Όλη η Ελλάδα γνώρισε τον Γιάννη Διακογιάννη μέσα από τις τηλεοπτικές του μεταδόσεις. Λίγοι όμως ξέρουν ότι η μεγάλη του αγάπη ήταν οι εφημερίδες, η μουσική και οι δύο γυναίκες που σημάδεψαν τη ζωή του. Η σύζυγός του Βαρβάρα και η κόρη της Ρίκα Βαγιάνη. Ο θάνατος τους τον λύγισε ψυχολογικά. Τόσο που τα τελευταία χρόνια όχι μόνο απομακρύνθηκε από όλα αυτά που τον ενδιέφεραν αλλά και κλείστηκε στον εαυτό του.
Η ζωή του μοιάζει με μυθιστόρημα. Γεννημένος στο Παγκράτι με τη μητέρα του να διδάσκει πιάνο μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον με αγάπη στη Γαλλία και τη μουσική.
Η Κατοχή τον βρήκε σε μια ευαίσθητη ηλικία. Μόλις είχε κλείσει τα δέκα του χρόνια.
Πολλές φορές μιλούσε για τα σκληρά εκείνα χρόνια.
«Έρχονταν τα καμιόνια, κατέβαιναν πάνοπλοι άνδρες κι έπιαναν κόσμο. Τον χτυπούσαν, φώναζαν. Φριχτά πράγματα».
Δεν συμπαθούσε τους Γερμανούς και δεν κατάφερε να το κρύψει το 1982 στο Μουντιάλ της Ισπανίας όταν περιγράφοντας τον ημιτελικό αγώνα της Γαλλίας με την τότε Δυτική Γερμανία ο Γερμανός τερματοφύλακας Χάραλντ Σουμάχερ χτύπησε σοβαρά τον Γάλλο Πατρίκ Μπατιστόν.
«Εκείνη τη στιγμή ξύπνησαν οι εικόνες που είχα ζήσει παιδί στο Παγκράτι. Ήταν εφιαλτικό…»
Συνέντευξη στη Γαλλική τηλεόραση το 1973
Δεν ξεκίνησε να γίνει δημοσιογράφος, πήγε στη Γαλλία για να γίνει γιατρός. Να σπουδάσει. Η αγάπη του για τα σπορ τον οδήγησε στα γραφεία της μεγάλης εφημερίδας «Εκίπ» και του περιοδικού «Φρανς Φουτμπόλ» που ανήκαν στο ίδιο συγκρότημα. Εκεί έμαθε αυτό που έλεγε συχνά αργότερα.
«Ο δημοσιογράφος είναι αρχείο, ατζέντα και τηλέφωνο».
Σε μια εποχή που δεν υπήρχε διαδίκτυο η διακίνηση των πληροφοριών ήταν δύσκολη. Το τρύπτυχό του κάλυπτε το κενό.
Παράλληλα άρχισε να δίνει ανταποκρίσεις και στην εφημερίδα «Αθλητισμός». Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’50. Όταν έκλεισε η εφημερίδα «μετακόμισε», πάντα ως ανταποκριτής στην «Αθλητική Ηχώ» που άρχισε ουσιαστικά τη δημοσιογραφική του καριέρα.
Στις αρχές του 1966 η Ελληνική Τηλεόραση έκανε τα πρώτα της δειλά – πειραματικά – βήματα. Το τότε ΕΙΡ εξασφάλισε μερικά φιλμάκια από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο που είχαν γίνει δύο χρόνια νωρίτερα και φιλμ από τους αγώνες του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966. Δημιουργήθηκε η ανάγκη για την πρόσληψη κάποιου ανθρώπου που θα τους περιέγραφε. Ήταν ο μόνος που είχε δει τηλεόραση στο εξωτερικό που είχε γνωρίσει δημοσιογράφους που έκαναν περιγραφές και με την παρατηρητικότητα του μπορούσε να ξεχωρίσει τους παίκτες.
«Μου έδειξαν περισσότερες από χίλιες φωτογραφίες ποδοσφαιριστών για να πάρω τη… δουλειά» έλεγε συχνά.
Αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει στις περιγραφές του δεν ήταν μόνο η ακρίβεια, αλλά και η διάθεση να πει και άλλα πράγματα εκτός αθλητισμού.
«Στους Ολυμπιακούς Αγώνες μετέχουν 200 χώρες. Κάποιοι προέρχονται από άγνωστες στο ευρύ κοινό. Κάτι πρέπει να πεις για τον αθλητή, αλλά και τον τόπο του. Για να καταλάβει ο τηλεθεατής το μέγεθος της προσπάθειας. Άλλο να έχεις όλα τα μέσα στη διάθεσή του για να κάνεις τα ρεκόρ κι άλλο να προέρχεσαι από μια φτωχή Αφρικανική χώρα, να τρέχεις ξυπόλητος…»
Αυτό τον έκανε να ξεχωρίζει. Πήγαινε για περιγραφή σε μια χώρα και δεν μας έλεγε μόνο τι καιρό θα κάνει, αλλά και πως είναι οι άνθρωποί της, η ζωή εκεί.
Στον τελικό του 1982 στην Ισπανία
Η άλλη μεγάλη του αγάπη ήταν η μουσική. Ειδικά το γαλλικό τραγούδι. Όταν πήρε σύνταξη από την ΕΡΤ δεν πήρε σύνταξη από τη δημοσιογραφία. Έκανε μουσικές εκπομπές στον SportFM και αργότερα στο Sportime Radio.
Με τα πρώτα χρήματα μάλιστα από τον ιδιωτικό τομέα αγόρασε εκατοντάδες cd με τραγούδια της Πιάφ, του Βέλγου Ζακ Μπρελ και άλλων.
Το εντυπωσιακό στην καριέρα του είναι ότι ενώ είχε άποψη δεν έκανε εχθρούς. Όλοι δέχονταν την κριτική του αδιαμαρτύρητα.
Εργάστηκε στις εφημερίδες Αθλητισμός, Αθλητική Ηχώ, Φως των Σπορ, Sportime, Sportday, Goal, στις πολιτικές Απογευματινή, Ελευθεροτυπία, Μεσημβρινή, Νέα, στην ΕΡΤ και στο ΜΕΓΚΑ, σε πολλά περιοδικά (Επίκαιρα, Πρωταθλητής, Φίλαθλος) και πάντα ήθελε να μεταδίδει τις γνώσεις του στους νέους.
Η όρεξη για δουλειά και την τήρηση του αρχείου του κλονίστηκε από τον θάνατο της θετής του κόρης Ρίκας Βαγιάνη και της συζύγου Βαρβάρας που ταλαιπωρήθηκαν αρκετά. Η απώλεια τους ήταν δυσβάσταχτη. Ο ανοιχτός Γιάννης Διακογιάννης που μετά τη δουλειά ήθελε να περάσει το βράδυ του σε κάποια ταβέρνα στο Παγκράτι πάντα με καλό γαλλικό κρασί, που νωρίς το πρωί κατέβαινε με τα πόδια (δεν οδηγούσε) στο Σύνταγμα για να αγοράσει την «Εκίπ», κλείστηκε στον εαυτό του. Μάταια ο φίλος του Νίκος Κατσαρός του ζητούσε να βγουν έξω. Τα δύο τελευταία χρόνια είχε παραιτηθεί από τη ζωή. Τους τελευταίους δύο μήνες στο Ερρίκος Ντινάν περίμενε να συναντήσει τους ανθρώπους που γνώρισε και είχαν φύγει από τη ζωή. Ο Νίκος Στεφανής, ο σύζυγος της Ρίκας ήταν δίπλα του μέχρι την τελευταία στιγμή με την ιδιότητα του γιατρού, αλλά και του συγγενή.
Ο ίδιος ο Γιάννης Διακογιάννης μπορεί να έφυγε από κοντά μας, αλλά παραμένει η φωνή του, τα βιβλία του και το σημαντικότερο οι υποθήκες του.