Μέχρι τις αρχές του προηγούμενου μήνα όλοι νόμιζαν ότι οι τράπεζες είχαν διορθωθεί μετά τον εφιάλτη της οικονομικής κρίσης. Τώρα είναι σαφές ότι εξακολουθούν να προκαλούν γενικευμένο πανικό. Οι καταθέτες άρχισαν ξανά να αναρωτιούνται αν τα χρήματά τους είναι ασφαλή.
- Από τον Βασίλη Γαλούπη
Υποτίθεται ότι αυτό δεν θα το αντιμετωπίζαμε ξανά. Νέοι κανόνες, που εισήχθησαν μετά την οικονομική κρίση του 2007-2009, είχαν σκοπό να εξασφαλίσουν ότι στο εξής οι χρεοκοπίες των τραπεζών δεν θα απειλούν την παγκόσμια οικονομία. Οι ρυθμίσεις μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση υποτίθεται ότι γέμισαν τις τράπεζες με κεφάλαια, αύξησαν τα ταμειακά τους αποθέματα και περιόρισαν τα ρίσκα που μπορούσαν να παίρνουν οι απανταχού τραπεζίτες.
Καταθέτες και φορολογούμενοι πλήρωσαν πολύ ακριβό τίμημα για να διασφαλίσουν ότι δεν θα ξαναζήσουν τον φόβο των τραπεζών. Τότε, στην οικονομική κρίση, κόντρα σε κάθε βασικό κανόνα του καπιταλισμού, δεν πλήρωσαν τις συνέπειες οι τράπεζες που πήραν τα ρίσκα τους και έχασαν, αλλά αναγκάστηκαν με το ζόρι οι φορολογούμενοι να πληρώσουν εκείνοι για τη διάσωση των τραπεζών, κι ας μην έφεραν καμία απολύτως ευθύνη.
Οι τράπεζες μαζί με τις κυβερνήσεις αντιμετώπισαν με το ζόρι τους Ευρωπαίους φορολογουμένους ως τους «δανειστές της τελευταίας λύσης». Κάτι που ξέρουμε καλύτερα απ’ όλους στην Ελλάδα, με τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις διά του βούρδουλα της τρόικας, δίχως ποτέ κανείς να μπει φυλακή για το ξεσάλωμα των τραπεζιτών.
Τα γεγονότα, όμως, του φετινού Μαρτίου έδειξαν για μια ακόμα φορά ότι ο καπιταλισμός και οι κανόνες του δεν ισχύουν για όλους. Οι φορολογούμενοι μετατρέπονται πάλι στα βολικά κορόιδα.
Το πρώτο κραχ έσκασε αρχικά στην Αμερική. Στις 9 Μαρτίου, 42 δισ. δολάρια σε καταθέσεις έκαναν «φτερά» σε μία μέρα από τη Silicon Valley Bank. Συνολικά τρεις τράπεζες κατέρρευσαν σε διάστημα μόλις μίας εβδομάδας. Οι επενδυτές πανικοβλήθηκαν. Μόνο μέχρι τις 17 Μαρτίου, 229 δισ. δολάρια εξαλείφθηκαν από την αγοραία αξία των τραπεζών, μια πτώση 17% σε λιγότερο από 10 μέρες.
Ξαφνικά, οι τιμές των μετοχών των τραπεζών στην Ευρώπη και την Ιαπωνία βυθίστηκαν. Η Credit Suisse είδε τη μετοχή της να πέφτει κατά 24% στις 15 Μαρτίου και μία ημέρα μετά ζήτησε στήριξη ρευστότητας από την ελβετική κεντρική τράπεζα. Στο στόχαστρο των αγορών βρέθηκε και η Deutsche Bank. Μία 15ετία από το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης επέστρεψαν οι αμφιβολίες για το πόσο εύθραυστες είναι οι τράπεζες και τι μπορεί να σημαίνει αυτό για εμάς.
Την περασμένη Τετάρτη o Τζέιμι Ντάιμον, διευθύνων σύμβουλος του τραπεζικού κολοσσού JPMorgan, προειδοποίησε ότι η τραπεζική κρίση που εκδηλώθηκε με την κατάρρευση της Silicon Valley Bank δεν έχει τελειώσει – αντιθέτως, οι συνέπειές της θα είναι ορατές για χρόνια.
