«Νύχτα ιερή και Λύχνε εσύ, είσθε των όρκων μας οι μόνοι οι μάρτυρες·
είχαμε ορκισθεί κι’ εγώ κι’ αυτός εμπρός σας:
αιώνια αυτός θα μαγαπά· εγώ, ποτέ, χωρίς αυτόν, θα ζήσω.
Την αμοιβαία πίστη μας είχατε επισφραγίσει εσείς·
τώρα μου παραγγέλλει: Ορκοι, καθώς αυτοί ήσαν στη θάλασσα γραμμένοι!
Στον κόρφο άλλων γυναικών, Λύχνε, ιδές τον, έχει γείρει!»
Μελεάγρου επίγραμμα. Παρατίθεται στο «Τα αρχαία ελληνικά ερωτικά επιγράμματα», Λαζανάς, Β. Ι., εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα: 2013, σελ. 31
Περίπου όσα επιγράμματα έχουν γραφτεί στην αρχαιότητα για την έλλειψη της αγαπημένης ή την απόρριψη έχουν γραφτεί και για την απιστία. Οι όρκοι των εραστών είναι στη θάλασσα γραμμένοι, σχολιάζει πικρά ο Μελέαγρος (επιγραμματοποιός που γεννήθηκε στα Γάδαρα και έζησε τον 1ο αιώνα π.Χ.) στο επίγραμμα 81 που παρατέθηκε στην αρχή του άρθρου, ενώ ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος (περ. 310-240 π.Χ.), στο επίγραμμα 62 γράφει (στον στίχο 4) ότι οι όρκοι οι ερωτικοί «την ακοή δεν κρούουν των αθανάτων».
Ο έρωτας είναι μια κατάσταση υπερβατική, που διαποτίζει, χαρακτηρίζει και κυβερνά και τις σχέσεις των δύο φύλων αλλά και τις όψεις και τις συνθήκες της καθημερινής, συλλογικής ζωής. Με τον ενθουσιασμό τον ερωτικό γεννιούνται και ακμάζουν χώρες, έθνη, φιλοσοφικά και πολιτικά κινήματα και καλλιτεχνικά ρεύματα. Με την απόσυρση τούτης της ανεξήγητης δύναμης όλα τα παραπάνω μαραίνονται και σβήνουν. Κι ο έρωτας είθισται να αποσύρεται μόλις εμφανίζεται η φρικτή προδοσία.
Ο Ρουφίνος (εικάζεται ότι γεννήθηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ.), στο επίγραμμα 433 αποφαίνεται ότι μόνο ο Πυθαγόρας κατόρθωσε να μη μοιχεύσει (στίχοι 1-2), και στο επίγραμμα 414 αναφερόμενος σε μια μοιχό, λέει ότι «όλες το ίδιο, άλλωστε, πράττουν». Ο Ερατοσθένης Σχολαστικός (έζησε τον 6ο αιώνα μ.Χ.) πολιορκεί την παντρεμένη Μελίτη στο επίγραμμα 2425. Ο Φιλόδημος (γεννήθηκε περίπου το 110 π.Χ. στα Γάδαρα) στο επίγραμμα 46 είναι έτοιμος να απιστήσει στη Φιλαίνα, ενώ ο Στατύλλιος Φλάκκος (έζησε περίπου τον 1ο αιώνα π.Χ.) κατηγορεί, στο επίγραμμα 57 για απιστία τη Νάκη, την ερωμένη του.
Ο έρωτας συχνά βιώνεται σαν σωματοποιημένος πόνος από εκείνον που υποφέρει από την έλλειψή του και οι επιγραμματοποιοί ανέδειξαν αυτή την πτυχή του. Ο Μακηδόνιος Υπατικός (έζησε τον 6ο αιώνα μ.Χ.) στα επιγράμματα 2248 και 225 λέει αντίστοιχα ότι ο Ερωτας του τρυπά «καρδιά και σκώτια» και είναι «λαβωματιά βαθιά» που δεν γιατρεύεται. Ο Παύλος Σιλεντάριος (κι εκείνος, όπως ο Μακηδόνιος, έζησε τον 6ο αιώνα μ.Χ.) στο επίγραμμα 2369 δηλώνει ότι έφτασε στο σημείο να βιώνει την έλλειψη της καλής του σαν παράλυση, σαν να έχει φτάσει στο χείλος του θανάτου, και στο επίγραμμα 23910 λέει ότι ο Ερως «ο πικρός» είναι «παμφάγος», του τρώει «τα κρέατα, τα κόκαλα, τα μυαλά», τον διαλύει, τον λειώνει (στίχοι 3-5), τον κάνει σαν την τέφρα των σφαγίων μετά τη θυσία. Στο επίγραμμα 22611 ο Παύλος Σιλεντάριος κατηγορεί τα μάτια του, που ρουφούν το «νέκταρ των Ερώτων» (στίχος 1) και ευθύνονται που η καρδιά του έγινε, από το πάθος, «του πυρός παρανάλωμα».
Ο έρωτας, η κατάσταση, ενέργεια και ουσία που συνέχει το σύμπαν, υμνήθηκε, εγκωμιάστηκε αλλά και «εξορκίστηκε» με χάρη, φαντασία, έμπνευση και στιλ από τους επιγραμματοποιούς της ελληνιστικής περιόδου. Εχει ειπωθεί ότι το ελληνιστικό επίγραμμα μοιάζει με ένα «εντυπωσιακό μωσαϊκό με ποικιλόχρωμες ψηφίδες, συχνά ένα καλοδουλεμένο διαμάντι»12.
Και πόση, άραγε, λιγότερη απελπισμένη ένταση θα είχε ο έρωτας αν στον νου όλων μας δεν υπήρχε ο πικρός φόβος της προδοσίας, που καραδοκεί; Οι ανθρώπινοι όρκοι είναι στη θάλασσα γραμμένοι.
____________________________________
1. Λαζανάς, Β. (2013), σ. 31.
2. Λαζανάς, Β. (2013), σ. 30.
3. Ό.π, σ. 50.
4. Ό.π., (2013), σ. 50.
5. Κεντρωτής, Γ. (2014), σ. 278.
6. Λαζανάς, Β. (2013), σ. 29.
7. Ό.π., σ. 29.
8. Κεντρωτής, Γ., Των εραστών τα μάτια είναι πάντα σα βροχή… Παλατινή Ανθολογία, Βι-
βλίο Πέμπτο, Επιγράμματα ερωτικά, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2014.σ. 256.
9. Ό.π.., 270.
10. Ό.π., σ. 274.
11. Ό.π., σ. 258
12. Τσάγγαλης, Χ., Ελληνιστικό επίγραμμα: η
λόγια εκζήτηση μιας ολογόστιχης μορφής στο: Μανακίδου, Φλ. – Κ. Σπανουδάκης (επιμ.), Αλεξανδρινή Μο�σα. Συνέχεια και νεωτερισμός στην ελληνιστική ποίηση, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2008., σ. 337.