Ο Ερντογάν ήταν ένας από τους έξι δημάρχους (Κωνσταντινούπολη, Αγκυρα, Καισάρεια, Ικόνιο, Ερζερούμ, Ντιγιάρμπακιρ) που εξέλεξε σε μητροπολιτικούς δήμους το Κόμμα της Ευημερίας (Refah Partisi), του Νετζμετίν Ερμπακάν, στις δημοτικές εκλογές του 1994, μια νίκη που άνοιξε τον δρόμο στο κόμμα αυτό να πάρει την εξουσία, στις εθνικές εκλογές του 1995, όπου βγήκε πρώτο κόμμα, με ποσοστό 21,38%.
Του Σάββα Καλεντερίδη
Ο Ερντογάν εξελέγη δήμαρχος Κωνσταντινούπολης με ποσοστό 25,19%, γεγονός που του έδωσε την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στους «διαδόχους» του Ερμπακάν.
Στις 28 Ιουνίου του 1996 ο Ερμπακάν έγινε πρωθυπουργός της κυβέρνησης συνεργασίας του Κόμματος Ευημερίας με το Κόμμα του Ορθού Δρόμου (Refahyol Hükûmeti), της Τανσού Τσιλέρ, προκαλώντας τριγμούς στις δομές του βαθέος κράτους, λόγω της ριζοσπαστικής ιδεολογίας του Ερμπακάν, που αμφισβητούσε τον κοσμικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους.
Στις 28 Φεβρουαρίου του 1997 οι στρατηγοί έδωσαν τελεσίγραφο προς την κυβέρνηση, το οποίο χαρακτηρίστηκε «μεταμοντέρνο πραξικόπημα» και οδήγησε στην παραίτηση Ερμπακάν τον Ιούνιο του 1997, αφού προηγουμένως ο γενικός εισαγγελέας της Δημοκρατίας Βουράλ Σαβάς (Vural Savas) άσκησε δίωξη κατά του Κόμματος Ευημερίας «για δράσεις που είναι αντίθετες με τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους».
Η κατάσταση αυτή και το φάσμα της απαγόρευσης λειτουργίας δημιούργησαν ένταση στους κύκλους του Κόμματος Ευημερίας. Ηταν 6 Δεκεμβρίου του 1997, όταν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, σε εκδήλωση στον νομό Σιίρτ, απ’ όπου κατάγεται η σύζυγός του, απήγγειλε ένα ποίημα του Ζιγιά Γκιοκάλπ, το οποίο γράφτηκε στις αρχές του 20ού αιώνα.
Οι στίχοι του ποιήματος του Ζιγιά Γκιοκάλπ, ο οποίος θεωρείται ο πατέρας του τουρκικού εθνικισμού, λένε τα εξής:
«Οι μιναρέδες είναι ξιφολόγχες μας, οι τρούλοι είναι τα κράνη μας, τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας, οι πιστοί είναι οι στρατιώτες μας. Τίποτα δεν μπορεί να με εκφοβίσει· ακόμα κι αν ανοίξουν οι ουρανοί και η γη, πλημμύρες και ηφαίστεια αν ξεχυθούν πάνω μας. Εμείς είμαστε περήφανοι για την πίστη μας, αυτοί που δεν γονατίσαμε ποτέ σε πράγματα που σε κάνουν να τρέμεις, εμείς που κρατάμε εκείνη την ενότητα που έφερε τη νίκη του Ματζικέρτ, που άνοιξε την πύλη της Ανατολίας, που κράτησε αδιάβατο το Τσανάκαλε, εμείς είμαστε που πηγαίνουμε από νίκη σε νίκη. Έτσι περπατήσαμε σε αυτόν τον δρόμο. Έτσι φτάσαμε εδώ». Το ποίημα θεωρήθηκε ένα απειλητικό μήνυμα προς το κοσμικό κράτος και προκάλεσε το ενδιαφέρον του… αρμόδιου εισαγγελέα.
