Τις ώρες που η Ελλάδα σπαράζει με απεγνωσμένες κραυγές κι ατελείωτα αναφιλητά, τα πολιτικά επιτελεία επιχειρούν να βάλουν «τάξη (επί χάρτου) στο χάος». Μακριά από το πεδίο, όπου τα διαμελισμένα, και εξαϋλωμένα σώματα των νέων παιδιών και τόσων αθώων, πότισαν το χώμα της Λάρισας απόκοσμα και φρικαλέα. Την ώρα που τα ραδιόφωνα αντηχούν το«Μάνα δεν θα ρθω στο σπίτι Και είναι πολλά τα Γιατί», οι σύμβουλοι της επικοινωνίας προσπαθούν, κλεισμένοι στα γραφεία τους, να δώσουν επειγόντως λύσεις, απαντήσεις κ σχέδια . Πώς επανέρχεται, άραγε, η «τάξη»στο νου και τις ματωμένες καρδιές του κόσμου με τόσα πολλά Γιατί…
Ανεξάρτητα από το εάν οι ομάδες των ειδικών επικοινωνιολόγων συναισθάνονται τον όγκο της δημόσιας αγανάκτησης, ή αν εν-συναισθάνονται το βαθύ πόνο του λαού, πόσο εφικτό είναι για μια τέτοια τραγωδία να «επιλυθεί ηθικά ως κρίση», όταν συγκεντρώνει τόσα -αβάσταχτα για την ηθική των ανθρώπων- λάθη και εγκληματικά χαρακτηριστικά. Μια τραγωδία προδιαγεγραμμένη, όπως τη χαρακτήρισαν από την πρώτη ημέρα τα ξένα μέσα ενημέρωσης. Μια τραγωδία φρικώδης, με τον τρόπο που έκαψε και έλιωσε τα θύματά της στέλνοντάς τα απευθείας στον παράδεισο. Μια τραγωδία που οφείλεται σε «ανθρώπινο λάθος», όπως έσπευσε να την χρήσει ο πρωθυπουργός. Κατά πόσον το τελευταίο ελάφρυνε, τελικά, την διάσταση της πολιτικής ευθύνης , ή εξημέρωσε, έστω λίγο, τον αποτροπιασμό των πολιτών, θα δυσκολεύονταν, πράγματι, να το απαντήσουν οι πιο έμπειροι
Διεθνώς πολιτικοί Διαχειριστές των Κρίσεων. «Δυστυχήματαπου συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά του πρωτόγνωρου, του καταστροφικού και του μη ηθικού προκαλούν στο κοινωνικό σύνολο μακροχρόνιες ψυχικές επιπτώσεις, οι οποίες οδηγούν τους πολίτες σε συναισθήματα θυμού, απογοήτευσης, αδυναμίας και φόβου, αλλά και σε επιθυμία για εκδίκηση», γράφει στις οδηγίες Διαχείρισης Κρίσεων η καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας Μπάρμπαρα Ρέηνολς. Ως κοινωνική ψυχολογος, και έχοντας διατελέσει σύμβουλος πολλών κατά σειρά πρόεδρων των ΗΠΑ, από την θέση της επικεφαλής στην εκπαίδευση για Καταστάσεις Έκτακτης Ανάγκης του Αμερικανικού Κέντρου Έλεγχου Λοιμώξεων, εφιστά την προσοχή προς του ηγέτες του κόσμου για τραγικά συμβάντα όταν αυτά, ειδικά, οφείλονται στον ανθρώπινο παράγοντα. «Να αναμένετε πολύ μεγαλύτερη δημόσια οργή», γράφει χαρακτηριστικά, «και περισσότερες απαιτήσεις του κοινωνικού συνόλου για εξηγήσεις, όταν αντιμετωπίζετε μια καταστροφή που είναι ανθρωπογενής και όχι θεομηνία.»
