Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν οι επιστήμονες, σχετικά με τις δραματικές υγειονομικές επιπτώσεις που ακολουθούν έναν μεγάλο σεισμό. Οι φυσικές καταστροφές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και με τους βιολογικούς κινδύνους, έχοντας σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Ειδικά οι σεισμοί ευνοούν την εμφάνιση μολυσματικών νόσων, που κάνουν ακόμα δυσκολότερη την αποκατάσταση των πληγεισών περιοχών.
Τα παραπάνω καταδεικνύονται σε πρόσφατη έρευνα της Δρ. Μαρίας Μαυρούλη και του καθηγητή Αθανάσιου Τσακρή (Εργαστήριο Μικροβιολογίας Ιατρικής ΕΚΠΑ) και των Δρ. Σπυρίδωνα Μαυρούλη και καθηγητή Ευθύμιου Λέκκα (Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος ΕΚΠΑ), που δημοσιεύθηκε στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό Microorganisms, βασισμένη σε δεδομένα από 500 και πλέον σεισμούς σε όλο τον κόσμο, από το 1980 μέχρι το 2016.
«Όλα αυτά συμβάλλουν στην εμφάνιση λοιμωδών νοσημάτων και στην σταδιακή απώλεια ζωών μεταξύ των επιζώντων»
«Σύμφωνα με τη μελέτη μας, οι σεισμοί που συνήθως διαμορφώνουν ιδανικές συνθήκες για την εμφάνιση λοιμωδών νοσημάτων κατά την μετακαταστροφική περίοδο έχουν μέγεθος ίσο ή μεγαλύτερο από 5,6 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ, με εκτεταμένες και σοβαρές επιπτώσεις στον πληθυσμό, συμπεριλαμβανομένων θυμάτων, τραυματιών και αστέγων», επισημαίνει ο Αθανάσιος Τσακρής και συνεχίζει:
«Εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί: στους υπερπλήρεις χώρους, οργανωμένους ή μη, που δημιουργούνται για την άμεση στέγαση χιλιάδων ανθρώπων επικρατεί συνωστισμός και οι συνθήκες υγιεινής κάθε άλλο παρά οι ενδεδειγμένες είναι. Οι βλάβες στις εγκαταστάσεις υγειονομικής περίθαλψης προκαλούν προβλήματα και καθυστερήσεις στην παροχή πρώτων βοηθειών και άμεσης ιατρικής περίθαλψης στους πληγέντες. Η καταστροφή τμημάτων του οδικού δικτύου προκαλεί προσωρινή διακοπή των υπηρεσιών μεταφορών και δυσκολίες στην άμεση πρόσβαση σε βασικές προμήθειες και υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης. Όλα αυτά συμβάλλουν στην εμφάνιση λοιμωδών νοσημάτων και στην σταδιακή απώλεια ζωών – μεταξύ των επιζώντων από το σεισμό αυτή τη φορά».
Σύμφωνα με τον καθηγητή Μικροβιολογίας και αντιπρύτανη του ΕΚΠΑ, πρώτες στην αλυσίδα έρχονται οι λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, οι οποίες συνήθως εκδηλώνονται σε μικρή χρονική απόσταση από τη σεισμική δόνηση. Ακολουθούν οι υδατογενείς και οι τροφιμογενείς λοιμώξεις, που προκαλούνται κυρίως από μολυσμένα τρόφιμα και νερό, και από την κακή, λόγω των περιστάσεων, προσωπική υγιεινή. Τα κουνούπια, οι σκνίπες, τα τσιμπούρια και τα ακάρεα έρχονται να συμπληρώσουν τον κύκλο της μολυσματικής μετάδοσης. Και ούτω καθεξής.
«Πολλά παραδείγματα υπάρχουν στη βιβλιογραφία, όπως τα 42.361 περιστατικά λοιμώξεων, κυρίως αναπνευστικών, δύο μήνες μετά τον καταστροφικό σεισμό στην Αϊτή το 2010. Ή οι επιδημικές εξάρσεις σαλμονέλωσης και σιγκέλλωσης που καταγράφηκαν στο Ιζμίτ της βόρειας Ανατολίας, μετά τα 7,6 Ρίχτερ το 1999» εξήγησε ο κ. Τσακρής.
Ειδικά στην Τουρκία και τη Συρία, λοιπόν, μετά τον πρόσφατο σεισμό, λόγω των πολύ κακών συνθηκών διαβίωσης στους πρόχειρους καταυλισμούς (ούτε τουαλέτες δεν διαθέτουν), του συνωστισμού και των δυσμενών καιρικών συνθηκών λόγω του χειμώνα, αναμένεται κατ’ αρχάς μεγάλη έξαρση των λοιμώξεων του ανώτερου και κατώτερου αναπνευστικού συστήματος.
«Αλλά, δεν είναι δυστυχώς αβάσιμος ο φόβος ότι οι συνέπειες θα είναι πολλαπλές, με την εξάπλωση και άλλων μολυσματικών νόσων όπως οι ιογενείς ηπατίτιδες και η χολέρα. Τι πρέπει να γίνει… χθες; Να δημιουργηθεί ένα διεθνές σύστημα επιτήρησης που θα ανιχνεύει έγκαιρα συρροές νέων κρουσμάτων, ώστε να λαμβάνονται, όσο είναι εφικτό, τα απαραίτητα μέτρα πριν αυτά εξελιχθούν σε επιδημίες», καταλήγει ο κ. Τσακρής, μιλώντας στο iatropedia.gr.