Ξεκίνησε στη Βουλή η διαδικασία στην πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, που κατέθεσε σήμερα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας στη βάση των «αδιάψευστων αποδείξεων» που, όπως είπε, περιέχει ο φάκελος που έλαβε χθες από τον επικεφαλής τής ΑΔΑΕ, Χρήστο Ράμμο για την παρακολούθηση ακόμα έξι ατόμων.
Εισηγητές, από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, θα είναι οι βουλευτές Δημήτρης Τζανακόπουλος και Νίκος Φίλης ενώ από την πλευρά της ΝΔ, πρώτος ομιλητής θα είναι ο Δημήτρης Μαρκόπουλος και στα έδρανα της κυβέρνησης θα είναι ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνις Γεωργιάδης. Εισηγήτρια για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ θα είναι η Ευαγγελία Λιακούλη.
Έντονες αντιδράσεις προκλήθηκαν πάντως από την ανακοίνωση του προέδρου της Βουλής, Κώστα Τασούλα, ότι ουσιαστικά η διαδικασία θα γίνει με ταχείς ρυθμούς για να φύγει ο Κυριάκος Μητσοτάκης το απόγευμα της Παρασκευής για την προγραμματισμένη επίσκεψή του στην Ιαπωνία.
Σήμερα η διαδικασία που ξεκίνησε λίγο μετά τις 18:00 και αναμένεται να ολοκληρωθεί περίπου στις 03:00 τα ξημερώματα! Την Πέμπτη θα ξεκινήσει στις 9 το πρωί και θα ολοκληρωθεί μόλις κλείσει η λίστα των ομιλητών. Την Παρασκευή θα ξεκινήσει και πάλι στις 9 το πρωί και υπολογίζεται ότι από τις 10 και μετά θα αρχίσουν οι ομιλίες των πολιτικών αρχηγών. Μόλις ολοκληρωθούν οι ομιλίες θα ακολουθήσει η διαδικασία της ψηφοφορίας για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση.
Επί της διαδικασίας τοποθετήθηκε ο Νίκος Βούτσης αναφέροντας ότι «δεν είναι μόνο πόσοι βουλευτές και βουλεύτριες θα μιλήσουν αλλά και το πότε θα μιλήσουν. Είναι για να υπάρχει μία δημοσιότητα, για να έχει επαφή η κοινή γνώμη. 2 ή 3 τα ξημερώματα δεν υπάρχει. Είναι απάνθρωπο χωρίς λόγο». Ενώ από την πλευρά του ο Δημήτρης Τζανακόπουλος τόνισε ότι «πλειοψηφία είστε, ό,τι θέλετε κάνετε. Μας έχετε συνηθίσει σε κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα».
Κατά την ομιλία του στη Βουλή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανέφερε ότι, συγκεκριμένα, ο φάκελος που πήρε από τον κ. Ράμμο «περιείχε τα αποτελέσματα της έρευνας της ΑΔΑΕ», μετά από επίσημο αίτημα που κατέθεσε ο ίδιος τον περασμένο Δεκέμβριο να διεξαχθεί έλεγχος από την Αρχή στα αρχεία των παρόχων κινητής τηλεφωνίας προκειμένου να «διελευκάνει αν τέθηκαν πράγματι σε επισύνδεση, από την ΕΥΠ» τα εξής άτομα: «ο υπουργός εργασίας κ. Χατζηδάκης, ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ κ. Φλώρος, ο αρχηγός ΓΕΣ κ. Λαλούσης, ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας κ. Διακόπουλος, ο πρώην και ο νυν επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών κ.κ. Λάγιος και Αλεξόπουλος». «Η απάντηση που επισήμως έλαβα, ήταν έξι στα έξι», είπε χαρακτηριστικά ο Αλ. Τσίπρας, δηλώνοντας πως έχει την υποχρέωση μετά από αυτό να πει την «αλήθεια», απέναντι «στο σκοτάδι της συγκάλυψης που επιχειρήθηκε με εκβιασμούς».
Σημείωσε, δε, πως σύμφωνα με τα ευρήματα, η «ΕΥΠ του κ. Μητσοτάκη» παρακολουθούσε τον κ. Χατζηδάκη για οκτώ μήνες, ενώ «άκουγε τους αρχηγούς του στρατεύματος, τον Σύμβουλο Ασφαλείας και τους επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών, για δύο περίπου χρόνια», βάζοντας στο στόχαστρο και την αρμόδια εισαγγελέα που είχε υπογράψει τις σχετικές διατάξεις και υποστηρίζοντας ότι «είναι μέλος του ρυπαρού και εγκληματικού δικτύου και την προστατεύει ο επικεφαλής τού εγκληματικού δικτύου, ο ίδιος ο πρωθυπουργός».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ξεκίνησε την ομιλία του εκτοξεύοντας βέλη κατά της κυβέρνησης, την οποία αποκάλεσε «βαθιά αντιδημοκρατική», και προσωπικά του πρωθυπουργού για τον οποίο είπε πως «γράφει το χρονικό μιας προαναγγελθείσας αποστασίας από τους κανόνες της δημοκρατίας».
«Η ελληνική κοινωνία ζει εδώ και έξι μήνες στη δίνη των αποκαλύψεων για ασύλληπτο αριθμό υποκλοπών. Στη δίνη τής πιο εκτεταμένης και βαθιάς εκτροπής από τους κανόνες δικαίου που είδε η χώρα από τη μεταπολίτευση και μετά. Στη δίνη ενός πρωτοφανούς σκανδάλου», σημείωσε, προσθέτοντας πως «δημοσιογράφοι, ευρωβουλευτές, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, υπουργοί, επιχειρηματίες, στελέχη των ενόπλων μας δυνάμεων, έχουν ταπεινωθεί, σε “στόχους” κι έγιναν βορά ενός παράνομου, πράγματι, ρυπαρού δικτύου, ενός εγκληματικού δικτύου που είχε όμως έδρα το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου και συντονιστή τον ίδιο τον πρωθυπουργό».
Κατηγόρησε μάλιστα τον κ. Μητσοτάκη ότι οργάνωσε αυτό το «δίκτυο» από την πρώτη μέρα τής διακυβέρνησής του που πήρε την ΕΥΠ υπ’ ευθύνη του, με στόχο να «τους έχει στο χέρι, να τους εκβιάζει, να γνωρίζει τις σκέψεις, τις επιδιώξεις, τις αδυναμίες τους».
«Εν πλήρη γνώσει του έστησε μια Οργουελιανή δυστοπία», είπε, τονίζοντας πως οι «νομότυπες επισυνδέσεις» επιχειρήθηκαν για «όσους δεν άνοιγαν το κακόβουλο μήνυμα και δεν μολύνονταν» και πως ακόμα και όταν «άνοιξε ο ασκός του Αιόλου», ο πρωθυπουργός έριξε «όλο το βάρος τής εξουσίας που του εμπιστεύτηκε ο ελληνικός λαός για να συσκοτίσει το σκάνδαλο» με «μικρά και μεγάλα πραξικοπήματα με πρόσχημα το απόρρητο».
«Ο κ. Μητσοτάκης ως εγκέφαλος και αρχηγός αυτού του εγκληματικού δικτύου, προέβη στις πράξεις αυτές διότι πέραν όλων των άλλων, διακατέχεται από μια βαθύτατη οίηση και αλαζονεία. Μεγάλωσε ως πρίγκιπας και τώρα νόμιζε ότι έγινε βασιλιάς. Και πίστεψε ότι θα είναι ισόβιος. Ότι κανείς ποτέ δε θα τον ελέγξει», σημείωσε ο Αλ. Τσίπρας, κάνοντας λόγο για «ντροπιαστική συμπεριφορά» του πρωθυπουργού «κάθε φορά που έπρεπε δημόσια να τοποθετηθεί για το ζήτημα των υποκλοπών» και για «συνειδητά ψέματα» ότι «δήθεν δεν γνώριζε» επί «έξι μήνες».
Συνεχίζοντας στους ίδιους τόνους, είπε πως «έφτασε στα άκρα, με τα απόρρητα, με τις απειλές, με τη φίμωση», φτάνοντας στο σημείο να «βάλει κατά της ΑΔΑΕ» και πως «επιχείρησε να χειραγωγήσει τη Δικαιοσύνη και να την στρέψει εναντίον της ανεξάρτητης Αρχής». «Γιατί είναι ένοχος και γιατί είναι ο ίδιος ο εγκέφαλος και ο εντολέας τού παρακράτους», ανέφερε, υπογραμμίζοντας ωστόσο, πως «δεν υπολόγισε ότι η Ελλάδα είναι ακόμη κράτος δικαίου», ενώ σκιαγράφησε τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ ως «δημόσιο λειτουργό» που βάζει «το καθήκον και τη συνείδησή του πάνω από τους εκβιασμούς, τις απειλές, τη δολοφονία χαρακτήρα».
