Οι δημοσκοπήσεις που εμφανίζονται κατά ριπάς -έξι από την αρχή της τραγωδίας μέχρι σήμερα- αποτυπώνουν αυτά που η κυβέρνηση ούτε στον εφιάλτη της δεν θα ήθελε να δει, αλλά και αυτά που φοβάται η αξιωματική αντιπολίτευση.
- Της Κύρας Αδάμ
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πέφτει στα ποσοστά της, ενώ υπολόγιζε σε αύξηση μέχρι την τραγωδία των Τεμπών, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ο αποδέκτης των απωλειών της Ν.Δ., έτσι ώστε να ηγηθεί της κούρσας των εκλογών, όπως υπολόγιζε.
Οι δημοσκοπήσεις, όσο αξιόπιστες και ακριβείς είναι ή δεν είναι, δεν μπορούν να αποκρύψουν τη διάθεση μεγάλης μερίδας πολιτών: οργή και αγανάκτηση, γιατί το κράτος δεν κάνει τη δουλειά του, δεν προσφέρει στους πολίτες ασφάλεια για την ίδια τη ζωή τους, αντιθέτως, το εκάστοτε επιτελικό κομματικό κράτος αυξάνει την ανασφάλειά τους, διότι όχι μόνον δεν λύνει/διευθετεί τα προβλήματα από το παρελθόν, αλλά χτίζει τον «δικό του μύθο» πάνω στα μονίμως σαθρά θεμέλια.
Οι πολίτες, με τις αντιδράσεις τους, δείχνουν να παίρνουν αυτή τη στιγμή αποστάσεις από κόμματα, κυβερνήσεις και πολιτικούς αρχηγούς, γιατί αυτοί δεν έλυσαν τα προβλήματα που βρήκαν και αυτά που δημιούργησαν οι ίδιοι.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που βρίσκεται σε δυσχερέστερη θέση από όλα τα κόμματα προτού αρχίσει η προεκλογική περίοδος, ακολουθεί την αδιέξοδη πεπατημένη. Αποποιείται το μεγάλο μερίδιο ευθύνης της -γιατί και αυτή δημιούργησε το δικό της αναποτελεσματικό κομματικό επιτελικό κράτος- και τώρα επιχειρεί να αποποιηθεί των ευθυνών της, περιορίζοντας «το κακό» μόνο σε λάθη ακατάλληλων προσώπων σε κομβικές θέσεις τη στιγμή της τραγωδίας, τους οποίους όμως η ίδια η κυβέρνηση τοποθέτησε, έστω και «εν αγνοία του πρωθυπουργού» (;), όπως υποστηρίζεται, για να μην τσαλακωθεί η εικόνα του «σωστού πρωθυπουργού».
Λογικά η κυβέρνηση επιταχύνει την αντεπίθεσή της, με βάση τον… κλασικό δρόμο της αλάνθαστης σχολής «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα», μόνο που τώρα δεν υπάρχουν περιθώρια να δοθούν όλα.
Η κυβέρνηση, σταθερά αλλά σε δόσεις, δίνει παροχές σε μισθωτούς και συνταξιούχους (όχι όλους), που, αν αθροιστούν, δεν είναι ευκαταφρόνητες. Οι παροχές αυτές είναι και δίκαιες και αναγκαίες και απαραίτητες, μόνο που χάνουν την πραγματική αξία τους γιατί μπορεί να εκληφθούν ως παροχές- αντίβαρο στα αισθήματα οργής και αγανάκτησης που προκάλεσε η τραγωδία.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη σαφώς ευελπιστεί ότι κατά τις δεύτερες εκλογές, στην αρχή του καλοκαιριού, όταν θα έχει κοπάσει ο αντίκτυπος από την τραγωδία και οι ψηφοφόροι θα αναγνωρίσουν «τα καλά» των κυβερνητικών παροχών, οι ψηφοφόροι δεν θα στερήσουν από τη Ν.Δ. «το άγγιγμα στην αυτοδυναμία». Θα πρόκειται σαφέστατα για αλλαγή στον αρχικό στόχο, που φιλάρεσκα προέκρινε «αυτοδύναμη κυβέρνηση».
Ομως το βλέμμα της Ν.Δ. θα είναι στον ΣΥΡΙΖΑ και συγκεκριμένα αν το κόμμα αυτό θα μπορέσει να απορροφήσει υπέρ αυτού όλες τις αρνητικές πολιτικές διαθέσεις προς την κυβέρνηση της Ν.Δ. Κατά την προεκλογική περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ μάλλον θα πρέπει να κοπιάσει πολύ περισσότερο από τη «δεδομένη δεξιά κυβέρνηση της Ν.Δ.» για να πείσει το επιφυλακτικό πλέον εκλογικό σώμα ότι όχι μόνο έχει διδαχθεί από τις τραγωδίες της δικής του διακυβέρνησης (Μάτι, Μάνδρα κ.λπ.), αλλά κυρίως να πείσει ότι το καινούργιο δικό του επιτελικό κομματικό κράτος θα λειτουργήσει σαν καλολαδωμένη μηχανή. Πράγμα πολύ δύσκολο να επιτευχθεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα…
Ο ρυθμιστικός παράγων των επερχόμενων εκλογών, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα είναι το ποσοστό της αποχής, που όμως δεν θα συγκροτείται από απολιτίκ αδιάφορους ψηφοφόρους, αλλά από έντονα πολιτικοποιημένους πολίτες, που απαιτούν τον σεβασμό τους από τα κόμματα, τους πολιτικούς, το κράτος και τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Και ίσως θα περιμένουν πολύ καιρό για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους…