Ημουν νεαρός φοιτητής, στέλεχος της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ Κομοτηνής, όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διεκδίκησε την πρωθυπουργία το καλοκαίρι του 1989 με εκλογικό σύστημα απλής αναλογικής. Το περίφημο συν ένα. Κάναμε αφισοκόλληση σε ολόκληρο τον νομό Ροδόπης τότε και ακολουθήσαμε οδικώς τον μετέπειτα επίτιμο πρόεδρο της Ν.Δ. παντού. Εως τα δυσπρόσιτα πομακοχώρια της Οργάνης και του Κέχρου, που βρίσκονταν στην καταπράσινη ελληνοβουλγαρική μεθόριο.
Ο Μητσοτάκης έφθασε με ελικόπτερο εκεί, συνοδευόμενος από τον επικεφαλής της ασφαλείας του, τον περίφημο Νηστικάκη, και έτυχε θερμότατης υποδοχής. Σε εκείνη την προεκλογική περίοδο δεν είχε αφήσει χωριό της Ελλάδος απάτητο για να σπάσει τον αποκλεισμό του από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης που είχαν το μονοπώλιο της πληροφόρησης του ελληνικού λαού.
Η απάντησή του στην απλή αναλογική του Αγαμέμνονα Κουτσόγιωργα δεν ήταν «θα κάνουμε τρεις φορές εκλογές μέχρι να πάρω αυτοδυναμία και να εκλεγώ πρωθυπουργός». Ακόμη και αν ήξερε ότι αυτό κατά πάσα πιθανότητα θα χρειαστεί. Οπως και χρειάστηκε. Η απάντησή του δεν ήταν να δίνει ημερομηνίες δεύτερων και τρίτων εκλογών (όπως τώρα που ακούμε για 2 Ιουλίυ και 17 Σεπτεμβρίου) χωρίς να έχει στην διάθεσή του τα αριθμητικά δεδομένα με τα ποσοστά των κομμάτων των πρώτων εκλογών. Η απάντησή του δεν ήταν να θέτει την υποψηφιότητά του για την πρωθυπουργία υπό δημόσια διαπραγμάτευση. Ακόμη και αν προετοίμαζε μεθοδικά την υποψηφιότητα του Τζαννή Τζαννετάκη για το αξίωμα.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αντιμετώπιζε κάθε αναμέτρηση αυτοτελώς και ουχί ηττοπαθώς, βάζοντας τον πήχη όσο πιο ψηλά γινόταν. Εν γνώσει του ανέφικτου του στόχου του. Και βεβαίως δεν θυμάμαι ποτέ τον Μητσοτάκη που έζησα από κοντά στις περιοδείες του στη Θράκη να κάνει κεντρικό θέμα της καμπάνιας του την ακυβερνησία. Την ανέφερε μεν, αλλά δεν διανοήθηκε να εκβιάσει ποτέ το εκλογικό σώμα. Γι’ αυτό και τον εκτιμούσαμε πολύ, παρά τα ελαττώματά του. Γιατί ήταν ηγέτης. Από μία ηλικία και μετά οι συγκρίσεις με βάση την κτηθείσα πείρα και τις ισχυρές αναμνήσεις γίνονται αυτομάτως, χωρίς να το επιδιώκεις. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προκήρυξε χθες εκλογές σε δύο δόσεις (21 Μαΐου και 2 Ιουλίου), προεξοφλώντας με τον τρόπο του ότι η αυτοδυναμία είναι μη τόπος. Είναι ουτοπία.
Στα ποσοστά που κινούνται τα κόμματα με απλή αναλογική είναι πράγματι δύσκολη η αυτοδυναμία. Ωστόσο, όπως έλεγε και ο πρόεδρος Κλίντον, «όσο πιο ψηλά βάζεις τον πήχη τόσο πιο μεγάλη απόσταση θα διανύσεις, ακόμη κι αν τον ρίξεις και δεν καταφέρεις να τον περάσεις». Η στρατηγική που ακολουθεί το κυβερνών κόμμα εδώ και καιρό, πριν από τα Τέμπη ακόμη, είναι να εκπέμπει δημοσίως την αγωνία της μη αυτοδυναμίας, την αγωνία για το ποιοι θα είναι οι εταίροι σε μια κυβέρνηση συνεργασίας και, το κυριότερο, ποιος θα είναι ο πρωθυπουργός σε μια κυβέρνηση συνεργασίας.
Με δύο λόγια: Αντί η παράταξη και το πολιτικό σύστημα να δίδουν απαντήσεις ουσίας στα πραγματικά προβλήματα των πολιτών -αυτά εκλέγουν πρωθυπουργό-, το μόνο που συζητούν δημοσίως είναι σε ποια συσκευασία εξουσίας θα ανανεωθούν και υπό την ηγεσία ποίου. Αυτό δεν ονομάζεται ηγεσία αλλά ανασφάλεια. Ο πρωθυπουργός επικαλέστηκε χθες στο υπουργικό συμβούλιο αλλά και σε πρόσφατες τοποθετήσεις του το πρόβλημα της «ακυβερνησίας» στη Βουλγαρία έπειτα από πέντε εκλογικές αναμετρήσεις.
