Επίθεση στο βρετανικό μουσείο κάνει το κορυφαίο δικηγορικό γραφείο QC, μιλώντας για «κλεμμένη πολιτιστική κληρονομιά» και «ξεναγήσεις κειμηλίων που έχουν κλαπεί από άλλους λαούς».
Το εν λόγω δικηγορικό γραφείο ανήκει στον Τζέφρι Ρόμπερτσον, υπέρμαχο της επιστροφής αρχαιοτήτων στις χώρες από τις οποίες αφαιρέθηκαν, όπως αναφέρει δημοσίευμα της ηλεκτρονικής έκδοσης του «Guardian» με αφορμή την έκδοση βιβλίου του με τίτλο «Who Owns History? Elgin’s Loot and the Case for Returning Plundered Treasure».
Ο δικηγόρος κατηγορεί τη διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου, καθώς και τις κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου για «ανεπαρκείς απαντήσεις σε οποιοδήποτε αίτημα επαναπατρισμού αρχαιοτήτων από τις μόνιμες εκθέσεις του».
Το Βρετανικό Μουσείο θα ήταν σπουδαιότερο αν «ξέπλενε τα χέρια του από το αίμα και επέστρεφε τα κλοπιμαία του Ελγιν», τόνισε ο Τζέφρι Ρόμπερτσον. «Το Μουσείο λέει μια σειρά από προσεκτικά κατασκευασμένα ψέμματα και μισές αλήθειες για το πώς τα Γλυπτά του Παρθενώνα σώθηκαν, περισώθηκαν ή διασώθηκαν από τον Λόρδο Ελγιν, που τα απέκτησε παράνομα», είπε χαρακτηριστικά ο δικηγόρος.
«Οι δραστηριότητες του Έλγιν ήταν νόμιμες»
Στο βιβλίο του Τζέφρι Ρόμπερτσον, απόσπασμα οποίου παρουσιάζει ο «Guardian», ο δικηγόρος συγγραφέας σημειώνει: «Δεν μπορούμε να αναιρέσουμε ιστορικά λάθη, αλλά δεν μπορούμε και να συνεχίσουμε να κερδίζουμε ξεδιάντροπα από αυτά».
Εκπρόσωπος του Βρετανικού Μουσείου επανέλαβε ότι τα μάρμαρα του λόρδου Έλγιν έχουν αποκτηθεί νόμιμα, με την έγκριση των οθωμανικών αρχών της εποχής.
«Δεν αποκτήθηκαν ως αποτέλεσμα σύγκρουσης ή βίας. Οι δραστηριότητες του Λόρδου Έλγιν διερευνήθηκαν διεξοδικά από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή το 1816 και βρέθηκαν εντελώς νόμιμες», ανέφερε.
Παράλληλα, σημείωσε: «Αναγνωρίζουμε τις δύσκολες ιστορίες κάποιων εκ των συλλογών μας, συμπεριλαμβανομένου των αμφισβητούμενων τρόπων με τους οποίους αποκτήθηκαν κάποιες συλλογές, όπως μέσω στρατιωτικής δράσης και πλιάτσικου».