Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Ο Παύλος Πολάκης δεν συνιστά κάποιο αξιοσημείωτο φαινόμενο στη μεταπολιτευτική δημοκρατία μας. Κατά καιρούς όλα τα κόμματα εξουσίας παρήγαν έναν ή περισσότερους «κουζουλούς» που μιλούσαν έξω από τη γλώσσα πολιτικής ορθότητας της κοινοβουλευτικής καρέκλας.
Οι τύποι αυτοί, όπως στο παρελθόν ο μακαρίτης ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος ή ο Γεράσιμος Γιακουμάτος, απολάμβαναν την εύνοια ή, έστω, μια ευρεία ανοχή της εκάστοτε εξουσίας, κυρίως όμως απολάμβαναν τη συμπάθειας κάποιων λαϊκών στρωμάτων που ήθελαν να ακούν έναν πολιτικό λόγο πιο… πασαλιμανιώτικο.
Η γραφικότητα, μαζί με μια αυθεντικότητα μεγαλύτερης ή μικρότερης αξιοπιστίας, εξασφάλιζε πάντα μια ιδιότυπη ασυλία και οι ιδιόρρυθμοι αυτοί πολιτικοί συχνά εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του «αρχηγού» που τους έβγαζε μπροστά για να γαβγίζουν, μιλώντας τη γλώσσα του καφενείου.
Ο Πολάκης, χωρίς αμφιβολία, ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Εξυπηρέτησε σίγουρα τις ανάγκες μιας περισσότερο κραυγαλέας αντιπολίτευσης στο πλαδαρό, άνευρο και πολυσυλλεκτικό μόρφωμα της ηττημένης και απαξιωμένης Αριστεράς που κατάντησε σάκος του μποξ σε μια οργανωμένη «καμπάνια μίσους» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Κάποια στιγμή όμως ο αψύς Σφακιανός εξελίχθηκε σε βαρίδι. Το σλόγκαν «Και τι θέλετε δηλαδή; Να κυβερνήσουν οι Πολάκηδες;» κυριάρχησε στα μεσοαστικά σαλόνια που διαφημίζουν τον μονόδρομο του σύγχρονου «Μωυσή» Κυριάκου Μητσοτάκη. Και ο Πολάκης κατέστη συνώνυμο της «απειλής» μιας παλιννόστησης… κατσαπλιάδων που παραλίγο να βγάλουν τη χώρα από το ευρώ.
Προσωπικά δεν μπορώ να ξέρω τι τον οδήγησε στην αποκοτιά μιας μάλλον «ξεκούδουνης» και ελαφρώς παραληρηματικής ανάρτησης που επιχείρησε να προσωποποιήσει την κακοδαιμονία του τόπου στα ονόματα κάποιων opinion makers, συνειρμικά ταυτισμένων από μερίδα της κοινής γνώμης με το «καθεστώς Μητσοτάκη», και κάποιων, λιγότερο γνωστών, δημόσιων λειτουργών που ενδεχομένως έχουν καταπατήσει τον όρκο τους.
Μπορεί να ήπιε μια ρακή παραπάνω πιστεύοντας ότι «τον παίρνει να τα χώσει», μπορεί να ήθελε απλώς να τα βροντήξει, μπορεί ακόμη να έπεσε και στον πειρασμό μικροκομματικών υπολογισμών σχετικά με την προσωπική του πολιτική τύχη. Σε κάθε περίπτωση, η παρέμβασή του υπερέβη τα εσκαμμένα και έβλαψε το κόμμα του που, ανίκανο να ορθώσει πολιτικό λόγο, τρέμει όπως ο διάβολος το λιβάνι την κατηγορία της «ρεβανσιστικής» προδιάθεσης.
Από εκεί και πέρα όμως τα πράγματα αρχίζουν και μπερδεύονται. Η εσπευσμένη «αφύπνιση» θεσμικών φορέων, όπως η Δικαιοσύνη που κοιμάται τον ύπνο του δικαίου απέναντι σε κραυγαλέα θεσμικά ατοπήματα του καθεστώτος Μητσοτάκη, ή συνδικαλιστικών ενώσεων, όπως η ΕΣΗΕΑ, που έκαναν το παγόνι μπροστά σε διωγμούς, δημόσιες διαπομπεύσεις, ακόμη και δολοφονίες μελών τους, προκαλεί θυμηδία και αγανάκτηση. Η κοινωνία έχει χορτάσει από υποκρισία και δεν ανέχεται πλέον μια πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών που εφαρμόζεται για να εξυπηρετήσει σκοπιμότητες ενός αδίστακτου «συστήματος».
Ο παραλογισμός έχει και τα όριά του. Η κοινή γνώμη δεν μπορεί να βλέπει ελέφαντες να… χοροπηδούν στο θεωρείο και να μην κουνιέται φύλλο, αλλά, από την άλλη πλευρά, όταν ο «κουζουλός» του ΣΥΡΙΖΑ ξεστομίζει την αποκοτιά του, να θεωρείται «απειλή για τη δημοκρατία» και να διώκεται για υπομόχλευση βίας κατά… λειτουργών του κράτους.
Η ανάρτηση Πολάκη, απαράδεκτη επαναλαμβάνω, αντιμετωπίζεται ως… προκήρυξη τρομοκρατικής οργάνωσης που σκοπεύει να καταλύσει το κράτος, ενώ θεσμικά ατοπήματα πρώτου μεγέθους, όπως η τηλεφωνική παρακολούθηση του αρχηγού ΓΕΕΘΑ ή ο εξαμβλωματικά αντισυνταγματικός αποκλεισμός του κόμματος Κασιδιάρη, εκλαμβάνονται ως μέτρα θωράκισης του πολιτεύματος.
Λοιπόν, οι πολίτες δεν είναι ηλίθιοι. Κι αν ανατρέξει κανείς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που έχουν φτάσει να καθορίζουν τη ζωή μας, θα αντιληφθεί ότι αυτή η ξαφνική, υποκριτική και ελάχιστα πειστική ευαισθησία για την «ακρότητα Πολάκη» έχει ήδη γυρίσει μπούμερανγκ. Ο κόσμος σε καμία περίπτωση δεν αγκαλιάζει τον Σφακιανό ως πολιτική προσωπικότητα ούτε ασπάζεται τις απόψεις του. Συγκρατεί όμως ότι αυτός, ως τομεάρχης Διαφάνειας του κόμματος, έβγαλε στην επιφάνεια καραμπινάτα σκάνδαλα, όπως τις υποθέσεις Πάτση και Νικολάου. Και κοντοστέκεται με δεύτερες σκέψεις στην επιχείρηση πολιτικής του εξόντωσης.
Θα πρέπει λοιπόν να προσέξουν και τα δύο μεγάλα κόμματα στην ανάγνωση της περίπτωσης Πολάκη. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ τις 2 μονάδες που υποτίθεται ότι του στερούσε ο Σφακιανός με τον λαϊκισμό κινδυνεύει να τις χάσει από τον ξαφνικό και αμήχανο «καθωσπρεπισμό», η δε Νέα Δημοκρατία, που παριστάνει τον κήνσορα έχοντας διαλύσει κάθε έννοια θεσμικής τάξης, βάζει απέναντι έναν κόσμο που βλέπει την οικογένεια Μητσοτάκη ως αδίστακτη φατρία εξουσιομανών. Προσοχή, ξαναλέω, γιατί και οι μεν και οι δε θα βρεθούν προ μεγάλων εκπλήξεων…