείωση της στρατιωτικής υποδομής του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη στα επίπεδα του 1997.
Για τις ΗΠΑ δεν ετίθετο ζήτημα συζήτησης. Για τον Μακρόν μια «νέα Γιάλτα» δεν είναι μόνο εφικτή, αλλά και αναγκαία.
Στη συμφωνία της Γιάλτας (4-11 Φεβρουαρίου 1945), που αφορούσε το πώς θα λειτουργήσει ο ΟΗΕ, οι ηγέτες των μεγάλων δυνάμεων της εποχής συζήτησαν και αποφάσισαν ένα θέμα: πως θα μοιραστούν τον κόσμο. Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ και Στάλιν, οι νικητές του πολέμου που αιμοματοκύλισε τον πλανήτη, αποφάσισαν στη Γιάλτα το «αύριο» της Ευρώπης χωρίς τον Χίτλερ και τους ναζί, αλλά με νέες σφαίρες επιρροής.
Η Γιάλτα κράτησε μέχρι το 1989 και έπαψε να ισχύει με την ενοποίηση της Γερμανίας, τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης και την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης. Σήμερα, πολλοί διεθνείς σχολιαστές επισημαίνουν την ανάγκη μιας «νέας Γιάλτας» που να αποτυπώνει τον συσχετισμό δυνάμεων στην Ευρασία, μια συμφωνία που θα καλύπτει τις ανασφάλειες της Ρωσίας για το μέλλον της Ουκρανίας αλλά και της ευρύτερης αυλής της.
Δεν τηρήθηκε η υπόσχεση
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν υποστηρίζει πως η υπόσχεση που έδωσαν οι δυτικοί σύμμαχοι στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί προς Ανατολάς, δεν τηρήθηκε. Τώρα ο Μακρόν επαναφέρει επί της ουσίας αυτό το ζήτημα.
Ηδη από το 2019 ο Γάλλος πρόεδρος πρότεινε την ιδέα της διεξαγωγής στρατηγικού διαλόγου με τη Ρωσία ως απαραίτητο βήμα για τη δημιουργία μιας «αρχιτεκτονικής εμπιστοσύνης και ασφάλειας» στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Από την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, η Ευρωπαϊκή Ενωση είχε υιοθετήσει μια προσέγγιση μαστιγίου και καρότου, κυρώσεων και διαλόγου με τη Ρωσία.
Σύμφωνα με τον ειδικό απεσταλμένο του Μακρόν για τον στρατηγικό διάλογο με τη Ρωσία, πρεσβευτή Pierre Vimont, η γαλλική δέσμευση με τη Μόσχα θεωρήθηκε ως ένας τρόπος να προβλεφθεί η έλλειψη συγκεκριμένης εφαρμογής της συνιστώσας του διαλόγου αυτής της προσέγγισης. Με αυτήν την πρωτοβουλία, ο Μακρόν στόχευε να καταλάβει την ηγετική θέση στη διόρθωση της κρίσιμα προβληματικής αρχιτεκτονικής ασφάλειας της Ευρώπης.
Ο Γάλλος πρόεδρος έκανε έτσι έναν απολογισμό των τότε ΗΠΑ. Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αγνόησε τη διατλαντική εταιρική σχέση και πρότεινε τη Γαλλία ως εξισορροπητική δύναμη ικανή να υποκινήσει μια ευρύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική για την αντιμετώπιση της Ρωσίας. Η περιεκτική κίνηση του Μακρόν προς τη Ρωσία ξεχώρισε ως ένα καινοτόμο διάλειμμα από μια αυστηρή πολιτική περιορισμού.
Υπό αυτή την έννοια, αμφισβήτησε αναμφισβήτητα το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τη διατήρηση της συνοχής μεταξύ των συμμάχων του ΝΑΤΟ στην προσέγγισή τους προς τη Ρωσία. Ωστόσο, με την αποφασιστικότητα του προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν να αποκαταστήσει τη διατλαντική σχέση, υπάρχουν προοπτικές για ανανέωση της συνεργασίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Γαλλίας στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα ασφάλειας της Ευρώπης.
«Η νέα αρχιτεκτονική πρέπει να διαλύσει τους φόβους της Μόσχας»
Μετά τον πόλεμο Ρωσίας – Γεωργίας και νωρίτερα με τους πολέμους στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η σύγκρουση στην Ουκρανία αποτέλεσε την πιο σημαντική απόδειξη της κατάρρευσης της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας.
Το 2019 η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη για τα πυρηνικά μέσου βεληνεκούς (INF) για τις υποτιθέμενες παραβιάσεις της Ρωσίας και η αβεβαιότητα σχετικά με την επέκταση της Συνθήκης Νέας START ταρακούνησαν περαιτέρω τα θεμέλια της ευρωατλαντικής ασφάλειας. Η ανακοίνωση αυτού του οδικού χάρτη είχε επίσης ενθαρρυνθεί από τη νίκη του Ζελένσκι στις προεδρικές εκλογές της Ουκρανίας του 2019, η οποία, κατά την άποψη του Μακρόν, έδινε μια νέα ευκαιρία στην εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ για τον τερματισμό του πολέμου στο Ντονμπάς.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλαξε τα δεδομένα, όχι όμως και το βασικό αφήγημα του Γάλλου προέδρου για την ανάγκη μιας «νέας Γιάλτας». Ο Μακρόν λέει δυνατά ότι η νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας πρέπει να διαλύσει τους φόβους της Ρωσίας για αυτά που θεωρεί ότι την «απειλούν» ή που ανήκουν στη δική της σφαίρα επιρροής.