Διανύοντας γιορτινές ημέρες με τη γέννηση του Θεανθρώπου και την έλευση του νέου έτους, η «Espresso» παρουσιάζει τα παραδοσιακά πρωτοχρονιάτικα (μικρασιάτικά ή αντιστασιακά) κάλαντα που έχουν διασωθεί από την Παλαιά Φώκαια της Μικράς Ασίας, σε ερμηνεία της Ειρήνης Βογιατζή.
- Από τον Βαγγέλη Καράλη
Κάλαντα που αναφέρονται στον ξεριζωμό αλλά και στις αλησμόνητες πατρίδες. Χαρακτηριστικός, για παράδειγμα, είναι ο στίχος «Στην Πόλη, στην Αγιά Σοφιά θα στήσουμε καμπάνες, να βγουν τα μισοφέγγαρα, να στηριχτούν λαμπάδες, να βγουν οι Τούρκοι απ’ τα τζαμιά, να φύγουν κι οι χοτζάδες, να ‘ρθούν τα Ελληνόπαιδα με τους Πατριαρχάδες». Στίχοι που αποτυπώνουν τον πόνο των προσφύγων για τις αλησμόνητες, αλλά όχι χαμένες, πατρίδες.
Η Παλαιά Φώκαια υπήρξε παράλια πόλη και λιμάνι της Μ. Ασίας, περίπου 50 χιλιόμετρα βόρεια της Σμύρνης. Από εκεί ξεκίνησε στις 12 Ιουνίου 1914 «ο πρώτος διωγμός», δηλαδή η πρώτη φάση της Γενοκτονίας στην Ιωνία, διαμέσου παρακρατικών οργανώσεων και ένοπλων ομάδων του τουρκικού κράτους, στο πλαίσιο των αποφάσεων που πήραν στο μυστικό τους συνέδριο οι Νεότουρκοι το 1911, στην -τότε οθωμανική ακόμη- Θεσσαλονίκη, για τη δημιουργία κράτους στη Μ. Ασία ομογενοποιημένου εθνικά (μόνο Τούρκοι) και θρησκευτικά (μόνο μουσουλμάνοι). Πολιτική που ολοκλήρωσε με τον πιο αιματηρό τρόπο ο Κεμάλ.
Οι πρώτοι μήνες μετά τον Αύγουστο του 1922 βρήκαν μεγάλο μέρος των Φωκιανών να έχει εγκατασταθεί πρόχειρα στη Δραπετσώνα του Πειραιά. Παράλληλα με τη ζωή στον συνοικισμό, ένας σκληρός αγώνας ακολουθούσε τα βήματα και των υπολοίπων Φωκιανών, που περιπλανιόνταν μόνοι ή κατά ομάδες και αγωνιούσαν για την τύχη φίλων και συγγενών, αναζητώντας τόπο να αποθέσουν τις ελπίδες τους.
Το γεγονός που καθόρισε την ιστορική πορεία των Φωκιανών προσφύγων ήταν η πρόσληψη του συμπατριώτη τους Χρήστου Καραπιπέρη ως αρχιτεχνίτη στις αλυκές Αναβύσσου, στο τέλος του 1922. Ο Καραπιπέρης ήταν ο πρώτος Μικρασιάτης πρόσφυγας που εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Ανάβυσσο. Με δικές του ενέργειες ήλθαν το 1923 περίπου 30-40 Φωκιανοί από τον συνοικισμό της Δραπετσώνας, όλοι εργάτες των αλυκών της Παλαιάς Φώκαιας της Μικράς Ασίας, που τον βοήθησαν να εκσυγχρονίσει και να αναπτύξει τις αλυκές. Οι πρώτες οικογένειες Φωκιανών, εφοδιασμένες με σκηνές που τους είχαν παραχωρηθεί από το υπουργείο Πρόνοιας και Περίθαλψης, αναχώρησαν με καΐκια από το Πασαλιμάνι του Πειραιά και τον Ιούλιο του 1924 αντίκρισαν για πρώτη φορά την περιοχή της Αναβύσσου, όπου σήμερα υπάρχει η κοινότητα της Παλαιάς Φώκαιας του Δήμου Σαρωνικού.
Η Ειρήνη Βογιατζή ήταν δημιουργός-ερμηνεύτρια παραδοσιακών μικρασιατικών τραγουδιών. Γεννήθηκε στην Παλαιά Φώκαια Ιωνίας το 1897 και καταγόταν από μουσική οικογένεια. Το 1922 ήλθε στον Πειραιά ως πρόσφυγας για δεύτερη φορά. Είχε προηγηθεί το 1914 (πρώτη φάση της Γενοκτονίας), όταν ξεριζώθηκαν περίπου 130.000 Μικρασιάτες από τα παράλια της Ιωνίας, και εγκαταστάθηκε στη Δραπετσώνα. Εφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών το 1973. Μας άφησε πολύτιμη παρακαταθήκη τους αμανέδες που δημιούργησε και τραγούδησε με τη μοναδική φωνή της. Σύμφωνα με τα στοιχεία, έχουν καταγραφεί 11 (+1) τραγούδια της. Μεταξύ αυτών είναι τα πρωτοχρονιάτικα (μικρασιατικά ή αντιστασιακά) κάλαντα, και πάνω στη μελωδία από τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα η Ρηνιώ έχει βάλει δικό της στίχο, εκφράζοντας τον καημό όλων των Μικρασιατών.
Τα στοιχεία του άρθρου προέρχονται από το βιβλίο «ΠΑΛΑΙΑ ΦΩΚΑΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ» του αείμνηστου Μικρασιάτη Φωκιανού Ν. Χόρμπου (400 σελίδες, Εναλλακτικές Εκδόσεις). Επανεκδόθηκε τον Ιούνιο του 2022 με διπλάσια ύλη από την αρχική. Την επανέκδοση επιμελήθηκε ο ιστορικός ερευνητής -Φωκιανός στην καταγωγή- Γιάννης Κιουλέκας, κατόπιν επιθυμίας του εκλιπόντος συγγραφέα.
Προσφυγικά κάλαντα
Ερμηνεύει η περίφημη Ειρήνη Βογιατζή με καταγωγή από την Π. Φώκαια Ιωνίας, σε στίχους δικούς της. Καταγραφή Μέλπως Μερλιέ, 1930.
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά,
δεν έχομε παρηγοριά,
κι αρχή καλός μας χρόνος,
εξορίστηκεν ο κόσμος.
Κι εκεί που ήρτε ο Χριστός,
ήρτε κεμαλικός στρατός,
μες στην Μικρά Ασία
και μας κάναν εξορία.
Και πού να στήσομε φωλιά,
ωσάν τα έρημα πουλιά,
όλοι μάς κυνηγούνε
και δε θένε να μας δούνε.
Στην Πόλη, στην Αγιά Σοφιά,
θα στήσουμε καμπάνες,
να βγουν τα μισοφέγγαρα,
να στηριχτούν λαμπάδες,
να βγουν οι Τούρκοι απ’ τα τζαμιά,
να φύγουν κι οι χοτζάδες,
να ‘ρθούν τα Ελληνόπαιδα,
με τους Πατριαρχάδες.
Τότες θα ‘χομε ελπίδα
πως θα πάμε στην πατρίδα.
Και του χρόνου, εις έτη πολλά.