Την άνοιξη του 1866 οι Κρήτες επαναστάτησαν για μια ακόμη φορά. Ήταν ένας ακόμα ξεσηκωμός απέναντι στον Τουρκικό ζυγό στο νησί της Κρήτης ο οποίος μετρούσε ήδη διακόσια πενήντα χρόνια.
- Γράφει ο Τάκης Κάμπρας
Η μονή Αρκαδίου από την πρώτη στιγμή της Επανάστασης υπήρξε το επίκεντρο των αγώνων λόγω της σπουδαίας στρατηγικής της σημασίας. Μετά από μάχες σε πολλές περιοχές, ο Διοικητής του Τουρκικού Στρατού, Μουσταφάς Πασάς με 15.000 άνδρες και 30 τηλεβόλα κίνησε κατά της Μονής Αρκαδίου (κέντρο αγώνος περιοχής Ρεθύμνης) και την 7η Νοεμβρίου την πολιόρκησε.
Μέσα στη Μονή βρίσκονταν 964 άτομα. Μαχητές ήταν μόνο 259. Oι άλλοι ήταν γέροι και γυναικόπαιδα. Είναι το σημαντικότερο επεισόδιο της Κρητικής Επανάστασης του 1866.
Οι συνθήκες για την έναρξη της επανάστασης ήταν δυσμενείς, κυρίως λόγω της πολιτικής κατάστασης τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας όσο και στην Ευρώπη. Από τη μια στο εσωτερικό της Ελλάδας επικρατούσε διχασμένη πολιτική ατμόσφαιρα, με την κυβέρνηση του Μπενιζέλου Ρούφου σαφώς αντίθετη, ενώ περισσότερο αποφασιστικός ήταν ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος.
Από τις Μεγάλες Δυνάμεις μόνο η Ρωσία, που είχε ταπεινωθεί με τη Συνθήκη των Παρισίων (το 1856), έδειξε να ευνοεί και να υποκινεί μέσω του πρόξενού της στα Χανιά, Σπυρίδωνα Δενδρινού, και του υποπρόξενου Ιωάννη Μητσοτάκη στο Ηράκλειο.
Τα βασικά αίτια της επανάστασης αυτής, που έφθασε στα όρια πολεμικής σύρραξης μεταξύ Βασιλείου της Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν τα ακόλουθα τρία:
- Ο διακαής πόθος των Κρητών για την απελευθέρωσή τους από τον τουρκικό ζυγό και την ενσωμάτωση της Κρήτης με το ελληνικό κυρίαρχο κράτος, το οποίο απείχε πλέον μόλις μερικά ναυτικά μίλια μετά την ενσωμάτωση των Ιονίων νήσων, που είχε πραγματοποιηθεί τρία χρόνια πριν.
- Η εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μερική αθέτηση των όρων του μεταρρυθμιστικού Χαττ-ι Χουμαγιούν, ή άλλως «Ισλαχάτ Φερμάν», περί ισονομίας των θρησκευτικών μειονοτήτων, που είχε θεσπιστεί δέκα χρόνια πριν (1856), με την επιβολή νέων βαρύτερων φόρων και
- Το λεγόμενο «μοναστηριακό ζήτημα», το οποίο αποτελούσε τον απόηχο ομοίου μεγάλου ζητήματος, που είχε ξεσπάσει την ίδια εποχή στη Ρουμανία και αφορούσε την ιδιαίτερη υψηλή φορολόγηση των μοναστηριακών περιουσιών, με συνέπεια κλήρος και λαός να εξεγερθούν.
Στις 3 Μαρτίου το 1866, οι Κρήτες επαναστάτες άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Αρκάδι για να εκλέξουν πληρεξούσιους για τις διάφορες επαρχίες της Κρήτης. Από την πλευρά τους οι Τούρκοι ζήτησαν από τον ηγούμενο, Γαβριήλ Μαρινάκη να διώξει την Επαναστατική Επιτροπή από το μοναστήρι με την απειλή ότι θα το καταστρέψουν αλλά ο ηγούμενος αρνήθηκε.
Στις 24 Σεπτεμβρίου ο συνταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού Π. Κορωναίος με λίγους εθελοντές που βρίσκονταν στη Μονή, έκρινε ότι η τοποθεσία δεν ήταν κατάλληλη για άμυνα. Ο Ηγούμενος της Μονής Γαβριήλ δεν ήθελε να την εγκαταλείψει και προχώρησε σε αμυντικές προπαρασκευές, στρατολόγησε πολεμιστές και όρισε ως επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Ι. Δημακόπουλο.
Μη αναμένοντας βοήθεια από πουθενά, οι Κρητικοί αποφάσισαν να ξεσηκωθούν μόνοι τους και ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στις 21 Αυγούστου 1866, με το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος». Στην Ελλάδα συγκροτήθηκαν εθελοντικές ομάδες, που βοήθησαν τους Κρητικούς, με χρήματα, τρόφιμα και άλλα εφόδια.
Ο Σουλτάνος θορυβήθηκε από την εξέγερση και έστειλε στις 30 Αυγούστου 1866 τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά, με εντολή να την καταστείλει, αφού προηγουμένως είχε απορρίψει τα αιτήματα των Κρητικών. Ο Πασάς έφερε το προσωνύμιο Γκιριτλί (Κρητικός), επειδή είχε συντελέσει στην κατάπνιξη της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη.
