Μια χώρα μακρινή, μικρή, μα και… διάσημη βρέθηκε σε μια μεγάλη δυσκολία. Κάτι πήγαινε στραβά για καιρό.
- Από τον Παναγιώτη Λιάκο
Θα το ‘λεγες γρίπη που δεν πέρασε, ουλίτιδα που έγινε περιοδοντίτιδα, κουφάλα που δεν σφραγίστηκε, κι όλο κακοφόρμιζαν οι πληγές κι όλο πύον έρρεε και βρόμαγε και έζεχνε ο τόπος. Κι όσο πλούτιζαν οι πλούσιοι, δαγκώνοντας σάρκες ανήμπορων με τις δαγκάνες των νόμων (τους έφτιαχναν σουρ μεζούρ στην ολόσαπια Βουλή της μικρής χώρας), άλλο τόσο αλαζόνες γίνονταν και αχάριστοι και άπληστοι και βάρη επί της Γης, τάφοι συνειδήσεων, κουφάρια γεμάτα με όλα τα είδη των σκωλήκων της αμαρτίας πάνω τους. Κι οι πολιτικοί το ίδιο κι η κούφια διανόηση-κύμβαλο αλαλάζον, που κατρακυλούσε στην κατηφόρα της παρακμής. Πρώτοι στον θανάσιμο χορό της κατάπτωσης, οι δικαστές κι οι τελώνες, οι φαρισαίοι κι οι γραμματείς. Όλοι με πρόκες στο χέρι και σφυριά, περιμένοντας να φανεί ο σταυρός με τη μικρή πατρίδα καρφιτσωμένη πάνω του.
Ενώ περίμεναν το θέαμα το μέγα και τις επόμενες εισπράξεις και τις μεθεπόμενες, αλλά και αυτές του ερχόμενου αιώνος, ήρθε η βροχή από φωτιά κι από ατσάλι. Άβγαλτοι καθώς ήταν κι από γεννησιμιού λιπόψυχοι, από το λίκνο φοβισμένοι και πρωταθλητές στο σούρσιμο στη λάσπη της δειλίας, κόντεψαν να πεθάνουν από την ανεξέλεγκτη τρομάρα τους με την ξαφνική καταιγίδα του πυρός και του καυτού μετάλλου.
Κι ήταν τόσο αστείο το θέαμα όλων αυτών να τρέχουν αλαφιασμένοι στους διαδρόμους των δημόσιων αεροδρομίων που επίταξαν για να την κοπανήσουν και των ιδιωτικών αεροδιαδρόμων που είχαν καβατζώσει από νωρίς, μη τυχόν και γίνει κάνα κακό (και να που έγινε). Και έτρεχαν με τις βαλίτσες μισοσκασμένες από το ασήκωτο φορτίο με τον κλεμμένο πλούτο. Και, την ώρα που έτρεχαν όλοι αυτοί οι σιχαμένοι, την ίδια ώρα σκαρφίζονταν καινούργια κόλπα για να βγάλουν κι άλλα και να συνεχίσουν το κορόιδεμα των καταραμένων που θα έμεναν πίσω να ματώνουν…