Επί χρόνια οι τράπεζες είχαν συνηθίσει σε χαμηλό πληθωρισμό και χαμηλά επιτόκια, χωρίς να ανησυχούν για το τι θα γινόταν αν τα πράγματα άλλαζαν και τα ομόλογά τους έπεφταν σε αξία. Την τελευταία διετία, όμως, οι κεντρικές τράπεζες ξεκίνησαν να αυξάνουν τα επιτόκια, σε μια προσπάθεια να μην αφήσουν τον πληθωρισμό να εκτοξευτεί. Ομως, τα ομόλογα χάνουν σε αξία όταν τα επιτόκια αυξάνονται.
Τη δεκαετία μετά την οικονομική κρίση του 2008 αυτό το πρόβλημα δεν ήταν εμφανές. Η χρηματοπιστωτική πολιτική κατάφερνε να πετυχαίνει τρεις στόχους ταυτόχρονα:
- Η οικονομία να αναπτύσσεται ή, τουλάχιστον, να αποφεύγονται οι υφέσεις.
- Ο πληθωρισμός να είναι κοντά στον στόχο του 2%.
- Η οικονομική σταθερότητα να είναι υψηλή.
Επί χρόνια, όλα αυτά μαζί γίνονταν επειδή η ποσοτική χαλάρωση και τα χαμηλά επιτόκια βοηθούσαν την ανάπτυξη, ο πληθωρισμός παρέμενε χαμηλός και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανιζόταν υψηλή. Αλλά αυτό αποδείχθηκε τώρα μια ψευδαίσθηση.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα εξαρτιόταν από τα χαμηλά επιτόκια. Οι τράπεζες δεν θα αντιμετώπιζαν δυσκολίες αν δεν αυξάνονταν τα επιτόκια. Και η πολιτική τους «δούλευε», με την προϋπόθεση ότι δεν θα ανέβαινε ποτέ ο πληθωρισμός. Ηταν σαν να στοιχηματίζουν ότι ο χαμηλός πληθωρισμός και τα χαμηλά επιτόκια θα διαρκέσουν για πάντα, μόνο που κάτι τέτοιο δεν συνέβη.
Οι τρεις κίνδυνοι και οι δανειολήπτες
Οταν έγινε πιο ήπια η πανδημία, ο πληθωρισμός εκτοξεύτηκε. Οι μεγάλες τράπεζες στην Ευρώπη αναγκάστηκαν μετά την κρίση να ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες ρευστότητας για να μειωθεί η πιθανότητα να αποτελέσουν ποτέ συστημικό κίνδυνο, πράγμα που δεν συνέβη στην Αμερική με τις μικρότερες τράπεζες. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν διατρέχουν κινδύνους, όπως επισημαίνει ο «Economist».
- Ο πρώτος κίνδυνος είναι αυτός της ρευστότητας. Η ταχύτητα με την οποία οι καταθέτες εξαφάνισαν τα λεφτά τους από την Credit Suisse στην Ελβετία και τη Silicon Valley Bank στις ΗΠΑ προκαλεί τρόμο στους επενδυτές. Ακριβώς επειδή στην πραγματικότητα καμιά τράπεζα δεν μπορεί να αντέξει αν πολλοί καταθέτες πάρουν τα λεφτά τους την ίδια στιγμή. Τα δεδομένα που αποκαλύπτουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες για τη φύση των καταθέσεων είναι πολύ λιγότερο λεπτομερή από ό,τι στην Αμερική, σύμφωνα με το βρετανικό περιοδικό. Αρα, κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει πόσο μεγάλο είναι το κομμάτι των καταθέσεων που μετακινείται εύκολα. Δηλαδή, πόσες είναι οι πιο ευέλικτες εταιρικές καταθέσεις, οι λιγότερο ευέλικτες προθεσμιακές κ.ά. Ευτυχώς, ένα τεράστιο κομμάτι καταθέσεων στην Ευρώπη διατηρείται από νοικοκυριά, τα οποία είναι, ως επί το πλείστον, ασφαλισμένα.
- Ενας δεύτερος είναι η αξία των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, δηλαδή τα δάνεια. Οπως και τα ομόλογα, η αξία των υφιστάμενων δανείων στα βιβλία των τραπεζών μειώνεται όταν τα επιτόκια αυξάνονται.
- Ο τρίτος είναι οι δανειολήπτες και το κατά πόσο θα μπορούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Η αύξηση των επιτοκίων πιέζει τον κόσμο, που πρέπει να πληρώνει περισσότερα για να εξυπηρετήσει το δάνειό του.
Η σκανδαλώδης διάσωση της Credit Suisse σε βάρος των φορολογουμένων
Η ΕΚΤ, όπως και η αμερικανική FED, θα μπορούσε θεωρητικά να μειώσει τα επιτόκια, πράγμα που θα έδινε ανάσα στις τράπεζες. Αλλά, αν το έκανε, θα επιδείνωνε τον πληθωρισμό.
Στο μεταξύ, ήρθε η κατάρρευση της ελβετικής τράπεζας. Ο τρόπος που «διασώθηκε» η Credit Suisse, η οποία είχε ήδη την αμαρτωλή φήμη για σκάνδαλα και παρανομίες, δημιουργεί αμφιβολία για το τι μπορεί να συμβεί σε εμάς τους Ευρωπαίους φορολογουμένους με την επόμενη χρεοκοπία τράπεζας.
Πάνω που ο κόσμος πίστευε ότι έχει, έστω αιματηρά, ξεμπερδέψει με το να φορτώνεται το κόστος μιας τραπεζικής κατάρρευσης, οι κανόνες πάλι δεν έγιναν σεβαστοί. Υποτίθεται ότι οι ρυθμιστικές Αρχές θα αντιμετώπιζαν την πτώχευση της τράπεζας με εύρυθμο τρόπο, ακολουθώντας ένα σχέδιο εξάλειψης των μετόχων και διαγραφής μετατρέψιμων ομολόγων.
Αλλά, αντί να κάνουν αυτό, οι Ελβετοί αξιωματούχοι πίεσαν την τράπεζα UBS να αγοράσει την Credit Suisse, προσφέροντας γενναιόδωρα δάνεια από λεφτά των φορολογουμένων και εγγυήσεις με επιστροφή φόρου για να λειτουργήσει η συμφωνία μεταξύ των δύο τραπεζών. Ψήφισαν, μάλιστα, και νόμο για να μην αμφισβητούνται οι όροι. Αν και οι ρυθμιστικές Αρχές διέγραψαν τα μετατρέψιμα ομόλογα της τράπεζας, οι μέτοχοι εξακολουθούν να λαμβάνουν 3,2 δισ. δολάρια.
Αυτό που έγινε έρχεται σε αντίθεση με τα βασικά μαθήματα που θεωρητικά πήραν τράπεζες και κυβερνήσεις μετά την οικονομική κρίση του 2008, αφού αύξησαν το κόστος για τους φορολογουμένους. Στην Credit Suisse η Εθνική Τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας κατείχε περίπου το 10%. Οι Σαουδάραβες επενδυτές άσκησαν πίεση στους Ελβετούς, όπως αποκάλυψε το Reuters, «προειδοποιώντας ότι θα μπορούσαν να κινηθούν νομικά εάν δεν ανακτήσουν μέρος της άτυχης επένδυσής τους».
«Από κάπου έπρεπε να προέλθουν τα χρήματα» δήλωσε στο Reuters Ελβετός αξιωματούχος. Τελικά, τα χρήματα προήλθαν από τους φορολογουμένους. Ετσι και θα ικανοποιούνταν οι μέτοχοι και δεν θα διαλυόταν η τράπεζα. Στο τέλος, οι Ελβετοί επέλεξαν να μηδενίσουν 16 δισεκατομμύρια φράγκα σε ομόλογα, αποζημιώνοντας τους μετόχους με 3 δισεκατομμύρια φράγκα.
Οργή στην Ελβετία: Ανατροπή της συμφωνίας ζητάνε κόμματα και ψηφοφόροι
Η σκανδαλώδης περίπτωση διάσωσης της Credit Suisse, μέσω απορρόφησής της από τη UBS, ανέτρεψε μια βασική αρχή της τραπεζικής χρηματοδότησης: ότι οι μέτοχοι και όχι οι ομολογιούχοι δέχονται το πρώτο χτύπημα όταν μια τράπεζα πτωχεύει. Αλλά ο κόσμος στην Ελβετία εξοργίστηκε.