Εν τω μεταξύ, η διαδικασία κατά του Κόμματος Ευημερίας ήταν σε εξέλιξη, με αποτέλεσμα το Συνταγματικό Δικαστήριο, στις 16 Ιανουαρίου του 1998, να αποφασίσει το κλείσιμο του Κόμματος Ευημερίας και να στερήσει τα πολιτικά δικαιώματα επί πενταετία των κορυφαίων στελεχών του κόμματος, ήτοι των Necmettin Erbakan, Sevket Kazan, Ahmet Tekdal, Sevki Yilmaz, Hasan Hüseyin Ceylan και Ibrahim Halil Celik.
Είχαν μείνει έξω μικρομεσαία στελέχη, ανάμεσα στα οποία ο πιο προβεβλημένος ήταν ο Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του τότε πρέσβη των ΗΠΑ στην Αγκυρα, Μόρτον Αμπράμοβιτς.
Ηταν μια απειλή για το βαθύ κράτος ο Ερντογάν, γι’ αυτό ο… αρμόδιος εισαγγελέας τού άσκησε δίωξη για εκείνο το ποίημα που είπε στο Σιίρτ, για «πρόκληση μίσους και εχθρότητας με βάση την τάξη, τη φυλή, τη θρησκεία, την αίρεση ή την περιοχή». Στη δίκη που ακολούθησε του επιβλήθηκε ποινή 10 μηνών, με βάση την οποία, στις 26 Μαρτίου του 1999, εγκατέλειψε την καρέκλα του δημάρχου Κωνσταντινούπολης και οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου έμεινε μέχρι τις 24 Ιουλίου του ίδιου έτους.
Ο Ερντογάν ήταν ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, το οποίο ιδρύθηκε τις 14 Αυγούστου του 2001. Στις πρώτες εκλογές που συμμετείχε, το 2002, το ΑΚΡ έλαβε ποσοστό 34,43%, στις οποίες, όμως, δεν έλαβε μέρος ο Ερντογάν, επειδή ίσχυε η πενταετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, που του είχε επιβληθεί το 1999.
Η στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων τερματίστηκε με νόμο που ψηφίστηκε στη Βουλή και ύστερα από τεχνητή πρόκληση πρόωρων εκλογών μόνο στον νομό Σιίρτ, όπου είχε απαγγείλει το ως άνω ποίημα, ο Ερντογάν εξελέγη βουλευτής στις 9 Μαρτίου του 2003, για να αναλάβει καθήκοντα πρωθυπουργού λίγες μέρες μετά, στις 14 Μαρτίου.
Από κει και μετά αρχίζει ο αγώνας του Ερντογάν να αποδυναμώσει το βαθύ κεμαλικό κράτος και να ελέγξει τους μηχανισμούς του.
Από το 2010 και μετά, οπότε κατάφερε αυτόν τον στόχο, άρχισε να συμβιβάζεται με ορισμένους μηχανισμούς, για να φτάσει στο σημείο σήμερα να οικοδομήσει ένα νέο βαθύ κράτος, μερικώς ελεγχόμενο από τον ίδιο.
Οι παλιοί μηχανισμοί του βαθέος κράτους είναι ανήσυχοι με τον Ιμάμογλου, γιατί βλέπουν στο πρόσωπό του έναν πολιτικό που φαίνεται αποφασισμένος να κάνει τολμηρά βήματα στην κατεύθυνση της επίλυσης του Κουρδικού, διά της αναγνώρισης δικαιωμάτων. Αυτό είναι απειλή για το «ενιαίο και αδιαίρετο του τουρκικού έθνους και κράτους».
Για τον Ερντογάν είναι απειλή ο Ιμάμογλου στις επόμενες εκλογές. Έτσι, παλιό και νέο βαθύ κράτος αποφάσισαν τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων από τον Ιμάμογλου. Οι δικαστές απλώς εξετέλεσαν τας εντολάς.