Ήταν Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 1950 όταν σε τρεις Αθηναϊκούς κινηματογράφους και δύο της Θεσσαλονίκης άρχισε την κινηματογραφική της καριέρα μια ταινία που θα έμενε στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Ήταν «Ο Μεθύστακας».
Σήμερα μπορεί να φαίνεται απίστευτο, αλλά την ταινία δεν την πίστεψε κανείς. Ούτε καν ο παραγωγός της Φιλιποίμην Φίνος που όπως παραδέχτηκε χρόνια αργότερα στον Φρέντυ Γερμανό δεν ήθελε ούτε τον Ορέστη Μακρή για πρωταγωνιστή, ούτε περίμενε να έχει επιτυχία. Κι ο Γιώργος Τζαβέλλας για να τον πείσει μπήκε με ποσοστό 25% στην παραγωγή.
Η ταινία είχε πρεμιέρα την ίδια μέρα με την πιο φιλόδοξη ελληνική παραγωγή εκείνης της χρονιάς, τους Απάχηδες των Αθηνών με μια πλειάδα γνωστών ηθοποιών όπως ο Αιμίλιος Βεάκης, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, η Άννα Καλουτά, ο Ντίνος Ηλιόπουλος κ.ά. Στηριζόταν στην ομώνυμη οπερέτα του Νίκου Χατζηαποστόλου που έσπαγε ταμεία στα προπολεμικά χρόνια.
Ο Μεθύστακας είχε τη δική του ιστορία. Ο Ορέστης Μακρής ήταν τενόρος. Κι επειδή το λυρικό θέατρο χάριζε δόξα, αλλά όχι χρήμα εμφανίστηκε στην επιθεώρηση. Με τον καιρό τυποποιήθηκε σε κωμικά νούμερα ερμηνεύοντας τον μεθυσμένο σκορπώντας γέλιο στους θεατές.
Εκτός από καλή φωνή ήταν και καλός ηθοποιός αφού αυτός που δεν έπινε ποτέ κατάφερε να πείσει όλους ότι ήταν ο αυθεντικότερος εκπρόσωπος.
Ο Τζαβέλλας εμπνεύστηκε από αυτόν την ταινία. Μόνο που αντί για κωμωδία αποφάσισε να γυρίσει δράμα. Ο πατέρας που είχε χάσει το γιο του στην Αλβανία (οι μνήμες ήταν ακόμα νωπές αφού είχαν περάσει μόλις εννιά χρόνια από τον πόλεμο) και το είχε ρίξει στο ποτό και η κόρη του που ήθελε να παντρευτεί έναν πλούσιο νέο που οι δικοί του δεν ήθελαν να τον δώσουν στην κόρη ενός… μεθύστακα.
Ο Μακρής για πρώτη φορά θα έπαιζε ρόλο δραματικό. Θα έπρεπε να κάνει τον κόσμο να δακρύζει αντί να γελά. Έπρεπε να αναμετρηθεί με τις δυσκολίες του ρόλου. Τα κατάφερε θαυμάσια. Ήταν τόσο καλός που όταν ακούμε για την ταινία το μυαλό μας πάει σε εκείνον κι όχι στον Δημήτρη Χορν ή τους άλλους ηθοποιούς που πήραν μέρος στην ταινία.
Ο Τζαβέλλας έγραψε το σενάριο έκανε την σκηνοθεσία και παρουσίασε στο κοινό ένα από τα πρώτα αριστουργήματα του ελληνικού κινηματογράφου. Καθιέρωσε τον Φίνο ως μεγάλο παραγωγό, τον Ορέστη Μακρή ως δραματικό ηθοποιό, αλλά οι κριτικοί της εποχής δεν καλοδέχτηκαν την ταινία.
Ο Μάριος Πλωρίτης στην εφημερίδα Ελευθερία βρίσκει αδύναμο το σενάριο και τα σκηνοθετικά τρικ του Τζαβέλλα επαναλαμβανόμενα. Τουλάχιστον παραδέχεται τον Ορέστη Μακρή.
Πιο ειλικρινής ο Ι. Ιατρίδης στο Εμπρός ψάχνει να βρει ψεγάδια επειδή οι προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη ήταν καλές!
Η Ροζίτα Σώκου στους Καιρούς θεωρεί ότι η ταινία δεν είναι αριστούργημα, αλλά βλέπεται ευχάριστα…
Την κατάσταση σώζουν η ανυπόγραφη κριτική στη Βραδυνή…
Αλλά και η Ελένη Βλάχου στην Καθημερινή, η οποία έγραψε το σημαντικότερο, όχι ως κριτικός, αλλά ως απλός θεατής:
«Ο Μεθύστακας έχει το τεράστιο προσόν να είναι φιλμ, ν’ ανήκει σ’ αυτό το είδος του θεάματος. Έως τώρα, είχαμε μαρτυρήσει με τα ελεεινά μαγειρέματα, με τους αφόρητους ερασιτεχνισμούς, τα χονδροκομμένα μπαλώματα τα οποία διεκδικούν αυτόν τον τίτλο… Αλλά το επαναλαμβάνουμε… είναι ταινία».
Καλή ή κακή ταινία; Την απάντηση την έδωσε το κοινό. Για 27 εβδομάδες παιζόταν σε Α’ προβολή και την είδαν 304.438 θεατές, αριθμός που παρέμεινε ρεκόρ για 14 ολόκληρα χρόνια!