Ήταν ο αναμφισβήτητος ηγέτης της ΑΕΚ για δύο δεκαετίες. Ο Μίμης Παπαϊωάννου στην Opap Arena βλέπει και θα βλέπει για πάντα την αγαπημένη του ομάδα. Η ζωή που τόσο απλόχερα του προσέφερε το ποδοσφαιρικό ταλέντο και τον οδήγησε σε στιγμές δόξας, μεγαλείου στο τέλος του έκανε μια σκληρή ντρίπλα. Δεν τον αξίωσε να ζήσει, όπως εκείνος θα ήθελε την επιστροφή της ομάδας που αγάπησε στην ιστορική της έδρας. Τα προβλήματα υγείας τον ταλαιπώρησαν, αλλά τώρα θα βλέπει ακόμα πιο ψηλά την αγαπημένη του ομάδα από το τεράστιο πόστερ που η ΑΕΚ τοποθέτησε στο νέο της γήπεδο.
Όσο για τη ζωή του; Οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές από τα «χρόνια της αθωότητας» όταν ξεδιπλώνουν τις παιδικές τους αναμνήσεις θεωρείς ότι περιγράφουν ταινία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Δραματική. Νομίζεις ότι κάποια στιγμή θα ακούσεις τον Νίκο Ξανθόπουλο να υπερασπίζεται τον εαυτό του ή την αγαπημένη του,Μάρθα Βούρτση.
Το ξεκίνημα της ζωής του Μίμη Παπαϊωάννου δεν ήταν μελό, αλλά θα μπορούσε σίγουρα να είναι βουκολικό δράμα που επίσης θα έκοβε πολλά εισιτήρια, ειδικά στα συνοικιακά σινεμά.
Μόνο που δεν θα είχε δράση. Η καθημερινότητα της οικογένειας του Κώστα Παπαϊωάννου και της γυναίκας του Ζωής δεν παρουσίαζε το παραμικρό ενδιαφέρον. Δεν υπήρχε δράση. Είχαν χωράφια, είχαν πρόβατα, δεν ήταν πλούσιοι, αλλά δεν πεινούσαν όπως η… μισή Ελλάδα εκείνα τα χρόνια.
Το χωριό τους, η Νέα Νικομήδεια στην Ημαθία, ήταν τόπος με προκομμένους κατοίκους. Όλοι έκαναν την ίδια δουλειά. Φρόντιζαν τη γη και τα ζωντανά.
Κι ο Μίμης μικρός, αυτή τη δουλειά έκανε. Πρόσεχε τα πρόβατα αλλά έτρεχε και πίσω από μια μπάλα. Ηθικός αυτουργός ο πατέρας του που ένα Πάσχα αντί για αυγό ή ένα παιχνίδι του χάρισε μια μπάλα..
Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά για το τόπι. Μόνο για αυτό. Έβγαλε με το… ζόρι το Δημοτικό, αλλά το μυαλό του ήταν… ξυράφι. Ίσως για αυτό και η πρώτη δουλειά που έκανε ήταν κουρέας. Πήρε το ξυράφι κι άρχισε να… ξυρίζει τους συγχωριανούς του.
Πρώτη του ομάδα ήταν η «Νέα Γενεά», η ομάδα του χωριού του. Εκεί έκανε όνομα που ακούστηκε πάρα έξω. Η Βέροια τον πλησίασε. Πήγε με υποσχετική κι αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο για τη μεταγραφή του.
Παίζοντας στο πρωτάθλημα Κεντροδυτικής Μακεδονίας έγινε γνωστός. Δεν έγραφαν, ακόμα, οι εφημερίδες για αυτόν, αλλά υπήρχε εγκυρότερη ενημέρωση, Οι διαιτητές που σφύριζαν τους αγώνες ήταν οι… σκάουτερ της εποχής. Εντόπιζαν ένα ταλέντο και… έσκαγαν το μυστικό σε ένα φίλο τους παράγοντα ή προπονητή.
Στην προκειμένη περίπτωση το μυστικό το έμαθε πρώτος ο Τρύφωνας Τζανετής, ο προπονητής της ΑΕΚ που έστειλε τον παλαίμαχο άσο Κώστα Πούλη να τον δει σε κάποιους αγώνες και να σχηματίσει εικόνα.
Κι αργότερα με κάθε μυστικότητα κατέβηκε στην Αθήνα για να δείξει την αξία του στις προπονήσεις της ΑΕΚ.
Από τον Δεκέμβριο του ’61 η ΑΕΚ προσπαθεί να τον αποκτήσει. Το θέμα παρουσιάζει δυσκολίες. Υπάρχουν δύο ομάδες, αυτή που έχει τα δικαιώματά του κι αυτή που αγωνίζεται. Την τελευταία μέρα των μεταγραφών- κυριολεκτικά – στις 31 Ιουλίου ο Κλεάνθης Μαρόπουλος δίνει 80.000 δρχ στη Βέροια και άλλες 100.000 στη «Νέα Γενιά» και κλείνει τη συμφωνία. Επιπλέον η Βέροια πήρε τις εισπράξεις από δύο φιλικά ματς με την Ένωση.
Η μεγαλούπολη τρομάζει τον 20χρονο ποδοσφαιριστή. Πριν προλάβει να προσαρμοστεί στη ζωή μιας πόλης, όπως η Βέροια, από το χωριό που μεγάλωσε ήρθε «καπάκι» η πρωτεύουσα.
Μπορεί να ήταν από ένα μικρό χωριό, να είχε βγάλει μόνο το Δημοτικό – κι αυτό με το ζόρι – αλλά, είπαμε, μυαλό ξυράφι. Δεν τον… ρούφηξε η Αθήνα, όπως τόσους και τόσους. Το αντίθετο. Αφοσιώθηκε με ζήλο στο ποδόσφαιρο, έφθασε ψηλά, τόσο ψηλά που η Παγκόσμια Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του ποδοσφαίρου ψήφισε αυτόν για κορυφαίο Έλληνα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα,
Ήταν και πεισματάρης. Όσες φορές, οι παράγοντες, δεν υλοποιούσαν τις υποσχέσεις τους… πατούσε πόδι! Σε μια από αυτές κόντεψε να σταματήσει το ποδόσφαιρο και να γίνει τραγουδιστής ακολουθώντας τον Στέλιο Καζαντζίδη. Ευτυχώς που τον… έχασε το τραγούδι κι έμεινε στο ποδόσφαιρο.
Έμεινε όμως η φωνή του που κι αυτή θα ακούγεται σε κάθε ματς στο νέο γήπεδο της ομάδας του. Το 1971 ηχογράφησε τον Ύμνο της ΑΕΚ σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη και μουσική του Στέλιου Καζαντζίδη.
Κι αν στη σύντομη καριέρα του στα νυχτερινά κέντρα και στις τουρνέ στη Γερμανία τραγουδούσε τους καημούς του απλού κόσμου, στο γήπεδο του άρεσαν τα… μαρς. Ήταν ο οδηγός της ΑΕΚ στις μεγάλες επιτυχίες που ακολούθησαν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Ξεχώρισε και για το ήθος του. Δεν αποβλήθηκε ποτέ στα 17 χρόνια της καριέρας του. Έβλεπε τον αντίπαλο ως φίλο, ως «εργαλείο» στη δουλειά του κι όχι ως εχθρό. Το μεγαλείο του έδειξε όταν πήγε ο Μίμης Δομάζος στην ΑΕΚ, το άλλο «ιερό τέρας». Όχι μόνο ενθάρρυνε τον Λουκά Μπάρλο στην απόκτηση του, αλλά του έδωσε και τη φανέλα με το νο 10!
Το ποδόσφαιρο έγινε η ζωή του που αργότερα μοιράστηκε με τη γυναίκα του Μαρία και τις κόρες του, τη Ζωή και την Αγγελική.
Και τη «στρογγυλή θεά» δεν την αποχωρίστηκε. Έπαιξε μπάλα Στον Παγκύπριο κι αργότερα εργάστηκε ως προπονητής. Αυτή τη φορά δεν είχε κανένα λόγο να φοβάται μια ακόμα μεγαλύτερη πόλη, όπως η Νέα Υόρκη.
Στην Ελλάδα εργάστηκε για πολλά χρόνια στην Εθνική ως συνεργάτης των ομοσπονδιακών τεχνικών και πέτυχε ως μέλος του προπονητικού τιμ αυτό που δεν αξιώθηκε ως ποδοσφαιριστής. Να πάρει μέρος σε ένα Μουντιάλ, Μπορεί η «αμερικανική περιπέτεια» του 1994 να πλήγωσε πολλούς, αλλά όσο περνάνε τα χρόνια κερδίζει έδαφος η σκέψη «καλύτερα να τρως δέκα, συνολικά γκολ, σε μια μεγάλη διοργάνωση, παρά να τη βλέπεις από την τηλεόραση.
Info
17 Νοεμβρίου 1942 – 15 Μαρτίου 2023
Τόπος Γέννησης: Νέα Νικομήδεια, Ημαθία
Αρχική ομάδα: Νέα Γενεά
Άλλες ομάδες:
1960: Βέροια
1962: ΑΕΚ 48-/235
1979: Παγκύπριος Ν. Υόρκη 17/5
Εθνική Ελλάδας: 61 συμμετοχές (32 αρχηγός), 21 γκολ (περίοδος 1963-78 )
Τίτλοι καριέρας
Πρωταθλήματα: 5 (1963, 1968, 1971, 1978,1979)
Κύπελλα: 3 (1964, 1966), 1978)
Πρωτάθλημα Cosmopolitan Soccer League (ΗΠΑ): 1 (1980)
Κύπελλο Lamar Hunt U.S.Open Cup: 1 (1980)
1ος σκόρερ στην Α’ Εθνική: 1964 (29 γκολ) , 1966 (24).