Πρώτα προσπάθησε να καλοπιάσει τους επαναστάτες και να τους πείσει να επιστρέψουν στις δουλειές τους. Όταν αυτοί αρνήθηκαν, αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το στρατιωτικό του σχέδιο για την κατάπνιξη της επανάστασης.
Ο Μουσταφά Πασάς έφθασε έξω από το μοναστήρι το απόγευμα της 6ης Νοεμβρίου 1866. Στη διάθεσή του είχε 15.000 άνδρες (Τούρκους, Αλβανούς, Αιγυπτίους και Τουρκοκρητικούς) και ισχυρό πυροβολικό. Στη Μονή βρίσκονταν 966 άνθρωποι, από τους οποίους μόνο 250 μπορούσαν να πολεμήσουν.
Οι προτάσεις προς παράδοση απορρίφθηκαν από τους πολιορκημένους και το πρωί της 8ης Νοεμβρίου άρχισαν οι εχθροπραξίες. Οι Οθωμανοί, παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις τους, δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη Μονή την πρώτη μέρα. Το βράδυ ζήτησαν ενισχύσεις και μετέφεραν ένα μεγάλο πυροβόλο από το Ρέθυμνο.
Την επομένη, 9 Νοεμβρίου, άρχισε το δεύτερο κύμα της επίθεσης. Νωρίς το απόγευμα γκρεμίστηκε το δυτικό τείχος της Μονής από τις βολές του πυροβόλου και οι επιτιθέμενοι εισέβαλαν στο μοναστήρι, αρχίζοντας τη μεγάλη σφαγή.
Στη μπαρουταποθήκη της μονής γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος και μία ακόμα ένδοξη σελίδα της ελληνικής ιστορίας. Ο Κωστής Γιαμπουδάκης ή κατ’ άλλους ο Εμμανουήλ Σκουλάς την ανατίναξε, σκορπίζοντας το θάνατο, όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους εισβολείς.
Αμέσως μετά, οι Τουρκοκρητικοί και οι Αλβανοί όρμησαν και κατέσφαξαν όσους είχαν διασωθεί, ενώ έκαψαν τον ναό και λεηλάτησαν τα ιερά κειμήλια.
Από τους Έλληνες που βρίσκονταν στη Μονή, μόνο 3 ή 4 κατόρθωσαν να διαφύγουν, ενώ περίπου 100 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Μεταξύ αυτών και ο Δημακόπουλος, που εκτελέστηκε λίγο αργότερα. Ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκης είχε σκοτωθεί πριν από την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης.
Το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, όπως είχε συμβεί με την καταστροφή των Ψαρών και την Έξοδο του Μεσολογγίου, συγκίνησε όλο τον χριστιανικό κόσμο κι ένα νέο κύμα φιλελληνισμού δημιουργήθηκε στην Ευρώπη. Σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι και ο Βίκτωρ Ουγκώ, πήραν θέση υπέρ του Κρητικού Αγώνα και ξένοι εθελοντές έσπευσαν να ενισχύσουν από κοντά την Επανάσταση.
Η Κρητική Επανάσταση φυλλορρόησε τον Ιανουάριο του 1869, αλλά ο Σουλτάνος δεν μπόρεσε να καθυποτάξει ολοκληρωτικά τους Χριστιανούς της Κρήτης.
Οι ωμότητες των Τούρκων αλλά και οι πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων υποχρέωσαν τον σουλτάνο να μεταβάλει την πολιτική του στάση. Έστειλε λοιπόν στην Κρήτη τον μεγάλο βεζίρη Αλή Πασά, κομιστή διοικητικών παραχωρήσεων, που αποτέλεσαν τη βάση του λεγόμενου Οργανικού Νόμου του 1868.
Επρόκειτο για ένα καθεστώς υποτυπώδους ημιαυτονομίας, και σύμφωνα με αυτό η Κρήτη θα αποτελούσε ένα βιλαέτι (διοικητική επαρχία) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διοικούμενο από τον Βαλή που διοριζόταν από το σουλτάνο.
Το νησί διαιρέθηκε σε πέντε διοικήσεις και είκοσι επαρχίες. Θα μπορούσαν να διορίζονται και χριστιανοί στις διοικήσεις αυτές στα δικαστήρια θα μετείχαν χριστιανοί και μουσουλμάνοι, ενώ αιρετοί σύμβουλοι θα μετείχαν στο κεντρικό συμβούλιο της Γενικής Διοίκησης. Επίσης αναγνωρίστηκε η ισοτιμία των δύο γλωσσών, ελληνικής και τουρκικής. Ο Οργανικός Νόμος κυρώθηκε με «Διάταγμα Αυτοκρατορικόν» που δημοσιεύτηκε στις 8 Ιανουαρίου 1868.
Η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα πήρε αναβολή για το 1912
Μετά την καταστροφή του, το 1866, το Μοναστήρι του Αρκαδίου ανοικοδομήθηκε πλήρως και αναστηλώθηκε στην πρότερή του μορφή. Μόνο ένα μισοκαμένο τέμπλο στα αριστερά της Αγίας Τράπεζας και μια μπάλα κανονιού σφηνωμένη στο αιωνόβιο κυπαρίσσι στα δεξιά στης εκκλησίας μαρτυρούν το αίμα που χύθηκε πριν περίπου 150 χρόνια.