Η υπουργός Οικονομικών της Ελβετίας Κάριν Κέλερ Σάτερ, σε μια προσπάθεια να μετριάσει την αγανάκτηση, δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι «ο φορολογούμενος σε αυτό το σενάριο έχει μικρότερο κίνδυνο. Η χρεοκοπία θα ήταν υψηλότερος κίνδυνος, γιατί το κόστος για την ελβετική οικονομία θα ήταν τεράστιο».
Αλλά στην κοινωνία η οργή για την επιβάρυνση των πολιτών φούντωσε. Το Bloomberg υπολόγισε ότι κάθε Ελβετός θα χρεωθεί με τουλάχιστον 13.500 ευρώ για τη διάσωση της Credit Suisse. Τόσος είναι ο λογαριασμός στον κάθε πολίτη για την παροχή των 110 δισ. ευρώ χρηματοδότησης, μέσω της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας, από τους φορολογουμένους.
Σε γκάλοπ της μεγαλύτερης εταιρίας δημοσκοπήσεων της χώρας, της GfsBern, το 83% απαιτεί να λογοδοτήσει η διοίκηση της Credit Suisse. Το 71% πιστεύει ότι τα κέρδη δεν πρέπει να παραμείνουν στους μετόχους από τη στιγμή που εμπλέκονται χρήματα των φορολογουμένων.
Δημοψήφισμα
Η πλειοψηφία απάντησε ότι η ελβετική κυβέρνηση υπερέβη τα εσκαμμένα με τη χρήση των εξουσιών έκτακτων αναγκών για χάρη της πτωχευμένης τράπεζας. Και ένα 52% της ελβετικής κοινωνίας ζητά εθνικό δημοψήφισμα σχετικά με αυτό το διάταγμα έκτακτης ανάγκης της κυβέρνησης. Στην Ελβετία είναι αρκετές μόλις 100.000 υπογραφές για να προκληθεί εθνικό δημοψήφισμα, το αποτέλεσμα του οποίου θα ήταν συνταγματικά δεσμευτικό.
Σοβαρές αντιδράσεις έχει η ελβετική κυβέρνηση και από ολόκληρη τη Βουλή. Και τα τρία πιο ισχυρά κόμματα στη χώρα αντιδρούν στη σκανδαλώδη διάσωση. Το μεγαλύτερο πολιτικό κόμμα της χώρας, το δεξιό SVP, που ελέγχει το 25% των εδρών στο Κοινοβούλιο, δήλωσε ότι θα ασκήσει βέτο στην επέκταση της ενίσχυσης της ρευστότητας της UBS και της Credit Suisse από την ελβετική Εθνική Τράπεζα, εάν η κυβέρνηση δεν δεσμευτεί για τη διάσπαση της καινούργιας, διογκωμένης τραπεζικής οντότητας και αν δεν αποφασίσει την ανάκτηση των τεράστιων μπόνους από τους τραπεζίτες της Credit Suisse.
Οι Σοσιαλδημοκράτες, το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα, ανακοίνωσαν ότι θα απαιτήσουν νέα τραπεζική νομοθεσία: «Πρέπει να θεσπιστούν νόμοι που θα βάζουν τέλος στην κουλτούρα της ανευθυνότητας των τραπεζών». Μέχρι και το φιλοεπιχειρηματικό FDP ζήτησε ανάλογα μέτρα.
Ο κόσμος στην Ελβετία απαιτεί να επανεξεταστεί η συμφωνία της διάσωσης-εξπρές, ακόμα και να ανατραπεί, αλλά και να θεσπιστεί νομοθεσία που θα προβλέπει μόνιμη ανάκτηση των μπόνους από τα golden boys της Credit Suisse προς όφελος των φορολογουμένων. Μάλιστα, το ακόμα πιο εξοργιστικό είναι ότι η Credit Suisse δεν ήταν μια συνηθισμένη τράπεζα όσον αφορά τους πελάτες της. Ηταν μια τράπεζα αποκλειστικά για δισεκατομμυριούχους…