Οταν και οι πέτρες γνωρίζουν ότι η ακυβερνησία αυτή οφείλεται στον συμμαχικό παράγοντα, ο οποίος θέλει να επιβάλει με το ζόρι αντιρώσο πρωθυπουργό με καταγωγή από το Χάρβαρντ, καθώς δεν αρέσει πια στη Δύση το κόμμα του Μπορίσοφ, το οποίο κατατάσσεται πάντοτε πρώτο στις διαδοχικές αναμετρήσεις. Και του οποίου ο ηγέτης δηλώνει διατεθειμένος να μη διεκδικήσει στις διαπραγματεύσεις την πρωθυπουργία ούτε καν υπουργείο. Αυτό είναι το παράδειγμα της Βουλγαρίας στην πλήρη διάστασή του. Πέραν αυτών, ο κύριος πρωθυπουργός, που θεωρεί σήμερα «ακυβερνησία» τις κυβερνήσεις συνεργασίας και οικτίρει τη Γερμανία για την τρικομματική κυβέρνηση Σολτς (αδιαφορώντας για τις συνέπειες στις διακρατικές σχέσεις), δεν είναι και τόσο συνεπής με θέσεις που έχει διατυπώσει στο παρελθόν για αυτά τα σχήματα.
Τον Οκτώβριο του 2011 ο κύριος Μητσοτάκης υπέγραψε μαζί με τη Βάσω Παπανδρέου, τον Κωστή Χατζηδάκη, τη Φώφη Γεννηματά, τον Αρη Σπηλιωτόπουλο, τον Μίμη Ανδρουλάκη, τον Ευάγγελο Αντώναρο, τον Πάρι Κουκουλόπουλο, τον Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, τον Ντίνο Βρεττό, τον Κώστα Γείτονα και τον Πυθαγόρα Βαρδίκο δήλωση με την οποία ζητούσε συγκρότηση «κυβέρνησης εθνικής συνεργασίας». Αλλες εποχές, άλλα μέτρα, άλλα σταθμά. Στη δική μας αντίληψη των πραγμάτων η πολιτική κυριαρχία δεν βασίζεται μόνο σε αριθμούς. Οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις προφανώς και είναι χρήσιμες στη χώρα όταν οι αριθμοί των εδρών βρίσκουν αντιστοιχία και στην εμπιστοσύνη των πολιτών.
Αυτοδυναμία 37% στο Κοινοβούλιο χωρίς αυτοδυναμία στην κοινωνία και στους δρόμους είναι δώρον άδωρον. Πολιτική σταθερότητα χωρίς κοινωνική σταθερότητα δεν νοείται. Και, βεβαίως, χωρίς μετρήσιμο αποτέλεσμα. Υπήρξαν αυτοδύναμες κυβερνήσεις με σπουδαία αποτελέσματα όπως του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος μόνος εναντίον όλων ενέταξε την Ελλάδα στην ΕΟΚ και αυτοδύναμες κυβερνήσεις που χάρη στις υπογραφές που έβαλαν οι πρωθυπουργοί τους ( Μαδρίτη – Ελσίνκι – Καστελόριζο) υπονόμευσαν μακροπρόθεσμα το εθνικό συμφέρον.
Οι κυβερνήσεις συνεργασίας, όπως αυτές όπου ηγήθηκαν ο Ξενοφών Ζολώτας, ο Παναγιώτης Πικραμμένος, ο Λουκάς Παπαδήμος, η Βασιλική Θάνου («άγνωστοι Χ», μη πολιτικά πρόσωπα), έτυχαν θετικής ή αρνητικής αξιολόγησης με βάση τις αποφάσεις που έλαβαν υπέρ ή κατά του εθνικού και κοινωνικού συμφέροντος. Και όχι επειδή ήταν κυβερνήσεις συνεργασίας. Ο Ζολώτας γλίτωσε την Ελλάδα από την προσφυγή στο ΔΝΤ το 1990, ενώ ο Παπαδήμος θα μείνει διάσημος στην Ιστορία για το PSI και το «κούρεμα» των μικροομολογιούχων.
Αντί τα κόμματα να τσακώνονται λοιπόν δημοσίως για τη συσκευασία της διακυβέρνησης, μονοκομματική, δικομματική ή τρικομματική, ας πουν συγκεκριμένα πράγματα στον ελληνικό λαό και ας περιμένουν με σεβασμό το αποτέλεσμα χωρίς να το προεξοφλούν. Εάν ο κύριος Μητσοτάκης φθαρεί λελογισμένα, κανείς δεν θα μπορεί να του στερήσει τη δυνατότητα να διεκδικήσει την ηγεσία συμμαχικής κυβέρνησης. Θα είναι αντιδημοκρατικό. Αν φθαρεί περισσότερο από το αναμενόμενο και δεν επιδοκιμαστεί η πολιτική του, κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει τον κύριο Ανδρουλάκη να αρνηθεί τη συνεργασία με τον «ωτακουστή» του.
Το αποτέλεσμα θα τα ορίσει όλα. Το αποτέλεσμα θα δεσμεύσει τους πάντες. Το αποτέλεσμα δεσμεύει όλους. Το αποτέλεσμα θα δείξει τον πρωθυπουργό. Περισσότερηωριμότητα, λοιπόν.