Για την αντίδραση της κοινής γνώμης και την ψυχολογία του πληθυσμού μετά από συμβάντα μεγάλων κρίσεων,δυστυχημάτων και καταστροφών, έχουν εκπονηθεί εκτεταμένες μελέτες, με συμπεράσματα που χρησιμοποιούνται συχνά από πολιτικούς ή επιχειρηματικούς ηγέτες διεθνώς. Μέρος των ερευνών αυτών εξηγεί πώς ορισμένες κρίσεις μπορεί να γίνουν πιο αποδεκτές, τελικά, στο δημόσιο συναίσθημα, σε σύγκριση με άλλες, ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων που επισύρουν. Τέτοια κρίση, που θα μπορούσε ευκολότερα να ξεπεραστεί, ή υποθετικά να ξεχαστεί, δεν φαίνεται βάσει της επιστήμης να είναι η τραγωδία των Τεμπών, όπως προκύπτει. Εκτός από το στοιχείο των ανθρωπίνων ευθυνών και παραλείψεων από εργαζομένους, διοικούντες και κράτος, που εκλαμβάνεται ως «ασυγχώρητο» από το δημόσιο αίσθημα σε σύγκριση με μια θεομηνία, (σύμφωνα πάντα με την επιστήμη) η εθνική τραγωδία των Τεμπώνσυγκεντρώνει και άλλα ειδικά χαρακτηριστικά.
Καταστροφές που κοστίζουν σε ζωές ή σε βλάβηενηλίκων ατόμων, για παράδειγμα, έναντι αυτών που αφορούν σε ζωές νέων, είναι ηπιότερες για την ψυχολογία του κοινού, στον τρόπο που θα ξεπεραστούν μακροπόρθεσμα και η κοινωνία θα ανακάμψει.
Δυστυχήματα που προκαλούνται από «αξιόπιστους»θεσμούς έναντι αναξιόπιστων, είναι επίσης ευκολότερονα μειωθούν ως προς την βαρύτητά τους στην συνείδηση του κόσμου, όπως δείχνουν οι μελέτες. Στην συγκεκριμένη τραγική ελληνική περίπτωση, αντιθετα, είναι ενδιαφέρον ότι τα τραίνα, ήταν αξιόπιστα στο μυαλό του ελληνικού πληθυσμού, αλλά απώλεσαν ακαριαία την αξιοπιστία τους.
Τέλος, καταστροφές με αναστρέψιμο αποτέλεσμα, όσο εκτεταμένες κι αν είναι , είναι ,βέβαια, πιο αποδεκτές από μη αναστρέψιμες τραγωδίες∙ όπως εν προκειμένω, οι ζωές των αδικοχαμένων επιβατών.
Επίσης, σύμφωνα με τις έρευνες, ένα δυστύχημα, που προήρθε από κίνδυνο με κατανοητό, κατά τα άλλα όφελος , θεωρείται πιο εύκολο να λάβει «συγχώρεση», μακροπρόθεσμα, στην ψυχή του κόσμου, όπως υπογραμμίζουν οι κοινωνικοί ψυχολόγοι. «Ας θυσιάσουμε πιόνια Για τον χρυσό βασιλιά» λέει το τραγούδι για την τραγωδία που γράφτηκε τις πένθιμες ώρες, με κάθε λέξη του στο άκουσμά της να ματώνει κι άλλο τις καρδιές μας.
Η λίστα με τις σορούς, η λίστα των αγνοουμένων , η λίστα των τραυματιών, εντωμεταξύ αυξομειώνονται, όσο συνεχίζεται η μακάβρια καταμέτρηση των ραντεβού με τον θάνατο για τους αγγέλους που πέταξαν από τα δάσητων Τεμπών. Ίσως κάποιοι να πιστεύουν ότι οι αριθμοί έχουν, τελικά, σημασία. «Το λάθος πολλών αξιωματούχων είναι το ότι μετράνε το μέγεθος της καταστροφής και της (πολιτικής) κρίσης μόνο με βάση το πόσοι άνθρωποι χάθηκαν ή τραυματίστηκανσωματικά ή πόση περιουσία έχει χαθεί», υπογραμμίζειπρος τους ηγέτες η Μπάρμπαρα Ρέηνολς. Θυμηθείτε όμως, καταλήγει, να μετρήσετε την καταστροφή με έναν άλλο τρόπο: Με το επίπεδο του συναισθηματικού τραύματος της κοινωνίας που συνδέεται με αυτήν.
Για την τραγωδία στα Τέμπη, μια και μόνο είναι η λέξη για το κοινό μας τραύμα: «Ανεξίτηλο»