Με αυτόν τον τρόπο, συνέχισε, στο επίκεντρο πλέον της διαμάχης για τις υποκλοπές έρχονται όχι μόνο «αποκαλύψεις της ερευνητικής δημοσιογραφίας» αλλά «αποδείξεις αδιάψευστες των νομότυπων επισυνδέσεων από τα αρχεία των παρόχων κινητής τηλεφωνίας».
«Ο φάκελος περιέχει τα παράνομα έργα τού σκοτεινού παρακράτους που έστησε ο κ. Μητσοτάκης. Το ξεγύμνωμα του παρακράτους από την πιο αρμόδια αρχή του κράτους. Περιέχει το σκοτάδι που έχουμε υποχρέωση, όλες οι δυνάμεις της δημοκρατίας, να διαλύσουμε», δήλωσε ο Αλ. Τσίπρας και αφού αναφέρθηκε στα έξι άτομα, για τα οποία «ευρέθησαν επισυνδέσεις τού κ. Μητσοτάκη», φτάνοντας αισίως -όπως είπε- στον αριθμό 10 «των υψηλά ιστάμενων που παρακολουθούνται», τόνισε πως τα κρίσιμα ερωτήματα είναι «ποιος ο λόγος εθνικής ασφάλειας για να παρακολουθούνται οι ταγοί της εθνικής μας ασφάλειας» και «ποιος ο λόγος εθνικής ασφάλειας για να παρακολουθείται ο υπουργός Ενέργειας τότε».
«Για όλα αυτά μόνο μια λέξη υπάρχει: ζόφος. Ζόφος και παρακμή. Και είναι δυο φορές ζόφος όταν διαπράττονται εγκλήματα κατά της δημοκρατίας με πρόσχημα την εθνική μας ασφάλεια», είπε απευθυνόμενος στους βουλευτές τής συμπολίτευσης, τους οποίους κάλεσε να αναρωτηθούν αν «μπορούν να τα καταπιούν όλα αυτά», αφήνοντας, παράλληλα, αιχμές ότι μπορεί να «εκβιάζονται» αφού «στοιχεία από τις παρακολουθήσεις που τους αφορούσαν σίγουρα βρίσκονται στα χέρια του αρχηγού του ρυπαρού δικτύου».
Ωστόσο, υπογράμμισε, «οι αποφάσεις μπροστά σε τέτοια γεγονότα έχουν ιστορική αξία» και διερωτήθηκε «ποιο θα είναι το μήνυμα για την επόμενη μέρα αν αυτή η δημοκρατική εκτροπή περάσει χωρίς εξηγήσεις, χωρίς απόδοση ευθυνών».
«Έχουμε λοιπόν ιστορική ευθύνη να αντισταθούμε σε αυτή επιχείρηση συλλογικού μιθριδατισμού της ελληνικής κοινωνίας», τόνισε, ξεκαθαρίζοντας ότι «αυτό δεν αφορά μια παράταξη ή δεν συνιστά μια ιδεολογική μάχη», «αυτό αφορά τη δημοκρατία, αφορά το Σύνταγμα, αφορά τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού».
«Ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση στη υπόθεση αυτής τη εκτροπής είναι ένοχοι. Αμετάκλητα ένοχοι. Δεν έχουν μόνο πολιτικές, αλλά και βαρύτατες προσωπικές και νομικές ευθύνες», προσέθεσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, υποστηρίζοντας πως «μετά από όλα όσα έχουν αποκαλυφθεί πλέον με αποδείξεις, η κυβέρνηση αυτή δεν μπορεί να μείνει στιγμή στη θέση της, ο πρωθυπουργός αυτός δεν μπορεί να παραμείνει ούτε μια μέρα στη θέση του».
Κλείνοντας λοιπόν την ομιλία του, υπέβαλε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκης «ως ένα πρώτο βήμα τής πορείας προς τον λαό για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, της διαφάνειας και της δικαιοσύνης». Τόνισε, δε, πως με αυτόν τον τρόπο ο πρωθυπουργός θα «αναγκαστεί να δώσει εξηγήσεις και να λογοδοτήσει, ακόμα κι αν θέλει να το βάζει διαρκώς στα πόδια» και η Βουλή θα κληθεί «να αποφασίσει: με τη δημοκρατία ή με την εκτροπή. Όποια και να ‘ναι η απάντηση, σύντομα την οριστική και τη σωστή απάντηση στο ερώτημα θα δώσει ο ελληνικός λαός», κατέληξε.